Κοντρα-τενόρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.6.4) (Ρομπότ: Προσθήκη: ro:Contratenor |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
{{Φωνές της όπερας}}
'''Κοντρα-τενόρος''' ονομάζεται ο [[άνδρας]]
Από μαρτυρίες της εποχής και βιογραφικά κείμενα γνωρίζουμε ότι κόντρα-τενόροι τραγουδούσαν σε χορωδίες της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Αγγλίας ήδη από τον 15ο αιώνα· εξάλλου, η προτροπή του Αγίου Πέτρου που απαγόρευε τον λόγο των γυναικών μέσα στην εκκλησία ήταν γνωστός (''mulieres in ecclesiis taceant'' = οι γυναίκες στην εκκλησία σιωπούν [προς Κορινθίους 14:34]). Κάποιοι συνθέτες της εποχής, όπως ο [[Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ]] και ο [[Χένρυ Πέρσελ]], φαίνεται πως ήταν οι ίδιοι κοντρα-τενόροι και οπωσδήποτε γνώριζαν την τεχνική του φαλσέττο. Οι κοντρα-τενόροι ποτέ δεν επικράτησαν στο λυρικό θέατρο, καθώς την εποχή που άνθισε η [[όπερα]], την πρωτοκαθεδρία είχαν ήδη οι [[Καστράτος|καστράτοι]] (οι τραγουδιστές που είχαν υποστεί [[Ευνουχισμός|ευνουχισμό]] σε παιδική ηλικία, ώστε να ανασταλεί η ορμονική εξέλιξή τους και να διατηρηθεί η φωνή τους λεπτή). Έτσι, ο ρόλος του κοντρα-τενόρου περιορίστηκε κυριώς στην εκκλησιαστική μουσική, πρακτική που ακολουθείται και μέχρι τις μέρες μας, στις εκκλησιαστικές χορωδίες πολλών χωρών (κυρίως στην Αγγλία και χώρες της κοινοπολιτείας).
Την εποχή του κλασικισμού τόσο οι κοντρα-τενόροι όσο και οι καστράτοι είχαν αρχίσει να παρακμάζουν. Εξάλλου, ο ευνουχισμός -που τόσο προωθήθηκε από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία- έτεινε να απαγορευτεί. Ο τελευταίος καστράτος του παπικού παρεκκλησίου του Βατικανού (''Cappella Sistina''), [[Αλεσσάντρο Μορέσκι]] απεβίωσε το 1922 και μαζί του μια ολόκληρη μουσική εποχή. Ο ρόλος του κοντρα-τενόρου είχε πλέον περιοριστεί σε ελάχιστες χορωδίες και κάποιους μυημένους ειδήμονες. Ωστόσο, με την αναβίωση της παλαιάς μουσικής στα μέσα του 21ου αιώνα, το μέρος του κόντρα-τενόρου κλήθηκε να καλύψει η φωνή της μεσόφωνου. Στην προσπάθεια για όλο και περισσότερο ιστορικά τεκμηριωμένες εκτελέσεις, εμφανίστηκε το 1948 ο Άγγλος [[Άλφρεντ Ντέλερ]], ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για τη μελέτη και εδραίωση της φωνής του κοντρα-τενόρου. Έκτοτε, υπάρχουν πολλοί κοντρα-τενόροι απ' όλο τον κόσμο, έχωντας εδραιωθεί στο ρεπερτόριο, τόσο της εκκλησιαστικής μουσικής, όσο και της όπερας της προκλασσικής εποχής. Συνάμα, αρκετοί σύγχρονοι συνθέτες, όπως ο [[Μπέντζαμιν Μπρίτεν|Μπρίτεν]], ο [[Φίλιπ Γκλας|Γκλας]] και ο [[Άρβο Περτ|Περτ]], έγραψαν για τη φωνή του κοντρα-τενόρου, ενώ η μελέτη των διαφόρων φωνητικών τεχνικών και του ρεπερτορίου συνεχίζεται.
Η χρήση των όρων "Κοντρα-τενόρος" και "φαλσέττο" είναι γενικώς υπό αμφισβήτιση σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλοί τραγουδιστές ισχυρίζονται ότι το φαλσέττο είναι λανθασμένος όρος και επί της ουσίας ένας κοντρα-τενόρος χρησιμοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό τη λεγόμενη '''κεφαλική φωνή'''. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι κοντρα-τενόροι χρησιμοποιούν τόσο τη στηθική (φυσική) τους φωνή, όσο και την κεφαλική. Το αποτέλεσμα είναι η παραγόμενη '''μεικτή φωνή''' (''voix mixte''), κάτι που δεν είναι ξένο και στις υπόλοιπες φωνές. Η δυσκολία αυτού του συνδιασμού φωνών είναι η ομαλή μετάβαση από τη μία στην άλλη —το γνωστό στους τραγουδιστές '''πέρασμα'' στη μεσαία περιοχή. Εντούτοις, υπάρχουν και τραγουδιστές που χρησιμοποιούν αποκλειστικά την τεχνική του φαλσέττο (οι λεγόμενοι '''φαλσεττίστες'''), κάτι που απαντάται κυρίως στην ποπ και την ελαφριά μουσική.
Ο όρος '''κοντρα-τενόρος''' γενικά υποδηλώνει τον άνδρα τραγουδιστή με έκταση μιας κοντράλτο, ασχέτως της τεχνικής που χρησιμοποιεί. Στη βρετανική παράδοση, οι όροι ''male soprano'' και ''male alto'' (''άνδρας υψίφωνος'' και ''άνδρας μεσόφωνος'' αντιστοίχως) τείνουν να υποδηλώνουν τη χρήση φαλσέττο, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι εδραιωμένο παγκοσμίως. Αναλόγως με τον χαρακτήρα και την έκταση της φωνής, πολλοί τραγουδιστές επιλέγουν τους όρους ''tenor contraltista'' (ή σκέτο ''contraltista''), ''tenor altino'' και ''sopranista'' αντί των προαναφερθέντων. Ο όρος ''haute-contre'' απαντάται στη γαλλική μουσική του 18ου αιώνα και τείνει να υποδηλώνει τον ελαφρύ τενόρο με ψηλή ''τεσσιτούρα'', που ως επί το πλείστο τραγουδά με λίγο ή και καθόλου φαλσέττο. Ένας ακόμη όρος που απαντάται στην αγγλική μουσική της αναγέννησης και του μπαρόκ είναι το ''mean voice'' (μέση φωνή), ενώ ο όρος ''treble'' αντιστοιχεί στην έκταση της υψίφωνου και αναφέρεται στη φωνή του αγοριού ή εφήβου που δεν έχει περάσει το στάδιο της μεταφώνησης.
==Πηγές==
* Michels U ''Άτλας της Μουσικής'' Αθήνα, 1994
== Εξωτερικοί σύνδεσμοι ==
|