Βαλεντίν Σερόφ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
DIMSFIKAS (συζήτηση | συνεισφορές)
DIMSFIKAS (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 12:
Στην πρώτη φάση της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας, ο Σερόφ επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε ειδυλλιακά πορτρέτα νεαρών κοριτσιών, όπως το περίφημο «Το κορίτσι με τα ροδάκινα» (1887, Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα), που εμφανίζουν τα πρώτα στοιχεία ενός πρώιμου ρωσικού εμπρεσιονισμού. Από το 1890 και εφεξής, η προσωπογραφία έγινε η βασική ενασχόληση στην τέχνη του Σερόφ, φιλοτεχνώντας πορτρέτα διασημοτήτων της εποχής του, όπως συγγραφέων, ηθοποιών και καλλιτεχνών: «Κονσταντίν Κορόβιν» (1891), «Ισαάκ Λεβιτάν» (1893), «Νικολάι Λεσκόφ» (1894), «Νικολάι Ρίμσκυ – Κόρσακοφ» (1898), όλα σήμερα στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ της Μόσχας.
Έχοντας αποκτήσει μεγάλη δημοσιότητα, ο Σερόφ προσχώρησε στο κίνημα των [[Πιριντβίζνικι|«Περιπλανώμενων»]] (Peredvizhniki), οργανώνοντας περιοδεύουσες εκθέσεις και αναλαμβάνοντας σπουδαίες παραγγελίες, μεταξύ των οποίων τα πορτρέτα του μεγάλου δούκα Πάβελ Αλεξάντροβιτς (1897, Πινακοθήκη Τρετιακόφ), Αδελαϊδας Σιμόνοβιτς (1889), Σοφίας Μποτκίνα (1899), Φελίξ Γιουσούποφ (1903), καθώς και της πριγκίπισσας Όλγας Ορλόβα (1911), όλα στο Ρωσικό Μουσείο της Αγίας Πετρούπολης. Παράλληλα, φιλοτεχνούσε πίνακες με ευαίσθητες σκηνές της καθημερινής ζωής, κυρίως με παιδιά, όπως τα «Παιδιά» (1899, Ρωσικό Μουσείο), αλλά και μια σειρά, από το 1890 ως το 1900, από έξοχα ρομαντικά τοπία.
 
Κατά την τελευταία περίοδο της καριέρας του, που εκτείνεται μετά το έτος 1900, ο Σερόφ γίνεται μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Ο Κόσμος της Τέχνης». Ήταν η εποχή που ο Σερόφ κάνει μια αποφασιστική στροφή στο στιλιστικό ύφος της ζωγραφικής του: τα εμπρεσιονιστικά στοιχεία εξαφανίζονται από τα έργα του, ενώ αναπτύσσει στο εξής μια νεωτεριστική τεχνοτροπία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, επικεντρώνεται στη δραματική απεικόνιση μορφών της λογοτεχνίας και της τέχνης, όπως είναι τα πορτρέτα «Μαξίμ Γκόρκι» (1904), «Μαρία Γιερμόλοβα» (1905) και «Φεοντόρ Σαλιάπιν» (1905).