Φρανσουά Κουπρέν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
GrouchoBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.6.4) (Ρομπότ: Προσθήκη: fr:François Couperin, vi:François Couperin, zh:弗朗索瓦·库普兰
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
[[αρχείο:François Couperin.jpg|thumb|right|250px|]]
Ο '''Φρανσουά Κουπρέν''' ([[γαλλικά|γαλ.]]: François Couperin, 10 Νοεμβρίου 1668 – 11 Σεπτεμβρίου 1733) ήταν Γάλλος συνθέτης, οργανίστας και τσεμπαλίστας της [[Μπαρόκ μουσική|μπαρόκ]] περιόδου. Γνωστός και ως ''Couperin le Grand'' (Κουπρέν ο Μέγας) καταγόταν από μια μεγάλη οικογένεια μουσικών, εξέχωνεξέχον μέλος της οποίας ήταν και ο θείος του, [[Λουί Κουπρέν]].
 
==Βιογραφία==
Γεννημένος στο Παρίσι, ο Κουπρέν έλαβε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του Σαρλ, ο οποίος απεβίωσε όταν ο Φρανσουά ήταν μόλις 10 ετών, καθώς και τον Ζακ-Ντενί Τομλέν (Jacques-Dennis Thomelin). Το 1685 διαδέχτηκε τον πατέρα του ως οργανίστας της εκκλησίας του Saint-Gervais στο [[Παρίσι]], θέση την οποία αργότερα θα διαδεχόταν ο εξάδελφός του Νικολά, καθώς και άλλα μέλη της οικογένειας των Κουπρέν. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1689, παντρεύεται την Μαρί-Αν Ανσώ (Marie-Anne Ansault). Από το γάμο αυτό κάνει τουλάχιστον τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων η δεύτερη κόρη του —Μαργκερίτ— Μαργκερίτ-Αντουανέτ (Marguerite-Antoinette) — θα γίνει αργότερα συνθέτις και μουσικός.
 
Το 1693 ο Φρανσουά διαδέχτηκε τον καθηγητή του Τομλέν ως οργανίστας του βασιλικού παρεκκλησίου (Chapelle Royale), λαμβάνοντας τον τίτλο του βασιλικού οργανίστα της αυλής του [[Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας|Λουδοβίκου ΙΔ΄]]. Την ίδια περίπου εποχή ο Κουπρέν λαμβάνει τη βασιλική άδεια να εκδώσει τα πρώτα του έργα. Πρόκειται για τις δύο λειτουργίες για όργανο (βλ. παρακάτω), τα μοναδικά έργα για όργανο που εξέδωσε ποτέ. Σημαντική ώθηση για την κίνηση αυτή είχε από έναν εξίσου γνωστό αυλικό συνθέτη, τον [[Μισέλ Ντελαλάντ]], κάτι που διαφαίνεται από την ''approbation'' του στην ίδια έκδοση (εγκριτική επιστολή που απαντάται στις περισσότερες εκδόσεις της εποχής). Παράλληλα με τα καθήκοντα της νέας του θέσης, αναλαμβάνει τη διδασκαλία αρκετών μαθητών· ως καθηγητής του Δούκα της Βουργουνδίας, του Κόμη της Τουλούζης, της Πριγκήπισσας του Κοντί καθώς και των κορασίδων του Δούκα της Βουρβώνης, καταφέρνει να φτάσει το ετήσιο εισόδημα των 1000 λιβρών. Ένα νέο -πολυτελέστερο- διαμέρισμα στην οδό ''St. François'' είναι το επιστέγασμα της επαγγελματικής του ανόδου, ενώ το 1702 λαμβάνει και τον τίτλο του Ιππότη του Τάγματος των Λατράνων (''Chevalier de l’Ordre de Latran'').
Ο τίτλος του βασιλικού μουσικού (ordinaire de la musique de la chambre du Roi) ήρθε το 1712· τα καθήκοντά του περιελάμβαναν μια εβδομαδιαία συναυλία, που είχε συνήθως τη μορφή [[Σουίτα|σουίτας]] για βιολί, βιόλα ντα γκάμπα, όμπεόμποε, φαγγότοφαγκότο και τσέμπαλο, του οποίου ήταν και εμπνευσμένος ερμηνευτής. Το 1717 διαδέχτηκε τον Ντ'Ανγκλεμπέρ (D' Anglebert) ως βασιλικός τσεμπαλίστας, ενώ παράλληλα είχε ήδη αρχίσει να επεκτείνει την εκδοτική του δραστηριότητα. Το 1713 εκδίδει το πρώτο βιβλίο για τσέμπαλο και τα επόμενα χρόνια ακολουθούν και τα υπόλοιπα. Ανάμεσα στα έργα που εξεδώθησανεξεδόθησαν εμφανίζονται και τα περίφημα ''Leçons de tenébres''· δυστυχώς μόνο τρία από τα συνολικά εννέα σώζονται, δείγμα εξαίρετης γραφής για φωνή και [[συνεχές βάσιμο]].
 
Με τον θάνατο του Λουδοβίκου το 1715 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ο Κουπρέν έβρισκε υπερβολικά ελαφρά την ατμόσφαιρα στην αυλή, ωστόσο συνέχισε τα καθήκοντά του. Το 1723 η κατάσταση της υγείας του άρχισε να χειροτερέυειχειροτερεύει, οδηγώντας τον να ζητήσει τη βοήθεια του ανηψιούανεψιού του Νικολά, και εν τέλει παραδίδοντάς του το πόστο του οργανίστα στην εκκλησία του St Gervais. Μάλιστα, στον πρόλογο της έκδοσης του τέταρτου βιβλίου για τσέμπαλο το 1728, ο ίδιος ο Κουπρέν αναφέρεται στην φθίνουσα κατάσταση της υγείας του. Εν τέλει, τρία χρόνια αργότερα, παραιτήθηκε από τα αυλικά του καθήκοντα και προώθησε την κόρη του Μαργκερίτ-Αντουανέτ, η οποία και ανέλαβε τη θέση της αυλικής τσεμπαλίστα το 1736.
 
Το 1733 ο Κουπρέν πεθαίνει. Το όνομά του είναι ήδη γνωστό όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά στην Ιταλία και την Γερμανία. Ο σεβασμός που εμπνέει σε πολλούς συνθέτες και μουσικούς είναι εμφανής σε πολλά κείμενα της εποχής. Δεν είναι γνωστό αν το επίθετο ''le grand'' του είχε αποδωθείαποδοθεί όσο ήταν εν ζωή· πάντως σε κείμενο του 1780 που υπογράφει ο La Borde, αναφέρεται η φράση "''François Couperin, surnommé le grand''". Η αλληλογραφία που φημολογείται ότι διατηρούσε με τον Μπαχ δεν βρέθηκε ποτέ. Ωστόσο, ο γερμανόςΓερμανός συνθέτης κατείχε παρτιτούρες του και η επιρροή είναι εμφανής σε ορισμένα έργα, τόσο σολιστικά όσο και ορχηστρικά.
 
Το όνομά του ξεχνιέται μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότανοπότε και ο Μπραμς (σε συνεργασία με τον Friedrich Chrysander) επιμελήθηκε την πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση των έργων του, το 1888. Τα έργα του επηρρέασανεπηρέασαν αρχικά τον [[Ρίχαρντ Στράους]], τον [[Κλωντ Ντεμπυσσύ]], αλλά και τον [[Μωρίς Ραβέλ]], ο οποίος έγραψε προς τιμή του το έργο "''Le tombeau de Couperin''" ("Ο τάφος του Κουπρέν"). Το 1932 αρχίζει μια πιο συστηματική μελέτη του έργου του, φτάνοντας στη δεκαετία του 1980, με τις αναθεωρημένες και πιο "αυθεντικές" (''Urtext'') εκδόσεις των Davitt Moroney και Kenneth Gilbert.
 
==Η μουσική του==
Ο Κουπρέν επηρρεάστηκεεπηρεάστηκε σημαντικά από τον Ιταλό συνθέτη και βιολονίστα [[Αρκάντζελο Κορέλλι]], πατέρα της '''τριο-σονάτας'''. Το νέο μουσικό είδος εισήγαγε στη Γαλλία με τον όρο ''sonate en trio'', καθιερώνοντάς την με το αριστουργηματικό "Παρνασσός, ή Η Αποθέωση του Κορέλλι" ("''Le Parnasse, ou L'apothéose de Corelli''"). Στο έργο αυτό διαφαίνεται η συνύφανση του γαλλικού με το ιταλικό ύφος, ιδιαιτέρως δε σε μια σειρά κομματιών που ονόμασε "''Les goûts réunis''" ("Τα Ενωμένα Ύφη").
 
Το πιο γνωστό, παιδαγωγικό του βιβλίο είναι το "''L'art de toucher le clavecin''" ("Η Τέχνη του Παίζειν Κλειδοκύμβαλο" -1716), στο οποίο, μέσα από μια σειρά μαθημάτων, δίνει οδηγίες και προτάσεις πάνω σε θέματα δακτυλισμού, αφής, καλλωπισμών και άλλων θεμάτων που αφορούν στο τσέμπαλο. Φαίνεται ότι ο [[Μπαχ]] επηρρεάστηκεεπηρεάστηκε απ' το έργο αυτό και κατόπιν υιοθέτησε τη μέθοδο δακτυλισμού με τη χρήση του αντίχειρα.
 
Ο Κουπρέν εξέδωσε τέσσερις τόμους με μουσική για τσέμπαλο (Παρίσι 1713, 1717, 1722 και 1730), στους οποίους περιέχονται πάνω από 230 αυτοτελή κομμάτια, τα οποία μπορούν να εκτελεστούν κατά μόνας ή κατά σύνολο. Ο Κουπρέν τα ομαδοποίησε κατά [[Τάξη (μουσική)|τάξη]] (''ordre'') και όχι κατά [[σουίτα]], όπως ήταν καθιερωμένο εκείνη την εποχή. Στην ουσία οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι, ωστόσο ο Κουπρέν εμπλουτίζει τις ''τάξεις'' τόσο με χορούς όσο και με περιγραφικά κομμάτια.
 
Τα περισσότερα απ' αυτά τα κομμάτια έχουν εξαιρετικά υποβλητικούς και γραφικούς τίτλους, ενώ είναι γραμέναγραμμένα σε τονικότητες που σχετίζονται με τη θεματολογία τους. Με τις τολμηρές αρμονίες και τις διάφωνες συγχορδίες τους, τα κομμάτια αυτά μοιάζουν με μινιατουρίστικα τονικά ποιήματα, κάτι που προκάλεσε τον Ρίχαρντ Στράους να ενορχηστρώσει μερικά.
 
===Έργα για [[εκκλησιαστικό όργανο|όργανο]]===