Γενική εξέταση ούρων: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Petef (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Petef (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Η '''γενική εξέταση των ούρων''' αποτελεί το βασικό διαγνωστικό εργαλείο για την διάγνωση πλήθους παθήσεων, στο [[ουροποιητικό σύστημα]], στο [[ήπαρ]], στο [[αναπαραγωγικό σύστημα]] κ.α. Αποτελεί απαραίτητο τμήμα κάθε προληπτικού ελέγχου (check-up). Πραγματοποιείται με οπτική επισκόπηση των ούρων (φυσικοί χαρακτήρες), με την χρήση [[ταινία εξέτασης ούρων|ταινίας ούρων]] (χημικοί χαρακτήρες) και μικροσκόπηση τους (μικροσκοπικοί χαρακτήρες). Απαραίτητη προυπόθεση η [[συλλογή ούρων|σωστή συλλογή]] και συντήρηση των ούρων πριν την ανάλυση.
 
==Tα τρία τμήματα της γενικής εξέτασης ούρων==
Αποτελείται από τρία τμήματα: Τους φυσικούς χαρακτήρες, τους χημικούς χαρακτήρες και τους μικροσκοπικούς χαρακτήρες.
===Φυσικοί χαρακτήρες===
 
==Φυσικοί χαρακτήρες==
# [[Χροιά ούρων|Χροιά]]
# [[Όψη ούρων|Όψη]]
Γραμμή 10 ⟶ 9 :
# [[Ειδικό βάρος ούρων|Ειδικό βάρος]]
# [[Αντίδραση ούρων|Αντίδραση]]
===Χημικοί χαρακτήρες===
 
Το χρώμα ή [[χροιά ούρων|χροιά των ούρων]] οφείλεται εν πολλοίς στη σύσταση του [[αίμα|αίματος]] αφού προέρχονται από αυτό. Φυσιολογικά η χροιά των ούρων είναι κίτρινη ή ωχροκίτρινη. Σε διάφορες μεταβολικές και παθολογικές καταστάσεις μπορεί να πάρει και άλλα χρώματα όπως λαμπερό κίτρινο, καστανό, ερυθρό κ.α. Το χρώμα των ούρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας εμπειρικός δείκτης της υδάτωσης ατόμων π.χ. που βρίσκονται σε θεραπεία ή αθλούνται. Παθολογικές και μεταβολικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη χροιά των ούρων μπορεί να είναι: ουρολοίμωξη, ουρολιθίαση, αιματουρία, παθήσεις του ήπατος, χολόσταση, λήψη φαρμακευτικών σκευασμάτων όπως βιταμίνες ή λήψη φυσικών τροφίμων που έχουν υδατοδιαλυτές χρωστικές.
 
Παλαιότερα η [[οσμή των ούρων]] θεωρούνταν μία βασική παράμετρος της γενικής εξέτασης ούρων. Σήμερα όμως σπάνια εξετάζεται. Παλαιότερα πάντως οι εργαστηριακοί μύριζαν τα ούρα για να αποφανθούν για την οσμή τους. Οι αλλαγές στην οσμή των ούρων συνήθως είναι παροδικές. Στη γενική εξέταση των ούρων χαρακτηρίζεται ως φυσιολογική (ή ιδιάζουσα), δυσάρεστη και εύοσμη.
 
Η μέτρηση του [[Ειδικό βάρος ούρων|ειδικού βάρους των ούρων]] αποτελεί μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους της γενικής εξέτασης ούρων μια που χρησιμεύει στη διάγνωση παθήσεων του [[νεφρό|νεφρού]]. Στα ούρα ο προσδιορισμός του [[Ειδικό βάρος|ειδικού βάρους]] (ΕΒ) εκφράζει την ικανότητα των νεφρών να αραιώνουν και να συμπυκνώνουν τα ούρα και συνήθως έχει τιμές από 1016 - 1030 και κλίμακα μέτρησης από 1000-1060 (1000 θεωρείται το ειδικό βάρος του νερού). Υψηλό ειδικό βάρος σημαίνει πυκνά [[ούρα]] ή αλλιώς υπέρτονα (τιμές μεγαλύτερες από 1010) ενώ χαμηλό ειδικό βάρος σημαίνει αραιά ούρα ή αλλιώς υπότονα (με τιμές μικρότερες από 1010). Τυπικές αιτίες για πυκνά ούρα είναι ελαττωμένη λήψη υγρών, [[πυρετός]] (απώλειας νερού λόγω εφίδρωσης) και ιατρογενείς λόγοι, ενώ αραιά ούρα υποδεικνύουν (ενδεικτικά) [[νεφρικές νόσοι|νεφρικές νόσους]], [[υποθερμία]], αυξημένη λήψη υγρών, [[άποιος διαβήτης|άποιο διαβήτη]], [[υπερκαλιαιμία]]. Σήμερα από πολλούς επιστήμονες για τον έλεγχο της συμπυκνωτικής ικανότητας του νεφρού προτιμάται η μέτρηση της [[ωσμωτικότητα ούρων|ωσμωτικότητας]] που γίνεται με ειδικά όργανα τα ωσμώμετρα.
 
Ως [[αντίδραση ούρων]] νοείται η συγκέντρωση των ιόντων [[υδρογόνο|υδρογόνου]] [H<sup>+</sup>] που υπάρχουν στα ούρα. Όταν η συγκέντρωση [Η<sup>+</sup>] είναι λιγότερη από 10<sup>-7</sup> τότε η αντίδραση χαρακτηρίζεται ως όξινη, όταν είναι μεγαλύτερη από 10<sup>-7</sup> αλκαλική ή βασική και όταν είναι ίση με 10<sup>-7</sup> ουδέτερη.
Η συγκέντρωση των ιόντων υδρογόνου εκφράζεται με την τιμή '''[[pH]]''' η οποία ισούνται με: pH = -log([H+]). Ούρα με τιμή pH < 7 χαρακτηρίζονται ως '''όξινα''', pH = 7 '''ουδέτερα''', pH > 7 ως '''αλκαλικά'''. Η μέτρηση του pH είναι μία από τις βασικές παραμέτρους της γενικής εξέτασης ούρων. Η δίαιτα επηρεάζει σημαντικά τις τιμές του pH. Υπερβολικές τιμές pH είτε αλκαλικές είτε όξινες μπορούν αν εμφανιστούν ύστερα από τα βασικά γεύματα της ημέρας. Επιπλέον οι τιμές του pH επηρεάζονται από χημικές ουσίες και φάρμακα. Σε πολλές παθολογικές καταστάσεις οι τιμές pH μειώνονται (οξέωση μεταβολική ή αναπνευστική, διαβητική οξέωση, δηλητηρίαση με οινόπνευμα, ασιτία, βαριά διάρροια, εμπύρετα νοσήματα) ή αυξάνονται (αλκάλωση αναπνευστική ή μεταβολική, αλκάλωση λόγω λήψεως διουρητικών, πρωτοπαθής υπεραλδοστερινισμός, νόσος Cushing, ουρολοίμωξη με πρωτέα, σύνδρομο Falconi, απώλεια καλίου).
 
==Χημικοί χαρακτήρες==
# [[Χολερυθρίνη ούρων|Χολερυθρίνη]]
# [[Ουροχολινογόνο ούρων|Ουροχολινογόνο]]
Γραμμή 28 ⟶ 17 :
# [[Πρωτείνη ούρων|Πρωτεΐνη]]
# [[Γλυκόζη ούρων|Γλυκόζη]]
# [[Κετόνες ούρων|Κετόνες]]<br />
===Μικροσκοπικοί χαρακτήρες===
 
Η χολερυθρίνη αποτελεί προϊόν του καταβολισμού της [[αίμη|αίμης]]. Η αίμη ανευρίσκεται στην [[αίμα|αιμοσφαιρίνη]] (hemoglobin) στο εσωτερικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων, [[πρωτεΐνη]] υπεύθυνη για την ανταλλαγή αερίων στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Η χολερυθρίνη εκκρίνεται στην [[χολή]] και στα [[ούρα]] στα οποία τους προσδίδει το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα τους. Αυξημένες τιμές της προκαλούν το έντονο κίτρινο χρώμα που χαρακτηρίζει τους ασθενείς με ίκτερο. Φυσιολογικά, μια πολύ μικρή ποσότητα χολερυθρίνης αποβάλλεται με τα ούρα. Η χολερυθρίνη αυτή είναι η μόνη διαλυτή μορφή της χολερυθρίνης, η άμεση χολερυθρίνη. Στην περίπτωση, όμως, που υπάρχει βλάβη στο ήπαρ ή απόφραξη στις χοληφόρους οδούς, ποσότητα άμεσης χολερυθρίνης διαρρέει εκτός των ηπατοκυττάρων και μεταφέρεται στα ούρα, στα οποία προσδίδει ένα σκούρο κεχριμπαρένιο χρώμα, το οποίο χαρακτηρίζεται ως ικτερικό. Στις παθολογικές μεταβολές των τιμών της χολερυθρίνης περιλαμβάνονται για ελαφριά αύξηση των τιμών της χολερυθρίνης: στην περίπτωση αιμόλυσης ή καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων, στο Σύνδρομο του Gilbert, για μέτρια αύξηση: λόγω φαρμάκων (όπως ψυχοφαρμάκων, ορισμένων ορμονών και ενός μεγάλου φάσματος φαρμακευτικών ουσιών), [[ηπατίτιδα]], [[χημειοθεραπεία]], απόφραξη των χοληφόρων ουδών, για μεγάλη αύξηση των τιμών της χολερυθρίνης: νεογνική υπερχολερυθριναιμία, όγκοι ήπατος και χοληφόρων ουδών, κίρρωση, σύνδρομο Dubin-Johnson, σύνδρομο Crigler - Najjar, χοληδοχολιθίαση (χρόνια ή οξεία)
 
Το [[ουροχολινογόνο]] από χημικής απόψεως είναι μία άχρωμη χολοχρωστική, φυσικό προϊόν αποδόμησης της αιμοσφαιρίνης μέσω του μεταβολικού μονοπατιού παραγωγής της [[χολερυθρίνη ούρων|χολερυθρίνης]]. Σχηματίζεται στο [[έντερο]] από βακτηριδιακή δράση πάνω στην συζευγμένη (άμεση) [[χολερυθρίνη]] που απεκκρίνεται σε αυτό από την [[χολή]]. Τα μικρόβια του [[έντερο|εντέρου]] ανάγουν τη χολερυθρίνη σε μία σειρά άχρωμων ενώσεων, οι οποίες συνοπτικά είναι γνωστές ως ουροχολινογόνο. Οι ενώσεις αυτές στη συνέχεια οξειδώνονται προς ουροχολίνη.
Περίπου το μισό από το ουροχολονογόνο που σχηματίζεται στο έντερο απεκκρίνεται με τα κόπρανα ως κοπροχολινογόνο. Το υπόλοιπο μέρος του ουροχολινογόνου του εντέρου περνά στην κυκλοφορία του [[αίμα|αίματος]] από το σύστημα της πυλαίας φλέβας. Από αυτό ένα μέρος πηγαίνει στο [[ήπαρ]] και απεκκρίνεται στη χολή και από εκεί ξανά στο [[έντερο]] ενώ ένα μικρό μέρος εισέρχεται στα [[ούρα]] μέσω των [[Ουροποιητικό σύστημα|νεφρών]]. Το ουροχολινογόνο στα ούρα μετατρέπεται με αυτοξείδωση σε ουροχολίνη. Το ουροχολινογόνο και το κοπροχολινογόνο είναι άχρωμες ενώσεις, ενώ τα αντίστοιχα προϊόντα οξείδωσής τους ουροχολίνη και κοπροχολίνη είναι έγχρωμα και συμβάλλουν στο χρώμα των ούρων και των κοπράνων. Το ουροχολινογόνο φυσιολογικά δεν υπάρχει στα ούρα. Εμφανίζεται στα ούρα όταν υπάρχει ίκτερος που οφείλεται σε αιμολυτικές νόσους και ηπατικά προβλήματα όπως (αυξημένες ποσότητες) αποικισμός του [[λεπτό έντερο|λεπτού εντέρου]] από μικρόβια, κίρρωση, ερυθροποιητική πορφυρία, έντονα αλκαλικά ούρα, [[αιμολυτική αναιμία]], [[ηπατίτιδα]], λοιμώδης και τοξική, φλεβικές αναστομώσεις στο σύστημα της πυλαίας φλέβας, [[λοιμώδης μονοπυρήνωση]], [[ελονοσία]], παρατεταμένος χρόνος διάβασης του περιεχομένου του [[έντερο|εντέρου]] (ελαττωμένες ποσοτήτες) απουσία μικροβίων από το έντερο νεογέννητων παιδιών (δεν ανάγεται η χολερυθρίνη σε ουροχολινογόνο), χορήγηση αντιβιοτικών ευρέως φάσματος, τα οποία αναστέλλουν την ανάπτυξη των μικροβίων του εντέρου, χορήγηση προβενεκίδης, η οποία αναστέλλει την έκκριση των [[Ουροποιητικό σύστημα|εγγύς εσπειραμένων σωληναρίων]], απόφραξη των χοληφόρων οδών, [[ηπατίτιδα]] με χολόσταση, έντονα όξινα ούρα, γρήγορη διάβαση του περιεχομένου του [[έντερο|εντέρου]], ασιτία, η οποία ελαττώνει τον σχηματισμό της [[χολή]]ς, ελαττωμένη νεφρική λειτουργία.
 
Τα [[νιτρώδη ούρων]] είναι μέθοδος άμεσης παρατήρησης για τον προσδιορισμό [[Μικροοργανισμοί ούρων|μικροοργανισμών]] στα [[ούρα]]. Στα ούρα τα νιτρώδη εμφανίζονται όταν υπάρχουν σε αυτά μικροοργανισμοί, δηλαδή σε μία ουρολοίμωξη. Τότε οι μικροοργανισμοί μετατρέπουν τα νιτρώδη (NO<sub>2</sub><sup>-</sup>) σε νιτρικά (ΝΟ<sub>3</sub><sup>-</sup>) τα οποία και μπορούν να ανιχνευτούν με την χημική μέθοδο Griess. H μετατροπή αυτή γίνεται με την βοήθεια του ενζύμου της νιτρικής ρεδουκτάσης που υπάρχει π.χ. στο κολοβακτηρίδιο (Escherichia coli). Γενικά η μετατροπή των νιτρικών σε νιτρώδη γίνεται από αρνητικούς κατά Gram μικροοργανισμούς (όπως η E. coli). Αν λοιπόν υπάρχουν στα ούρα νιτρώδη τότε επιβάλλεται περαιτέρω έλεγχος για βακτηριουρία η οποία γίνεται με την μικροσκόπηση του ιζήματος των ούρων όπου αναζητούνται [[Μικροοργανισμοί ούρων|μικροοργανισμοί]], πυοσφαίρια κ.α.
 
Ο προσδιορισμός του [[ένζυμο|ενζύμου]] της [[Λευκοκυτταρική εστεράση|λευκοκυτταρικής εστεράσης]] (εστεράση των λευκοκυττάρων) χρησιμοποιείται για την ανίχνευση των [[Πυοσφαίρια ούρων|πυοσφαιρίων των ούρων]] δηλαδή των νεκρών λευκών αιμοσφαιρίων που ανιχνεύονται στα [[ούρα]], κατά κύριο λόγο σε λοιμώξεις του [[ουροποιητικό σύστημα|ουροποιητικού συστήματος]]. Η λευκοκυτταρική εστεράση βρίσκεται μέσα στα αζουρόφιλα κοκκία των κοκκιώδη λευκοκυττάρων δηλαδή των ουδετερόφιλων, ηωσινό¬φιλων και βασεόφιλων. Απουσιάζει δηλαδή από τα λεμφοκύτταρα. Ανιχνεύεται ακόμα και αν τα πυοσφαίρια καταστραφούν. Ο προσδιορισμός του ενζύμου, δηλαδή των πυοσφαιρίων με χημικό τρόπο, ξεκίνησε την δεκαετία του 1990 λόγω της αυξημένης ανάγκης για μείωση του κόστους των εργαστηριακών εξετάσεων και ταυτόχρονης μεγιστοποίησης της χρήσης αυτοματισμών για την παραγωγή και μεταφορά των εργαστηριακών πληροφοριών. Ο προσδιορισμός της μείωσε το σημαντικό εργατικό κόστος της μικροσκόπησης. Παράλληλα αποτέλεσε και ένα χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο αφού αρκετές φορές τα πυοσφαίρια καταστρέφονται και δεν είναι δυνατή η παρατήρησή τους στο μικροσκόπιο. Σε ένα φυσιολογικό άνθρωπο μπορεί να μετρηθούν στα ούρα του μέχρι 4 πυοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο ή 10/μL. Αύξηση τους προκαλείται σε διάφορες βακτηριακές φλεγμονές όπως κυστίτιδα, πυελονεφρίτιδα, αλλά και σε ειδικές φλεγμονές από τριχομονάδες, χλαμύδια και μυκοβακτήρια. Πυοσφαίρια όμως μπορεί να παρατηρηθούν και περιπτώσεις μη φλεγμονής όπως είναι η οξεία διάμεση νεφρίτιδα.
 
Τα [[Ερυθρά ούρων|ερυθρά αιμοσφαίρια στα ούρα]], ανευρίσκονται φυσιολογικά 0 - 2 κατά οπτικό πεδίο (κ.ο.π.) ή 3 - 12 ανά ml ή κατά Addis count 38.000 ανά ώρα στους άνδρες και 29.000 ανά ώρα στις γυναίκες. Τα ερυθροκύτταρα εμφανίζονται ως κύτταρα χωρίς πυρήνα με σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, μετρίως διαθλαστικά και με διάμετρο 7 μm περίπου. Όταν παρατηρηθούν από διαφορετικές γωνίες μπορεί να εμφανίζουν σχήμα κλεψύδρας ή να εμφανίζονται ως δίσκοι με ωχρό κέντρο αν παρατηρηθούν από πάνω. Ο αυξημένος αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων δηλώνει [[αιματουρία]]. Η αιματουρία μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις του ουροποιητικού αλλά και σε εκτός του [[Ουροποιητικό σύστημα|ουροποιητικού]] συστήματος νοσήματα. Η διαπίστωση της μεγάλης αιματουρίας γίνεται με μακροσκοπική εξέταση των ούρων, τα οποία έχουν όψη θολή και χροιά ερυθροφαιά. Η διαπίστωση της μικρής αιματουρίας γίνεται με μικροσκοπική εξέταση του ιζήματος ούρων που έχουν φυγοκεντρηθεί. Η παρουσία των ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα ανιχνεύεται με το ερυθρό χρώμα των ούρων (μόνο παρουσία μεγάλου αριθμού ερυθρών αιμοσφαιρίων), την θολερότητα των ούρων (αν τα ερυθρά αιμοσφαίρια προέρχονται από το νεφρό) ή τέλος το θετικό αποτέλεσμα της [[Αιμοσφαιρίνη ούρων|αιμοσφαιρίνη]]ς στη [[ταινία εξέτασης ούρων|ταινία των ούρων]].
 
Η [[αιμοσφαιρίνη ούρων]] μαζί με την [[μυοσφαιρίνη]] και τα [[ερυθρά ούρων|ερυθρά]] προσδιορίζεται στις βιοχημικές εξετάσεις της γενικής εξέτασης ούρων. Η [[αιμοσφαιρίνη]] είναι η βασική πρωτεΐνη του πρωτοπλάσματος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Αποστολή της είναι η ανταλλαγή αερίων δηλαδή η μεταφορά οξυγόνου από τους [[πνεύμονες]] στους ιστούς και [[διοξείδιο του άνθρακα|διοξειδίου του άνθρακα]] από τους ιστούς στους πνεύμονες. Έχει ερυθρό χρώμα και σε αυτό οφείλεται το ερυθρό χρώμα των ερυθρών αιμοσφαιρίων και του [[αίμα]]τος γενικότερα. Στα [[ούρα]] ο προσδιορισμός της [[αιματουρία]]ς είναι μία από τις βασικότερες εξετάσεις της γενικής εξέτασης ούρων. Η μεγάλη αύξηση της αιμοσφαιρίνης φαίνεται και με γυμνό μάτι αφού τα ούρα βάφονται ερυθρά. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται ως εμφανής ή μακροσκοπική αιματουρία. Αντιθέτως όταν η έκκριση αιμοσφαιρίνης είναι λίγη τότε τα ούρα δεν αλλάζουν το χρώμα (αφανής ή μικροσκοπική αιματουρία). Σήμερα προσδιορίζεται με ταινία ούρων με την μέθοδο της υπεροξειδάσης.
 
Πρωτεϊνουρία ή λευκωματουρία ονομάζεται η παρουσία πρωτεΐνης (λευκώματος) στα ούρα. Κλινική πρωτεϊνουρία ορίζεται η απέκκριση [[πρωτεΐνη|πρωτεΐνης]] που ξεπερνά τα 150 mg/dl ανά 24ωρο. Κατά κανόνα η πρωτεΐνη αυτή προέρχεται από την περιοχή του νεφρού και συγκεκριμένα από τους νεφρώνες. Το 50% των πρωτεϊνών που καταλήγει στα ούρα, κυρίως σε παθολογικές καταστάσεις, προέρχεται από το πλάσμα του αίματος. Συνίσταται δηλαδή από πρωτεΐνες, οι οποίες έχουν υποστεί διήθηση στο αγγειώδες σπείραμα (glomerulus) και έχουν διαφύγει από την επαναρρόφηση στο εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο (proximal tubule). Επειδή δε η αλβουμίνη αποτελεί την αφθονώτερη πρωτεΐνη στο πλάσμα, είναι λογικό να κυριαρχεί η παρουσία της και στα ούρα. Πρωτεΐνες εκκρίνονται όμως και από περιοχές των νεφρώνα μακρυά από το αγγειώδες σπείραμα. Τέτοια είναι η πρωτεΐνη Tamm-Horsfall, εκκριτικό προϊόν των κυττάρων του άπω εσπειραμένου σωληναρίου (distal tubule cells).
 
Η [[γλυκόζη ούρων]] αποτελεί ένα πολύτιμο μεταβολίτη και για αυτό δεν αποβάλλεται στα ούρα παρόλο που διηθείται από τους νεφρούς. Γρήγορα όμως επαναρροφάται από τα σωληνάρια του νεφρώνα. Η ύπαρξη [[γλυκόζη]]ς στα [[ούρα]] χαρακτηρίζεται ως γλυκοζουρία. Για να περάσει η [[γλυκόζη]] στα ούρα πρέπει τα επίπεδα της στο [[αίμα]] να είναι υψηλότερα από ένα όριο που ονομάζεται νεφρική ουδός απορρόφησης ή απέκκρισης της γλυκόζης και κυμαίνεται από 160 έως 180 mg/dL. Το όριο αυτό είναι διαφορετικό για κάθε άτομο. Η παροδική γλυκοζουρία μπορεί να εμφανίζεται μετά από γεύμα πλούσιο σε [[υδατάνθρακες]], σε έντονη συγκίνηση (θυμός, φόβος) και [[στρες]], κατά την [[κύηση]] ή σε αναισθησία, ενώ παθολογική γλυκοζουρία μπορεί να οφείλεται σε σακχαρώδη [[διαβήτης|διαβήτη]], σε λοιμώξεις, σε ορμονικές διαταραχές, σε βλάβη του [[ήπαρ|ήπατος]] (ανικανότητα μετατροπής γλυκόζης σε γλυκογόνο), σε παγκρεατικές νόσους (διαταραχή μεταβολισμού των υδατανθράκων) ή σε νεφρικές βλάβες (νεφρικός διαβήτης).
 
Οι [[κετόνες ούρων]] είναι μία από τις βιοχημικές παραμέτρους της γενικής εξέτασης ούρων και προσδιορίζεται μαζί με την γλυκόζη στους διαβητικούς ασθενείς. Οι κετόνες είναι οργανικές ενώσεις που προέρχονται από την καύση του λίπους στα [[μιτοχόνδρια]] του ήπατος και απελευθερώνονται στα ούρα και στο αίμα. Πρόκειται για τις οργανικές ενώσεις ακετοξεικό οξύ, β-υδροξυβουτυρικό οξύ και ακετόνη (ή οξόνη). Η παρουσία τους στα ούρα ονομάζεται κετονουρία και στο αίμα κετοναιμία. Είναι υπεύθυνες για την διαβητική κετοξέωση. Αίτια κετοοξέωσης και κετονουρίας είναι ο διαβήτης, νεφρική γλυκοζουρία, ασθένεια αποθήκευσης γλυκογόνου, λιμός, νηστεία, χαμηλή διατροφική πρόσληψη υδατανθράκων, ανορεξία, υπερθυρεοειδισμός, εγκυμοσύνη, γαλακτοπαραγωγή, ψύξη, δηλητηρίαση με τετραχλωράνθρακα και φώσφορο και νάρκωση με αιθέρα ή χλωροφόρμιο.
 
==Μικροσκοπικοί χαρακτήρες==
# [[Επιθηλιακά κύτταρα ούρων|Επιθηλιακά κύτταρα]]
# [[Πυοσφαίρια ούρων|Πυοσφαίρια]]
Γραμμή 60 ⟶ 29 :
# Λιπώδη σωμάτια
 
==Οι τιμές αναφοράς της γενικής εξέτασης ούρων==
[[Επιθηλιακά κύτταρα ούρων]] καλούνται τα κύτταρα του τοιχώματος διαφόρων οργάνων του σώματος που προσδιορίζονται στη γενική εξέταση ούρων. Αύξησή τους υπονοεί παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος π.χ. ουρολοιμώξεις. Τρία είδη επιθηλιακών κυττάρων μπορούν να βρεθούν στα ούρα: τα νεφρικά επιθηλιακά, τα μεταβατικά επιθηλιακά και τα πλακώδη επιθηλιακά. Πλακώδη επιθηλιακά κύτταρα 0 έως 2 κατά οπτικό πεδίο στο ίζημα φυγοκεντρημένων ούρων θεωρούνται φυσιολογικά.
{| class="wikitable"
 
|-
[[Πυοσφαίρια ούρων]] καλούνται τα νεκρά λευκά αιμοσφαίρια που μπορούν να βρεθούν στα ούρα και προσδιορίζονται στο ίζημα των ούρων κατά την γενική εξέταση ούρων. Φυσιολογικά στο ίζημα φυγοκεντρημένων ούρων ανευρίσκονται 0 - 4 πυοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο (κ.ο.π.). Στη μέτρηση ούρων 24ώρου με την μέθοδο Addis count η μέση αποβολή ανά ώρα στους άνδρες είναι 28.000 / ώρα και στις γυναίκες 108.000 / ώρα. Μέχρι πέντε πυοσφαίρια κατά οπτικό πεδίο (< 5 κ.ο.π.) θεωρείται φυσιολογικό. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτο αφού σε πολύ αραιά ούρα (τα αραιά ούρα έχουν [[Ειδικό βάρος ούρων|ειδικό βάρος]] μικρότερο του 1010) αριθμός πυοσφαιρίων 4 - 5 κατά οπτικό πεδίο μπορεί να υποδηλώνει παθολογικές μεταβολές στο [[Ουροποιητικό σύστημα|ουροποιητικό]]. Αντίθετα σε πολύ πυκνά ούρα (Ειδικό βάρος > 1035) αριθμός μέχρι και 8 πυοσφαιρίων κατά οπτικό πεδίο μπορεί να θεωρηθεί μη παθολογικός. Υπέρμετρη αύξηση του αριθμού των πυοσφαιρίων στα ούρα (> 100 κ.ο.π. ή συσσωρευμένα κατά σωρούς) παρατηρείται σε ουρολοιμώξεις, στη [[φυματίωση]], στη ουρολιθίαση, στη σπειραματοπάθεια, και στη διάμεση κυστίτιδα. Αυξημένος αριθμός πυοσφαίριων στα ούρα (> 5 κ.ο.π.) ονομάζεται πυουρία) και παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις νεφρικές παθήσεις και τις φλεγμονές του γεννητικο-ουροποιητικού συστήματος (ουρολοιμώξεις). Η πυουρία συνήθως συνοδεύεται από την παρουσία μικροβίων, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις πυουρίας χωρίς την παρουσία τους όπως στην φυματίωση του ουροποιητικού, στην λιθίαση του ουροποιητικού και στις συνεχόμενες επανορθωτικές επεξεργασίες του οργανισμού σε περιοχές λύσεως της συνέχειας των ιστών. Επιπλέον, κολπικό έκκριμα από το γεννητικό σύστημα της γυναίκας μπορεί να επιμολύνει ένα δείγμα ούρων με πυοσφαίρια. Τα πυοσφαίρια μπορούν να προέρχονται από οποιοδήποτε σημείο του [[Ουροποιητικό σύστημα|ουροποιητικού συστήματος]] και μόνο η συνοδεία μεγάλης [[Πρωτεϊνουρία|λευκωματουρίας]] (πρωτεΐνη ούρων) επιβεβαιώνει την νεφρική προέλευση της πυουρίας.
! Παράμετρος γενικής εξέτασης ούρων!! Φυσιολογικές τιμές
 
|-
Η ανίχνευση [[Ερυθρά ούρων|ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα]] θεωρείται φυσιολογική όταν ανευρίσκονται 0 - 2 κατά οπτικό πεδίο (κ.ο.π.) ή 3 - 12 ανά ml ή κατά Addis count 38.000 ανά ώρα στους άνδρες και 29.000 ανά ώρα στις γυναίκες. Τα ερυθροκύτταρα εμφανίζονται ως κύτταρα χωρίς πυρήνα με σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, μετρίως διαθλαστικά και με διάμετρο 7 μm περίπου. Όταν παρατηρηθούν από διαφορετικές γωνίες μπορεί να εμφανίζουν σχήμα κλεψύδρας ή να εμφανίζονται ως δίσκοι με ωχρό κέντρο αν παρατηρηθούν από πάνω. Ο αυξημένος αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων δηλώνει [[αιματουρία]]. Η αιματουρία μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις του ουροποιητικού αλλά και σε εκτός του [[Ουροποιητικό σύστημα|ουροποιητικού]] συστήματος νοσήματα. Η διαπίστωση της μεγάλης αιματουρίας γίνεται με μακροσκοπική εξέταση των ούρων, τα οποία έχουν όψη θολή και χροιά ερυθροφαιά. Η διαπίστωση της μικρής αιματουρίας γίνεται με μικροσκοπική εξέταση του ιζήματος ούρων που έχουν φυγοκεντρηθεί.
| Όψη|| Διαυγής
 
|-
Οι [[μικροοργανισμοί ούρων]], δηλαδή τα μικρόβια που ανιχνεύονται κατά την γενική εξέταση ούρων και κατά την [[καλλιέργεια ούρων|καλλιέργεια των ούρων]] είναι υπεύθυνα για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος που αποτελούν τις συχνότερες λοιμώξεις του ανθρώπου. Οι ουρολοιμώξεις θεωρούνται υπεύθυνες για το 40% των νοσοκομειακών λοιμώξεων και για το 30% των νοσοκομειακών βακτηριαιμιών. Το 10-40% των ενήλικων γυναικών αναφέρουν στο ιστορικό τους ένα τουλάχιστον επεισόδιο ουρολοίμωξης. Για προγνωστικούς και θεραπευτικούς λόγους διακρίνονται σε λοιμώξεις ανώτερου και κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Στις λοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού περιλαμβάνονται η πυελονεφρίτιδα, η νεκρωτική θηλίτιδα και το ενδονεφρικό απόστημα. Στις λοιμώξεις του κατώτερου [[Ουροποιητικό σύστημα|ουροποιητικού]] περιλαμβάνονται η κυστίτιδα, το ουρηθρικό σύνδρομο στις γυναίκες, η ουρηθρίτιδα και η προστατίτιδα στους άνδρες. Η παρουσία των μικροοργανισμών ανιχνεύεται επιπλέον και από την θόλωση των ούρων, από την παρουσία [[πυοσφαίρια ούρων|πυοσφαιρίων]] στο ίζημα και από τα θετικά αποτελέσματα της λευκοκυτταρικής εστεράσης και των νιτρικών στη ταινία των ούρων.
| Χροιά||Ωχροκίτρινη - κίτρινη
|-
| Οσμή|| Ιδιάζουσα
|-
| Αντίδραση (pH) || Όξινη (5,5 - 6)
|-
| Ίζημα|| Όχι
|-
| Ειδικό βάρος || 1,015 – 1,025
|-
| Λευκοκυτταρική εστεράση|| Αρνητικό
|-
| Νιτρώδη || Αρνητικό
|-
| Πρωτεΐνη || Αρνητικό ή ίχνη (< 30 mg/dl)
|-
| Γλυκόζη || Αρνητικό
|-
| Κετόνες || Αρνητικό
|-
| Αιμοσφαιρίνη || Αρνητικό
|-
| Χολερυθρίνη || Αρνητικό
|-
| Ουροχολινογόνο ||Αρνητικό ή ίχνη (< 0,2 EU/dl ή <1 mg/dl)
|-
| Επιθηλιακά κύτταρα ||0 – 4 κ.ο.π.
|-
| Ερυθρά αιμοσφαίρια || 0 – 4 κ.o.π.
|-
| Πυοσφαίρια|| 0 – 4 κ.ο.π.
|-
| Κύλινδροι || 0 – 2 υαλώδεις
|-
| Μικρόβια – μύκητες || Ουδέν
|-
| Κρύσταλλοι || Oυδέν παθολογικός κρύσταλλος
|-
| Άμορφα άλατα || Λίγα
|-
| Βλέννη || Ουδέν, Ολίγη
|-
| Λιπώδη σωμάτια || Ουδέν
|}
 
==Η ιατρική αξία των παραμέτρων της γενικής εξέτασης ούρων==
Οι [[κύλινδροι ούρων]] είναι κυλινδρικά σωμάτια με παράλληλες πλευρές που σχηματίζονται από [[πρωτεΐνες]] που καθιζάνουν μέσα στον αυλό των νεφρικών σωληναρίων από όπου παίρνουν και το σχήμα τους. Έτσι οι κύλινδροι αποτελούν το εκμαγείο των ουροφόρων σωληναρίων μέσα στον αυλό των οποίων σχηματίζονται. Στα φυσιολογικά [[ούρα]] απαντώνται σε περιπτώσεις έντονης μυϊκής κόπωσης και γήρατος. Η παρουσία αυξημένων αριθμών οποιουδήποτε είδους κυλίνδρου στα ούρα (κυλινδρουρία) συνοδεύεται συνήθως από [[Πρωτείνη ούρων|πρωτεϊνουρία]] και υποδηλώνει την ύπαρξη νεφρικής πάθησης. Έτσι οι κύλινδροι αποτελούν ένα πολύτιμο βοήθημα στη διαφορική διάγνωση νεφρικών παθήσεων από τις παθήσεις του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Τα είδη κυλίνδρων που σχηματίζονται μπορεί να είναι: ''υαλώδεις'' (συνήθως υποδηλώνουν την πιο μικρή βλάβη των νεφρικών σωληναρίων και μπορεί να βρεθούν σε μικρούς αριθμούς σε φυσιολογικά άτομα μετά από έντονη άσκηση, πυρετό και ορθοστατική πρωτεϊνουρία. Μπορεί επίσης να βρεθούν σε οξεία σπειραματονεφρίτιδα, οξεία πυελονεφρίτιδα, χρόνια νεφρική πάθηση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, διαβητική νεφροπάθεια, [[φλεγμονή]], κακοήθης υπέρταση, Shock), ''ερυθρών αιμοσφαιρίων (ή αιμορραγικοί)'' (εμφανίζονται σε [[αιματουρία|αιματουρίες]] και υποδηλώνουν βλάβη στα τριχοειδή του αγγειώδους σπειράματος ή ρήξη του τοιχώματος των νεφρικών σωληναρίων, παρατηρούνται συχνά στην οξεία σπειραματονεφρίτιδα, οξεία [[φλεγμονή]], συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, νόσους του κολλαγόνου, νεφρική εμβολή με αιματικό θρόμβο, οζώδη πολυαρτηρίτιδα, έμφρακτο του αγγειώδους σπειράματος (υποξεία μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, δρεπανοκυτταρική [[αναιμία]], θρομβοπενική πορφύρα, αγγειακές παθήσεις, [[σκορβούτο]])), ''λευκών αιμοσφαιρίων ή πυώδεις'' (σπειραματονεφρίτιδα, πυελονεφρίτιδα (οξεία και χρόνια), νεφρωτικό σύνδρομο, πυογενή λοίμωξη), ''επιθηλιακοί κύλινδροι'' (οξεία σωληναριακή νέκρωση (βαριά δηλητηρίαση με μέταλλα), αμυλοείδωση, οξεία απόρριψη νεφρικού μοσχεύματος, προχωρημένο στάδιο σπειραματονεφρίτιδας, πυελονεφρίτιδα, εκλαμψία, κακοήθης νεφροσκλήρωση, οξεία απόρριψη νεφρικού μοσχεύματος, οξεία ή χρόνια νεφρική πάθηση, χρόνια δηλητηρίαση με [[μόλυβδος|μόλυβδο]], πυελονεφρίτιδα, παθήσεις από [[ιοί|ιούς]], συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ορθοστατική [[Πρωτείνη ούρων|πρωτεϊνουρία]]), ''λιπώδεις'' (νεφρωτικό σύνδρομο, στο σακχαρώδη [[διαβήτης|διαβήτη]] και σε χρόνια νεφρική πάθηση), ''μικροβιακοί κύλινδροι'' , ''κύλινδροι νεφρικής ανεπάρκειας ή φαρδείς κύλινδροι'' (προχωρημένο στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας, ενδεικτικοί βαριάς πρόγνωσης), ''κυλινδροειδή'' (υποδηλώνουν ελαφρό ερεθισμό του νεφρού) και ''κύλινδροι που περιέχουν κρυστάλλους'' (π.χ. οξαλικού ασβεστίου, ουρικού οξέος κ.α.)
Εφόσον η λήψη του δείγματος ούρων γίνει σύμφωνα με το πρωτόκολλο (πρώτα πρωινά ούρα μέσης ούρησης) τότε οι παρεκκλίσεις από τις φυσιολογικές τιμές οδηγούν σε μία σειρά από παθολογικές καταστάσεις που ξεπερνούν το ουροποιητικό σύστημα. Στον ακόλουθο πίνακα φαίνονται οι παθολογικές καταστάσεις που σηματοδοτούν συγκεκριμένες παρεκκλίσεις από τις φυσιολογικές τιμές των παραμέτρων της γενικής εξέτασης ούρων.
 
{| class="wikitable"
Οι [[κρύσταλλοι ούρων]] ανήκουν στα έμμορφα στοιχεία που παρατηρούνται στο ίζημα των ούρων. Οι κρύσταλλοι είναι ανόργανες ουσίες, κάποιους από τους οποίους μπορεί να υπάρχουν φυσιολογικά στα ούρα. Σχηματίζονται στα ούρα, λίγο μετά την ούρηση από την ένωση των ανόργανων ουσιών που τα αποτελούν όταν τα ούρα έχουν κρυώσει. Για τους περισσότερους από αυτούς η παρουσία τους έχει πολύ μικρή διαγνωστική σημασία. Η αφθονία τους, ιδιαίτερα αν αυτή συνδυάζεται με τη μη λήψη άφθονης ποσότητας [[νερό|νερού]] μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό λίθων στα νεφρά με πιθανή την εμφάνιση κωλικού. Το είδος των [[Κρύσταλλοι|κρυστάλλων]] που παρατηρούνται κατά τη μικροσκοπική εξέταση των ούρων, εξαρτάται από το [[pH]] των ούρων. Η παρουσία λευκωματίνης στο δείγμα των ούρων συχνά παρεμβαίνει στη διαδικασία σχηματισμού των κρυστάλλων. Διαφορετικοί κρύσταλλοι εμφανίζονται σε όξινα (pH < 7) και αλκαλικά ούρα (pH > 7).
|-
! Παράμετρος γενικής εξέτασης ούρων!! Φυσιολογικές τιμές
|-
| Όψη|| Ουρολοίμωξη, Ουρολιθίαση, Αιματουρία κ.α.
|-
| Χροιά||Ίκτερος, Αιματουρία κ.α.
|-
| Οσμή|| Ουρολοίμωξη
|-
| Αντίδραση (pH) || Ουρολοίμωξη
|-
| Ίζημα||Ουρολοίμωξη, Ουρολιθίαση
|-
| Ειδικό βάρος || Νεφρική νόσος
|-
| Λευκοκυτταρική εστεράση|| Ουρολοίμωξη
|-
| Νιτρώδη || Ουρολοίμωξη
|-
| Πρωτεΐνη || Νεφρική νόσος
|-
| Γλυκόζη || Διαβήτης
|-
| Κετόνες || Διαβήτης, Ασιτία
|-
| Αιμοσφαιρίνη || Αιματουρία
|-
| Χολερυθρίνη || Αποφρακτικός ίκτερος
|-
| Ουροχολινογόνο ||Αιμολυτικός ίκτερος
|-
| Επιθηλιακά κύτταρα ||Ουρολοίμωξη
|-
| Ερυθρά αιμοσφαίρια ||Αιματουρία
|-
| Πυοσφαίρια|| Νεφρική νόσος, Ουρολοίμωξη
|-
| Κύλινδροι ||Νεφρική νόσος
|-
| Μικρόβια – μύκητες || Ουρολοίμωξη
|-
| Κρύσταλλοι || Ουδέν, Ουρολιθίαση
|-
| Άμορφα άλατα || Ουδέν, Ουρολιθίαση
|-
| Βλέννη || Ουρολοίμωξη
|-
| Λιπώδη σωμάτια || Νεφρική νόσος
|}
 
==Ιστορία της γενικής εξέτασης ούρων==
Η παρουσία και το είδος των [[Άμορφα άλατα ούρων|άμορφων αλάτων ούρων]] μας κατατοπίζουν για το είδος των λίθων που υπάρχουν στο [[ουροποιητικό σύστημα]] ή πρόκειται να σχηματιστούν. Αν τα ούρα είναι όξινα τότε τα άλατα είναι ουρικά άλατα, αν τα ούρα είναι αλκαλικά τότε είναι φωσφορικά άλατα. Tα άμορφα άλατα δεν μετρώνται επακριβώς όπως άλλα έμμορφα στοιχεία των ούρων ([[πυοσφαίρια ούρων|πυοσφαίρια]], [[ερυθρά ούρων|ερυθρά]], [[επιθηλιακά κύτταρα ούρων|επιθηλιακά κύτταρα]], [[κύλινδροι ούρων|κύλινδροι]]) αλλά εκτιμώνται εμπειρικά. Ανάλογα με την έκταση του οπτικού πεδίου που περιλαμβάνουν στην απάντηση αναγράφεται εμπειρικά η ποσότητα "λίγα", "αρκετά", "πολλά" και "άφθονα".
Η σύγχρονη γενική εξέταση ούρων, δηλαδή η εκτέλεση όλων των παραμέτρων (φυσικές, χημικές, μικροσκοπικές) ξεκίνησε ουσιαστικά στις αρχές του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε είχαν ανακαλυφθεί όλες οι σχετικές παράμετροι αλλά και όλες οι μέθοδοι προσδιορισμού τους. Μέχρι τότε η γενική εξέταση ούρων ονομάζονταν ουροσκοπία μια που μέχρι την ανακάλυψη του μικροσκοπίου 16ος αιώνας μόνο μακροσκοπικά μπορούσαν να μελετηθούν τα ούρα. Περιορισμένες χημικές αναλύσεις (βρασμός ούρων) γίνονταν όμως από τον μεσαίωνα. Η ουροσκοπία, δηλαδή η επισκόπηση των ούρων, ξεκίνησε με την αρχαιότητα, ουσιαστικά με την έναρξη της επιστήμης της ιατρικής. Εξελίχτηκε κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα από Βυζαντινούς, Άραβες και Ιταλούς ιατρούς και αποτέλεσε ένα χρησιμότατο διαγνωστικό εργαλείο.
Στο απόγειο της εξέλιξης της ουροσκοπίας στη Δύση (Σχολή του Σαλέρνο, Ιταλία) οι ουροσκόποι ιατροί επινόησαν και εξέλιξαν τον λεγόμενο ουροσκοπικό τροχό. Επρόκειτο για ένα στρογγυλό διάγραμμα όπου περιέχονταν στις άκρες του διάφορες μορφές ούρων (διαυγή, θολά, κίτρινα, αιματηρά κ.α.). Με την χρήση οδηγιών που υπήρχαν (στα λατινικά) μέσα στο διάγραμμα οι ουροσκόποι καθοδηγούνταν βάσει καθορισμένης κλείδας στη διάγνωση παθήσεων του ουροποιητικού, κατά βάση, συστήματος.
Μετά το τέλος του Μεσαίωνα όμως η ουροσκοπία παρέπεσε στο επίπεδο του τσαρλατανισμού και έχασε σταδιακά την επιστημονική της σημασία.
[[Αρχείο:Konstantinderafrikaner.jpg|200 pxx|thumb|Ασθενείς επιδεικνύουν τα ούρα τους στο Αναγεννησιακό ιατρό Κωσταντίνο τον Αφρικανό]]
[[Αρχείο: Uros_Rad.jpg|200 pxx|left|thumb|Ουροσκοπικός τροχός]]
 
===Ο δρόμος προς τη σύγχρονη «γενική εξέταση των ούρων»===
Τα νήματα [[βλέννη ούρων|βλέννης ούρων]] είναι ένα συχνό εύρημα στα [[ούρα]] όταν αυτά εξετάζονται στο εργαστήριο. Για να τα δούμε θα πρέπει τα ούρα να φυγοκεντρηθούν και να μικροσκοπηθεί το ίζημα είτε με απλό [[μικροσκόπιο]] είτε με μικροσκόπιο αντίθετης φάσης. Έχει αποδειχθεί ότι ένα μέρος της βλέννης προέρχεται από το [[ουροποιητικό σύστημα]] αφού έχει βρεθεί σε αυτή η [[Πρωτεϊνουρία|πρωτεΐνη]] Tamm-Horsfall συστατικό των [[Επιθηλιακά κύτταρα ούρων|επιθηλιακών κυττάρων]] του ουροποιητικού συστήματος και βασικό συστατικό των κυλίνδρων που παρατηρούνται στα ούρα σε παθολογικές καταστάσεις. Η υπόλοιπη προέρχεται από το γεννητικό σύστημα και ιδιαίτερα από το κολπικό επιθήλιο των γυναικών. Στον άνδρα η παρουσία ινιδίων βλέννης συνδέεται με την χρόνια [[προστατίτιδα]], την κυστίτιδα (λοίμωξη της ουροδόχου κύστης) καθώς και με την οπίσθια ουρηθρίτιδα. Στη γυναίκα η βλέννη των ούρων συνδέεται με την κυστίτιδα αφού η [[Ουροποιητικό σύστημα#Ουροδόχος κύστη|ουροδόχος κύστη]] της μπορεί να μολυνθεί «εύκολα» από τη χλωρίδα του [[Κόλπος (ανατομία)|κόλπου]] και του προδόμου. Βασικό σύμπτωμα της κυστίτιδας είναι η έκκριση μεγαλύτερης ποσότητας κολπικού υγρού. Επιπλέον τα ούρα μπορεί να είναι θολά ή/και αιματηρά και σε χρόνιες ιδίως καταστάσεις περιέχουν πολλά ινίδια ή νεφελώματα βλέννης. Η μικροσκόπηση των ούρων θα δείξει άφθονα [[Πυοσφαίρια ούρων|πυοσφαίρια]] και ίσως και ερυθρά αιμοσφαίρια, άφθονη βλέννη και πολλούς μικροοργανισμούς.
====16 - 18<sup>ος</sup> αιώνας====
Ήδη από τον 16ο αιώνα η αρχαία και μεσαιωνική ιατρική είχε αρχίσει να αμφισβητείται έντονα από την κοινή γνώμη της εποχής. Το βιβλίο του Thomas Willis «Διατριβή περί ούρων» θα προσεγγίσει για πρώτη φορά επιστημονικά την ανάλυση των ούρων. Με το βιβλίο αυτό η ιατρική αρχίζει να αξιοποιεί σταδιακά τα αποτελέσματα χημικών αναλύσεων. Ο ιατρός ονομάζεται έτσι «ιατροχημικός».
Οι πρώτοι «ιατροχημικοί» ήταν οι Boyle και Jan Baptista van Helmont (1579 – 1644) οι οποίοι πραγματοποίησαν ακριβείς μετρήσεις για το ειδικό βάρος των ούρων. Οι δύο επιστήμονες σύγκριναν το ειδικό βάρος δειγμάτων ούρων με ίσου βάρους βρόχινο νερό (νερού δηλαδή λίγο ως πολύ αποσταγμένου).
Το 1694 ο Fredericus Dekkers (1628 – 1720), καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Leyden, θα ανακαλύψει ότι η θολερότητα που εμφανίζεται στα ούρα μετά την θέρμανση τους (μέθοδος ανίχνευσης πρωτεΐνης στα ούρα, γνωστή από το Βυζάντιο) οφείλεται στην αλβουμίνη. Ο Dekkers παρατήρησε ότι η θολερότητα οφείλεται πραγματικά στην αλβουμίνη των ούρων μόνο όταν αυτή δεν διαλύεται με οξικό οξύ. Η μέθοδός του («βρασμός ούρων με οξικό οξύ») εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα.<br />
Το 1790 o Fourcoy ανακάλυψε το εναμμώνιο φωσφορικό μαγνήσιο και το 1797 ο William Cruikshank παρατήρησε επίσης ότι κάποια ούρα όταν θερμαίνονται πήζουν. <br />
Το 1776 ο Άγγλος ιατρός Matthew Dobson (1713 – 1784) παρατήρησε ότι τα διαβητικά ούρα υφίστανται ζύμωση και το υπόλειμμα που μένει έχει γεύση καμένης ζάχαρης. Λίγο αργότερα o Francis Home (1719 – 1813) βασιζόμενος στη παρατήρηση του Dobson επινόησε μία δοκιμασία ανίχνευσης σακχάρων στα ούρα η οποία βασίζονταν στη ζύμωσή τους από επιλεγμένη ζύμη. Η γλυκόζη και η φρουκτόζη όταν ζυμώνονται τους 37 oC παράγουν αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα. Η παραγωγή των φυσαλίδων του διοξειδίου του άνθρακα ήταν ενδεικτική της παρουσίας σακχάρων στα ούρα. Η μέθοδος του Home συνέχισε να εφαρμόζεται μέχρι και το 1960, αν και τα σχετικά εγχειρίδια πάντοτε ανέφεραν ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος λάθους.<br />
Την ίδια εποχή ανακαλύπτονται το ουρικό οξύ από τον Carl Scheele, το 1770, και η ουρία από τους Roulle και William Cruikshank, το 1773. Ο William Hyde Wollaston (1766 – 1828) ανακαλύπτει τους κρυστάλλους του ουρικού οξέος, του ασβεστίου, της κυστίνης και τα αμμωνιακά άλατα.
====19ος αιώνας====
Ο 19ος αιώνας ξεκινά με μεγάλες ανακαλύψεις στον τομέα της φυσιολογίας και ανατομίας των νεφρών. Η λειτουργία των νεφρών, δηλαδή η διήθηση του αίματος, θεμελιώνεται με τις εργασίες των William Bowman και Carl Ludging το 1842 και 1844 αντίστοιχα.
Τη δεκαετία του 1840 καθιερώνεται η μικροσκόπηση του ιζήματος των ούρων. Σταθμός αποτέλεσε το σχετικό βιβλίο του Golding Bird το 1844, όπου περιγράφει τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα πυοσφαίρια και τους κρυστάλλους στο ίζημα των ούρων. Η ύπαρξη των κυλίνδρων θα γνωστοποιηθεί από τους Hermann Nasse (1807 – 1892) και Gustan Henle (1809 – 1885) το 1843. Οι δύο επιστήμονες θα περιγράψουν και τον τρόπο σχηματισμού τους στα ουροποιητικά σωληνάρια. Η έκδοση του «Άτλαντα του Ιζήματος των Ούρων» από τους Reider και Delepine το 1899 συγκέντρωσε όλη την τότε γνώση.<br />
Το 19ο αιώνα διατυπώνεται η μικροβιακή θεωρία από τον Louis Paster (1822 – 1895) και επινοούνται σταδιακά οι τεχνικές καλλιέργειας μικροβίων από τους Robert Wilhelm von Bunsen, το αυτόκαυστο από τον Charles Chemberland και οι δίσκοι καλλιέργειας από τον Julius Petri. Καθιερώνονται σταδιακά η αναζήτηση μικροβίων στο ίζημα των ούρων και η καλλιέργειά τους.<br />
Ο αιώνας αυτός είχε σημαντικές εξελίξεις στην ανίχνευση των πρωτεϊνών στα ούρα. Το 1827 ο Richard Bright (1789 – 1858) ερμηνεύει την πρωτεϊνουρία και αιματουρία. Είκοσι χρόνια αργότερα ο Henry Bence Jones (1814 – 1873) περιέγραψε την ομώνυμη πρωτεϊνουρία, σύμφωνα με την οποία τα ούρα καθιζάνουν στους 70<sup>ο</sup> C, διαλύονται σε μεγαλύτερη θερμοκρασία για να ξαναδιαλυθούν όταν ξανακρυώσουν. Η συσχέτιση της πρωτεΐνης αυτής με τις ελαφριές αλυσίδες των αντισωμάτων θα γίνει πολύ αργότερα, το 1974 από τον Γερμανό βιολόγο Robert Huber. To 1874 o Γάλλος ιατρός Georges Esbach επινόησε την ομώνυμη ημιποσοτική μέθοδο για τον προσδιορισμό της πρωτεΐνης στα ούρα. Η μέθοδός του εφαρμόζονταν μέχρι πρόσφατα πριν αντικατασταθεί από τις ταινίες ούρων.<br />
Το 1815 ο Γάλλος χημικός Michel Chevrel (1786 – 1889) ανακάλυψε ότι το σάκχαρο στα διαβητικά ούρα ήταν η γλυκόζη. Η πρώτη δοκιμασία ανίχνευσης της γλυκόζης στα ούρα επινοήθηκε από τον Karl Trommer (1806 - 1879) το 1841. Ο Trommer πρότεινε τη θέρμανση των ούρων παρουσία αλκαλικού διαλύματος θειικού χαλκού. Παρουσία γλυκόζης τα ούρα χρωματίζονταν πράσινα, ενώ παράλληλα έπεφτε ίζημα οξειδίου του χαλκού. Η μέθοδος εξελίχθηκε από τον Herman von Fehling (1812 – 1885) ο οποίος το 1848 πρόσθεσε στο διάλυμα του Trommer τρυγικό οξύ για να συγκρατούνται καλύτερα τα ιόντα του χαλκού στο διάλυμα τους. <br />
Παράλληλα εμφανίστηκαν και οι μέθοδοι ανίχνευσης των κετονικών σωμάτων. Το 1857 ο Wilheim Petters ανακάλυψε ότι η ακετόνη μπορεί να εξαχθεί από τα ούρα. Ο Γερμανός παιδίατρος Carl Gerhardt (1833 – 1902) επινόησε μέθοδο ανίχνευσης του ακετοξεικού οξέος στα ούρα. Στη μέθοδό του το ακετοξικό οξύ εξάγεται από την ακετόνη και δίνει μωβ χρώμα όταν έρχεται σε επαφή με χλωριούχο σίδηρο 10%.
Η πρώτη δοκιμασία ανίχνευσης της χολερυθρίνης προήλθε από το Γάλλο γιατρό Alponso Dumontpaller (1826 – 1898). Ο Dumontpaller πρόσθετε βάμμα ιωδίου ως οξειδωτικού στα ούρα και στην περίπτωση που υπήρχε χολερυθρίνη σχηματίζονταν (στα ούρα) ένας πράσινος δακτύλιος. Το 1884 ο Γερμανός βακτηριολόγος Paul Ehrilch (1854 – 1915) χρησιμοποίησε τη γνωστή αντίδραση διαζώτωσης η οποία σε θετικό αποτέλεσμα παράγει ερυθρά αζωχολερυθρίνη.<br />
Ο Paul Ehrlich το 1883 θα προτείνει την ομώνυμη πρώτη μέθοδο για την ανίχνευση του ουροχολινογόνου στα ούρα. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα βασίζεται στην προσθήκη παραδιμεθυλοαμινοβαζενδεύδης στα ούρα και την παραγωγή λαμπερού κόκκινο χρώματος. Ο Βιεννέζος γιατρός Wilheim Schlesinger το 1869 πρότεινε μία μέθοδο ανίχνευσης της ουροχολίνης βασιζόμενη στο πράσινο φθορισμό που παράγεται από την προσθήκη οξικού ψευδαργύρου με αλκοόλη στα ούρα.
====20<sup>ος</sup> αιώνας====
Το 1914 οι J Cruikhank και J Moyes χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά στα ούρα μέθοδο ανίχνευσης των νιτρωδών αλάτων που παράγονται από μικρόβια της ουροδόχου κύστεως. Η μέθοδος είχε επινοηθεί προηγουμένως από τους Johann Griess και Ilosvay Lajos. H μέθοδος που χρησιμοποιείται σήμερα στις ταινίες ούρων καλείται μέθοδος Griess, και βασίζεται στη διαζωαντίδραση.<br />
Το 1908 ο Cecil Hamil Rothera (1880 – 1915) επινόησε την ομώνυμη μέθοδο ανίχνευσης ακετόνης και ακετοξεικού οξέος με νιτροπρωσσικό οξύ. Αργότερα, το 1917, ο Donald Van Slyke επινόησε μεθόδους για την ανίχνευση κάθε κετονικού σώματος χωριστά. Οι μέθοδοί του επειδή ήταν χρονοβόρες και απαιτητικές γρήγορα εγκαταλείφθηκαν. Το 1946 οι RM Dumm και RA Shipley επινόησαν μέθοδο ξηράς χημείας που βασίζεται στο νιτροπρωσικό οξύ για την ανίχνευση των κετονικών σωμάτων.<br />
H μέτρηση της οξύτητας των ούρων ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Otto Folin. Ο Follin επινόησε μέθοδο τιτλοδότησης για τη μέτρηση του pH το 1904. Οι πρώτες αυτές μέθοδοι βασίζονταν στην προσθήκη υγρού δείκτη pH μέσα στα ούρα (κυρίως μπλε του μεθυλίου). Το 1925 ο AB Hastings ανάπτυξε παρόμοια μέθοδο μέσα σε τριχοειδή σωληνάρια, ενώ το 1934 ο Arnold Beckman ανέπτυξε το πεχάμετρο.<br />
Το 1903 ο Νεοϋρκέζος γιατρός George de Santos (1876 – 1911) περιέγραψε τη μέθοδο προσδιορισμού του ειδικού βάρους των ούρων χρησιμοποιώντας υγρόμετρο (σημερινό ουρινόμετρο). Η μέτρηση όμως του ειδικού βάρους των ούρων ως απαραίτητη παράμετρος της γενικής εξέτασης ούρων, καθιερώθηκε αργότερα από τον Arthur Fishberg το 1930. Οι βάσεις των σύγχρονων μεθόδων μέτρησης του ειδικού βάρους των ούρων και γενικότερα της συμπυκνωτικής ικανότητας του νεφρού με συσκευές μέτρησης του δείκτη διάθλασης θα τεθούν τη δεκαετία του 1930.<br />
Η ποσοτική μέθοδος μέτρησης έμμορφων στοιχείων στα ούρα προτάθηκε από τον T. Addis το 1925.<br />
Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 1950, στα εργαστήρια της εταιρείας Bayer θα ανακαλυφθεί μέθοδος ανίχνευσης των πυοσφαιρίων στα ούρα. Βασίζονταν στην αντίδραση εστεράσης των πολυμορφοπύρηνων χρησιμοποιώντας διαζωαντίδραση.
Και φτάνουμε στις σύγχρονες ταινίες των ούρων. Η κατασκευή τους βασίστηκε στις εργασίες των Άγγλων Archer Martin (1910 – 2002) και Richard Synge (1914 – 1994) οι οποίοι, το 1941, ανέπτυξαν μέθοδο χρωματογραφίας χάρτου για την ανίχνευση διαφόρων χημικών ουσιών. Οι πρώτες εμπορικά διαθέσιμες ταινίες ούρων κυκλοφόρησαν στο εμπόριο το 1941 από την εταιρεία Miles laboratories υπό τον Dr. Walter Ames Crompton. Oι πρώτες ταινίες άλλωστε έφεραν το όνομά του «ταινίες Ames».
 
==Βιβλιογραφία==
Γραμμή 81 ⟶ 173 :
# Καρκαλούσος Π. Τεχνικές Μικροσκόπησης ούρων, Έκδοση ΤΕΙ Αθηνών 2006.
# Καρκαλούσος Π. Η χημεία των ταχυδιαγνωστικών ταινιών ούρων. Έκδοση ΤΕΙ Αθηνών, Τμήμα Ιατρικών Εργαστηρίων 2008.
# Murphy, The art of uroscopy, Med J 1967; 2: 879 – 876.
# Diamandopoulos A, Goudas P, The ancient and Byzantine contribution towards the evolution of laboratory examinations – part I, CCLM, 2003; 41: 963-969.
# nstitute of Biomedical Science, From Matula to Mass Spectrometry, 2005.
 
==Χρήσιμοι σύνδεσμοι==
# http://en.wikipedia.org/wiki/Uroscopy
# http://en.wikipedia.org/wiki/Urinalysis
# http://en.wikipedia.org/wiki/Urine_test_strip
# http://en.wikipedia.org/wiki/White_blood_cell
# http://en.wikipedia.org/wiki/Nitrite
# http://en.wikipedia.org/wiki/Hematuria
# http://en.wikipedia.org/wiki/Glucosuria
# http://en.wikipedia.org/wiki/Ketone_bodies
# http://en.wikipedia.org/wiki/Bilirubin
# http://en.wikipedia.org/wiki/Proteinuria
# http://en.wikipedia.org/wiki/Albuminuria
# http://en.wikipedia.org/wiki/Microalbuminuria
# http://en.wikipedia.org/wiki/PH
# http://en.wikipedia.org/wiki/Ehrlich_unit#Ehrlich_unit
# http://en.wikipedia.org/wiki/Urine_specific_gravity
# http://www.faqs.org/health/bios/10/Rufus-of-Ephesus.html
{{αποποίηση ιατρικά}}
[[Κατηγορία:ΥγειονομικέςΙατρικές διαγνωστικές εξετάσεις]]
 
[[ar:تحليل البول]]