Μαξιμίλιαν φον Βάιξ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jake V (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎Πρώτα χρόνια: δρθ. βαθμού
Γραμμή 45:
Ο Μαξιμίλιαν φον Βάιχς γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1881 στο [[Ντεσάου]]<ref name="HH668">Hürter (2006), σ. 668</ref> και ήταν γόνος της αριστοκρατικής [[Βάιχς (οικογένεια)|οικογένειας των Βάιχς]], της οποίας οι ρίζες έφταναν ως την εποχή της [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία|Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]], με καταγωγή από την άνω [[Βαυαρία]], ο δε κλάδος της οικογένειας του Βάιχς από το Πριγκηπάτο της [[Κολωνία]]ς.<ref>Hürter (2006), σ. 30</ref> Ο πατέρας του, Όττο, ήταν [[Ίλαρχος]] ([[Λοχαγός]] του [[Ιππικό|Ιππικού]]), Σταυλάρχης του Δούκα του [[Άνχαλτ]], νυμφευμένος επίσης με ευγενή, την Αουγκούστε Φράιιν (Βαρώνη) φον Ρέντβιτς<ref>Hürter (2006), σ. 32 (για τον βαθμό) και 668</ref> η οποία καταγόταν από την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, το [[Μόναχο]].<ref name="HME276">Stahl (1998), σ. 276</ref> Ο νεαρός Μαξιμίλιαν φοίτησε στο σχολείο του Ντεσάου ως το 1895.<ref name="DGG155">Heuer (1997), σ. 155</ref> Την ίδια χρονιά έμεινε ορφανός από πατέρα και μετοίκησε, όντας μοναχογιός,<ref name="LDW" /> με τη μητέρα του στο Μόναχο.<ref name="HME276" /> Εκεί φοίτησε στο Γυμνάσιο «Βίλχελμ» και αποφοίτησε (με ''Reifeprüfung'') το 1900.<ref name="DG247">Moll (1961), σ. 247</ref> Ως Βαυαρός, ο Βάιχς ήταν [[Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία|καθολικός]] το θρήσκευμα. Ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενος και αφοσιωμένος στην πίστη του, κάτι που θα τον χαρακτήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του.<ref name="HFM205">Mitcham (1988), σ. 205</ref>
 
Μετά το απολυτήριό του, ο Βάιχς αποφάσισε να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία του στρατιωτικού, κατόπιν δικής του επιθυμίας.<ref name="LDW">Altenburger, Andreas: [http://www.lexikon-der-wehrmacht.de/Personenregister/W/WeichsMFv.htm ''Generalfeldmarschall Maximilian Freiherrr von Weichs'']. Άρθρο από τον ιστοχώρο Lexicon der Wehrmacht {{de}}</ref> Λόγω της ευγενούς του καταγωγής και του επαγγέλματος του πατέρα του επέλεξε το Όπλο του Ιππικού, το κατεξοχήν όπλο των ευγενών, το οποίο στον [[Reichsheer|Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό]] έχαιρε τεράστιας εκτίμησης και προσέδιδε κοινωνικό κύρος.<ref>Hürter (2006), σ. 31 και 47</ref> Με το υπόβαθρο που διέθετε, ο Βάιχς εισήλθε ως Δόκιμος Αξιωματικός (''Fahnenjunker'') στις 15 Ιουλίου 1900<ref name="HH668" /> στο Βασιλικό Βαυαρικό 2ο Σύνταγμα Βαρέος Ιππικού «Αρχιδούκας Φραντς–Φέρντιναντ της Αυστρίας–Έστε» (''Königlich Bayerisches 2. Schweres-Reiter-Regiment „Erzherzog Franz Ferdinand von Österreich-Este“'') στο [[Λάντσχουτ]].<ref name="DGG155" /> Τόσο η έδρα του, η πόλη του Λάντσχουτ, όσο και η μακραίωνη στρατιωτική παράδοση του, η οποία χρονολογούνταν από το 1815, καθιστούσαν το Σύνταγμα του Βάιχς έναν πρώτης τάξης, ελιτιστικό σχηματισμό.<ref>Hürter (2006), σ. 48. Για το 2ο Σύνταγμα Βαρέος Ιππικού πβ. και Schulz, Hugo F. W. (1992): ''Die Bayerischen, Sächsischen und Württembergischen Kavallerie-Regimenter 1913/14''. Weltbild 1992, ISBN 3-89350-342-0 {{de}}</ref> Εκεί απέκτησε το βαθμό του Υπαξιωματικού[[Λοχίας|Λοχία]] (''Unteroffizier'') την 1η Δεκεμβρίου 1900 και έγινε [[Ανθυπασπιστής]] (''Fähnrich'') στις 8 Φεβρουαρίου 1901. Επιτυγχάνοντας στην βασική του εκπαίδευση, ο Βάιχς στάλθηκε κατόπιν στην «Πολεμική Σχολή» Μονάχου (''Kriegsschule München'') τον Μάρτιο του 1901. Από εκεί αποφοίτησε το Φεβρουάριο του επόμενου έτους. Στις 9 Μαρτίου 1902, επέτειο της ενθρόνισης του Αυτοκράτορα [[Φρειδερίκος Γ' (Γερμανός Αυτοκράτορας)|Φρειδερίκου Γ']], ορκίστηκε [[Ανθυπολοχαγός|Ανθυπίλαρχος]].<ref name="HH668" />
 
Τα επόμενα χρόνια ο Βάιχς τα πέρασε υπηρετώντας στο Σύνταγμά του. Ήταν εμφανές πως δεν θα παρέμενε αξιωματικός των στρατευμάτων, αλλά προοριζόταν για υψηλότερα καθήκοντα. Φαίνεται πως ήταν ξεχωριστός αξιωματικός, καθώς το Φεβρουάριο του 1906 έγινε [[Υπασπιστής]] του Συντάγματός του. Η θέση αυτή ήταν συνήθως προοίμιο της σταδιοδρομίας του αξιωματικού στο Γενικό Επιτελείο.<ref>Hürter (2006), σ. 54 και 668</ref> Οι επιτελικοί αξιωματικοί αποτελούσαν την ελίτ του Αυτοκρατορικού Γερμανικού Στρατού. Απολάμβαναν υπεροχής έναντι των υπολοίπων αξιωματικών, όχι μόνο διότι δεν πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, αλλά και καθώς είχαν ταχύτερη βαθμολογική ανέλιξη.<ref>Hürter (2006), σ. 54</ref> Από τον Οκτώβριο του 1908 ως το Σεπτέμβριο του 1910 βρισκόταν με μετάθεση στη Στρατιωτική Σχολή Ιππικού.<ref name="HH668" /> Η είσοδος στις τάξεις των Αξιωματικών Επιτελείου, οι οποίοι έφεραν τη χαρακτηριστική κόκκινη ρίγα στα παντελόνια τους, ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση. Οι αξιωματικοί που επιλέγονταν αρχικά με αυστηρά κριτήρια έπρεπε να έχουν το ελάχιστο οκτώ χρόνια υπηρεσίας, να έχουν διακριθεί μέσω της υπηρεσίας του αυτής και επιπλέον να έχουν καλή αξιολόγηση από τους ανώτερούς του και κατόπιν να περάσουν μέσα από μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία, κατά την οποία πολλοί αποτύγχαναν. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιτελικοί αξιωματικοί αποτελούσαν μόλις το 2,25% του συνόλου του σώματος.<ref>Hürter (2006), σ. 54–55</ref>