Κοντρα-τενόρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.6.4) (Ρομπότ: Προσθήκη: ro:Contratenor
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Φωνές της όπερας}}
'''Κοντρα-τενόρος''' ονομάζεται ο [[άνδρας]] ερμηνευτήςτραγουδιστής, τουμε έκταση αντίστοιχη μιας [[Όπεραμεσόφωνος|λυρικού θεάτρουμεσόφωνου]] που(άλτο τραγουδάή σεκοντράλτο) υψηλότερεςή νότες από τονμιας [[Τενόροςδραματική υψίγωνος|τενόρο]],δραματικής εκτείνοντας τη [[φωνήυψίφωνου]] του(μέτζο στιςσοπράνο) [[Οκτάβα|οκτάβες]]και τηςπιο σπάνια μέσηςμιας [[Γυναίκαυψίφωνος|γυναικείαςυψίφωνου]]. Αποτελεί σπάνιο είδος, αφού ένας άνδρας με φυσιολογική [[Ενδοκρινικό σύστημα|ενδοκρινική]] ωρίμανση είναι πολύ δύσκολοαδύνατο να τραγουδήσει σε τέτοιο ύψος, δεδομένου ότι οι [[Ορμόνη|ορμόνες]] μεγενθύνουν το λάρυγγα κάνοντας τη φωνή πιο μπάσαχαμηλή κατά την [[εφηβεία]]. Οι κοντρα-τενόροι χρησιμοποιούν είτε την φυσιολογική φωνή (και κατηγοριοποιούνται ως ''φυσικοί'' κοντρα-τενόροι), είτε την τεχνική του [[φαλσέττο]], συχνά αναμειγνύοντας και τις δύο φωνές. Ο όρος κόντρα-τενόρος χρησιμοποιείται στα πλαίσια της κλασικής μουσικής και εκτός από την φωνητική έκταση μπορεί να δηλώνει και φωνητικό μέρος, κυρίως στη φωνητική μουσική του ύστερου μεσαίωνα και της πρώιμης αναγέννησης (''contratenor altus'' και ''contratenor bassus'' στο ''οργκάνουμ'' και άλλα είδη).
 
Από μαρτυρίες της εποχής και βιογραφικά κείμενα γνωρίζουμε ότι κόντρα-τενόροι τραγουδούσαν σε χορωδίες της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Αγγλίας ήδη από τον 15ο αιώνα· εξάλλου, η προτροπή του Αγίου Πέτρου που απαγόρευε τον λόγο των γυναικών μέσα στην εκκλησία ήταν γνωστός (''mulieres in ecclesiis taceant'' = οι γυναίκες στην εκκλησία σιωπούν [προς Κορινθίους 14:34]). Κάποιοι συνθέτες της εποχής, όπως ο [[Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ]] και ο [[Χένρυ Πέρσελ]], φαίνεται πως ήταν οι ίδιοι κοντρα-τενόροι και οπωσδήποτε γνώριζαν την τεχνική του φαλσέττο. Οι κοντρα-τενόροι ποτέ δεν επικράτησαν στο λυρικό θέατρο, καθώς την εποχή που άνθισε η [[όπερα]], την πρωτοκαθεδρία είχαν ήδη οι [[Καστράτος|καστράτοι]] (οι τραγουδιστές που είχαν υποστεί [[Ευνουχισμός|ευνουχισμό]] σε παιδική ηλικία, ώστε να ανασταλεί η ορμονική εξέλιξή τους και να διατηρηθεί η φωνή τους λεπτή). Έτσι, ο ρόλος του κοντρα-τενόρου περιορίστηκε κυριώς στην εκκλησιαστική μουσική, πρακτική που ακολουθείται και μέχρι τις μέρες μας, στις εκκλησιαστικές χορωδίες πολλών χωρών (κυρίως στην Αγγλία και χώρες της κοινοπολιτείας).
Ο κοντρα-τενόρος είναι δημιούργημα του [[20ός αιώνας|20ού αι.]] και ήλθε να αντικαταστήσει τους παλαιούς [[Καστράτος|καστράτους]], δηλ. τους τραγουδιστές που είχαν υποστεί [[Ευνουχισμός|ευνουχισμό]] σε παιδική ηλικία, ώστε να ανασταλεί η ορμονική εξέλιξή τους και να διατηρηθεί η φωνή τους λεπτή. Καθώς η πρακτική αυτή είχε ατονήσει στις αρχές του [[19ος αιώνας|19ου αιώνα]] και απαγορευθεί λίγες δεκαετίες αργότερα, οι νεότεροι [[Συνθέτης|συνθέτες]] συμπεριελάμβαναν όλο και λιγότερο ρόλους που απαιτούσαν ανδρικές φωνές υψηλότερες του τενόρου, αφού δυσκολεύονταν να βρουν ικανό ερμηνευτή - αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι τέτοιοι ρόλοι απαντώνται σε όπερες που γράφτηκαν έως το [[18ος αιώνας|18ο αιώνα]], π.χ. [[Ιούλιος Καίσαρ (όπερα)|Ιούλιος Καίσαρ στην Αίγυπτο]] ([[1724]]), [[Ορλάνδος (Χαίντελ)|Ορλάνδος]] ([[1733]]), [[Ορφέας και Ευρυδίκη]] ([[1762]]).
 
Την εποχή του κλασικισμού τόσο οι κοντρα-τενόροι όσο και οι καστράτοι είχαν αρχίσει να παρακμάζουν. Εξάλλου, ο ευνουχισμός -που τόσο προωθήθηκε από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία- έτεινε να απαγορευτεί. Ο τελευταίος καστράτος του παπικού παρεκκλησίου του Βατικανού (''Cappella Sistina''), [[Αλεσσάντρο Μορέσκι]] απεβίωσε το 1922 και μαζί του μια ολόκληρη μουσική εποχή. Ο ρόλος του κοντρα-τενόρου είχε πλέον περιοριστεί σε ελάχιστες χορωδίες και κάποιους μυημένους ειδήμονες. Ωστόσο, με την αναβίωση της παλαιάς μουσικής στα μέσα του 21ου αιώνα, το μέρος του κόντρα-τενόρου κλήθηκε να καλύψει η φωνή της μεσόφωνου. Στην προσπάθεια για όλο και περισσότερο ιστορικά τεκμηριωμένες εκτελέσεις, εμφανίστηκε το 1948 ο Άγγλος [[Άλφρεντ Ντέλερ]], ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για τη μελέτη και εδραίωση της φωνής του κοντρα-τενόρου. Έκτοτε, υπάρχουν πολλοί κοντρα-τενόροι απ' όλο τον κόσμο, έχωντας εδραιωθεί στο ρεπερτόριο, τόσο της εκκλησιαστικής μουσικής, όσο και της όπερας της προκλασσικής εποχής. Συνάμα, αρκετοί σύγχρονοι συνθέτες, όπως ο [[Μπέντζαμιν Μπρίτεν|Μπρίτεν]], ο [[Φίλιπ Γκλας|Γκλας]] και ο [[Άρβο Περτ|Περτ]], έγραψαν για τη φωνή του κοντρα-τενόρου, ενώ η μελέτη των διαφόρων φωνητικών τεχνικών και του ρεπερτορίου συνεχίζεται.
Οι αυθεντικοί κόντρα-τενόροι παραμένουν εξαιρετικά δυσεύρετοι - χαρακτηριστικά, σε ερώτημα για το εάν έχει νιώσει ποτέ ανταγωνισμό, ο [[Έλληνες|Έλληνας]] ερμηνευτής [[Νίκος Σπανός (τραγουδιστής όπερας)|Νίκος Σπανός]] απάντησε: «Δεν έχω νιώσει ακόμα κάτι τέτοιο, ίσως γιατί όπου και να 'χω βρεθεί μέχρι στιγμής ήμουν ο μόνος». Για το λόγο αυτό, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι ρόλοι τους να αποδίδονται είτε από τενόρους με τη χρήση [[φαλσέτο]] (μια τεχνική που εκτείνει τη φωνή κατά μία οκτάβα), είτε από γυναίκες [[κοντράλτο]] και [[Μεσόφωνος|μεσοφώνους]].
 
Η χρήση των όρων "Κοντρα-τενόρος" και "φαλσέττο" είναι γενικώς υπό αμφισβήτιση σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλοί τραγουδιστές ισχυρίζονται ότι το φαλσέττο είναι λανθασμένος όρος και επί της ουσίας ένας κοντρα-τενόρος χρησιμοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό τη λεγόμενη '''κεφαλική φωνή'''. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι κοντρα-τενόροι χρησιμοποιούν τόσο τη στηθική (φυσική) τους φωνή, όσο και την κεφαλική. Το αποτέλεσμα είναι η παραγόμενη '''μεικτή φωνή''' (''voix mixte''), κάτι που δεν είναι ξένο και στις υπόλοιπες φωνές. Η δυσκολία αυτού του συνδιασμού φωνών είναι η ομαλή μετάβαση από τη μία στην άλλη —το γνωστό στους τραγουδιστές '''πέρασμα'' στη μεσαία περιοχή. Εντούτοις, υπάρχουν και τραγουδιστές που χρησιμοποιούν αποκλειστικά την τεχνική του φαλσέττο (οι λεγόμενοι '''φαλσεττίστες'''), κάτι που απαντάται κυρίως στην ποπ και την ελαφριά μουσική.
 
Ο όρος '''κοντρα-τενόρος''' γενικά υποδηλώνει τον άνδρα τραγουδιστή με έκταση μιας κοντράλτο, ασχέτως της τεχνικής που χρησιμοποιεί. Στη βρετανική παράδοση, οι όροι ''male soprano'' και ''male alto'' (''άνδρας υψίφωνος'' και ''άνδρας μεσόφωνος'' αντιστοίχως) τείνουν να υποδηλώνουν τη χρήση φαλσέττο, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι εδραιωμένο παγκοσμίως. Αναλόγως με τον χαρακτήρα και την έκταση της φωνής, πολλοί τραγουδιστές επιλέγουν τους όρους ''tenor contraltista'' (ή σκέτο ''contraltista''), ''tenor altino'' και ''sopranista'' αντί των προαναφερθέντων. Ο όρος ''haute-contre'' απαντάται στη γαλλική μουσική του 18ου αιώνα και τείνει να υποδηλώνει τον ελαφρύ τενόρο με ψηλή ''τεσσιτούρα'', που ως επί το πλείστο τραγουδά με λίγο ή και καθόλου φαλσέττο. Ένας ακόμη όρος που απαντάται στην αγγλική μουσική της αναγέννησης και του μπαρόκ είναι το ''mean voice'' (μέση φωνή), ενώ ο όρος ''treble'' αντιστοιχεί στην έκταση της υψίφωνου και αναφέρεται στη φωνή του αγοριού ή εφήβου που δεν έχει περάσει το στάδιο της μεταφώνησης.
 
==Πηγές==
* Michels U ''Άτλας της Μουσικής'' Αθήνα, 1994
 
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==