Ελευθέριος Βενιζέλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 134:
Στις [[3 Σεπτεμβρίου]] [[1895]] ξέσπασε επανάσταση, η οποία δε βρήκε σύμφωνο το Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι οι Κρητικοί δεν έπρεπε να ενεργούν αυτοβούλως αλλά σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα. Πίστευε ότι το κίνημα τη συγκεκριμένη στιγμή και αποτέλεσμα δε θα είχε, λόγω του γεγονότος ότι οι [[Μεγάλες Δυνάμεις]] διάκειντο ευμενώς περί της ακεραιότητας των [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|οθωμανικών]] εδαφών (προσώρας) αλλά και επειδή θα έφερνε σε δύσκολη θέση τη νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση της Αθήνας, η οποία είχε να αντιμετωπίσει και το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας που μόλις πριν από λίγο είχε κηρύξει πτώχευση. Όντως τελικά το κίνημα των Κρητικών προσωρινά ανεστάλη. Το [[Κρητικό Ζήτημα]] φαινόταν να οδεύει προς λύση μετά την επέμβαση των [[Μεγάλες Δυνάμεις|Μεγάλων Δυνάμεων]] που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Βερολίνου και ήθελαν τώρα να επιβάλουν στην Υψηλή Πύλη ν' αναγνωρίσει την αυτονομία του νησιού (έδωσαν αυτονομία ως μέση λύση για να περιορίσουν την εξεγερσιακή δυναμική των Κρητών και ταυτόχρονα να διατηρήσει προς το παρόν η Τουρκία την ακεραιότητά της, έστω και δια μιας επικυριαρχίας πια στην Κρήτη).
 
Ενώ τον Ιανουάριο του [[1897]] γίνονταν σφαγές στα [[Χανιά]] και στο [[Ρέθυμνο]] από το μουσουλμανικό παρακράτος, ο Βενιζέλος που περιόδευε στο νησί, έσπευσε στη [[Μαλάξα]], κοντά στα Χανιά, όπου είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από 2.000 επαναστάτες, και τέθηκε επικεφαλής τους. Πρότεινε να επιτεθούν, μαζί με άλλους επαναστάτες που ήταν στο [[Ακρωτήρι Κρήτης|Ακρωτήρι]], στους Τούρκους και να τους εκτοπίσουν από την πεδιάδα (η Μαλάξα είναι σε κάποιο υψόμετρο). Πέρασε μάλιστα ο ίδιος νύχτα στο Ακρωτήρι όπου ύψωσε την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι ζήτησαν τη βοήθεια των ξένων ναυάρχων των οποίων τα πλοία ναυλοχούσαν εκεί κοντά επιτηρώντας την κατάσταση στην Κρήτη και επιτέθηκαν στους επαναστάτες. Προκλήθηκε γενικευμένη σύγκρουση. Τα ευρωπαϊκά πολεμικά χτύπησαν με τα πυροβόλα τους τους επαναστάτες στο Ακρωτήρι, ρίχνοντας τη σημαία των επαναστατών, που υψώθηκε αμέσως πάλι υπό τις θυελλώδεις ζητωκραυγές των πληρωμάτων των ελληνικών πολεμικών που ναυλοχούσαν στ' ανοιχτά (ενώ στο θωρηκτό "Ύδρα" γινόταν ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας), τα οποία όμως δεν εδύναντο να επέμβουν, καθότι οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε περίπτωση ανεξαρτησίας και ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ως εκ τούτου οποιαδήποτε δράση του ελληνικού στόλου θα εκλαμβανόταν ως εχθρική.
 
Το ίδιο βράδυ του βομβαρδισμού, ο Βενιζέλος συνέταξε διαμαρτυρία προς τους ξένους ναυάρχους, την οποία προσυπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στο Ακρωτήρι. Στους ναυάρχους τη μετέφερε ο επικεφαλής της ελληνικής ναυτικής μοίρας Ράινεκ (υπήρχαν τότε ξένοι αξιωματικοί, Άγγλοι κυρίως, στον ελληνικό στόλο ως εκπαιδευτές, προσκαλεσμένοι επί τούτου από την ελληνική κυβέρνηση). Τους έγραφε ότι οι επαναστάτες θα κρατούσαν τις θέσεις τους μέχρι να σκοτωθεί κι ο τελευταίος από τις οβίδες των ευρωπαϊκών πολεμικών προκειμένου να μην αφήσουν τους Τούρκους να πάρουν το Ακρωτήρι. Ο βομβαρδισμός αυτός χριστιανικών πλοίων από Χριστιανούς εναντίον Χριστιανών που ήθελαν την ελευθερία τους, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έγιναν διαδηλώσεις συμπαράστασης στους επαναστάτες ενώ το προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων στην Αθήνα έπαιρνε πλήθος τηλεγραφήματα από διασημότητες της εποχής που συνιστούσαν στην ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει πιο αποφασιστική στάση υπέρ των Κρητικών.