Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Ελληνική Δικαιοσύνη}}
 
Το '''Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο''' (ΑΕΔ) είναι ένα [[ειδικό δικαστήριο]]. Προβλέπεται από το άρθρο 100 του [[Σύνταγμα της Ελλάδας|Συντάγματος]] και έχει ειδική αρμοδιότητα να κρίνει, μεταξύ άλλων, το κύρος των βουλευτικών εκλογών, την έκπτωση [[βουλευτής|βουλευτή]] από το αξίωμά του ή να αίρει συγκρούσεις μεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Η οργάνωση και λειτουργία του ρυθμίζεται ειδικότερα από τον ''Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου'' (Κώδικας ΑΕΔ, Ν. 345/1976). Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν πρέπει να συγχέεται με το [[Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο)|Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος]], που δικάζει υποθέσεις ποινικής ευθύνης Υπουργών. Οι αποφάσεις του ΑΕΔ είναι τελεσίδικες και αμετάκλητες, δεν μπορούν δηλαδή να προσβληθούν με κανένα [[ένδικο μέσο]].
 
==Σύνθεση==
ΣυγκροτείταιΤο ΑΕΔ συγκροτείται από τους Προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας ([[Συμβούλιο της Επικρατείας|Συμβουλίου της Επικρατείας]], [[Άρειος Πάγος|Αρείου Πάγου]] και [[Ελεγκτικό Συνέδριο|Ελεγκτικού Συνεδρίου]]), τέσσερις Συμβούλους Επικρατείας και τέσσερις Αρεοπαγίτες, ενώ για δύο από τις έξι κατηγορίες υποθέσεων στη σύνθεσησύνθεσή του συμετέχουν και δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας. Πρόεδρος ορίζεται ο αρχαιότερος μεταξύ των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.
 
==Αρμοδιότητα==
Οι αρμοδιότητες του ΑΕΔ ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 100 του Συντάγματος και είναι οι εξής:
===Έλεγχος του κύρους βουλευτικών εκλογών και δημοψηφισμάτων (περ. α΄ και β΄)===
Το ΑΕΔ είναι αποκλειστικά αρμόδιο να ελέγχει το κύρος των βουλευτικών εκλογών. Μετά την ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων των εκλογών από την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή μπορεί, κάθε πολίτης που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά των αποτελεσμάτων. Οι ενστάσεις αυτές είναι δύο ειδών. Αφορούν είτε τη διαδικασία των εκλογών (ορθή διεξαγωγή, καταμέτρηση των ψήφων, κατανομή των εδρών κλπ.) είτε την ανακήρυξη των βουλευτών. Στη δεύτερη περίπτωση το δικαστήριο κρίνει αν συντρέχουν τα νόμιμα προσόντα ή τα κωλύματα των άρθρων 55 παρ. 1 και 56 του Συντάγματος στο πρόσωπο κάποιου εκλεγέντος βουλευτή. Νόμιμα προσόντα είναι η ελληνική ιθαγένεια, η ικανότητα του εκλέγειν (μη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων) και η συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας. Τα κωλύματα ορίζονται στο άρθρο 56 και διακρίνονται σε σχετικά (κώλυμα εντοπιότητας, που κωλύει την εκλογή σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια) και απόλυτα (π.χ. μη προηγούμενη παραίτηση στρατιωτικού, που κωλύει την εκλογή του σε όλες τις περιφέρειες). Αντίστοιχα ισχύουν για τον έλεγχο του κύρους δημοψηφισμάτων.
 
Το ΑΕΔ είναι αρμόδιο για τον έλεγχο του κύρους μόνο των βουλευτικών εκλογών. Ο έλεγχος του κύρους των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών γίνεται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (Διοικητικό Πρωτοδικείο).
 
===Έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος (περ. β΄)===
Το ΑΕΔ διαθέτει την αρμοδιότητα του ελέγχου του κύρους και των αποτελεσμάτων οποιουδήποτε δημοψηφίσματος διενεργείται σύμφωνα με το Σύνταγμα. Οποιοσδήποτε εκλογέας εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους οποιασδήποτε εκλογικής περιφέρειας της χώρας νομιμοποιείται με αίτησή του να ασκήσει ένσταση κατά του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος. Ως λόγοι της ένστασης μπορούν να προβληθούν α) παράβαση του νόμου του σχετικού για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος (Ν. 4023/2011) και β) λάθος στην αρίθμηση των ψήφων. Η απόφση του ΑΕΔ στην πρώτη περίπτωση διατάζει την επανάληψη του δημοψηφίσματος στην εκλογική περιφέρεια που διαπιστώθηκε η παράβαση και στη δεύτερη μεταρρυθμίζει το τελικό αποτέλεσμα σύμφωνα με τη σωστή αρίθμηση.
 
===Κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή (περ. γ΄)===
Το ΑΕΔ είναι επισης αρμόδιο να κρίνει αν συντρέχει κάποιο από τα ασυμβίβαστα του άρθρου 57 του Συντάγματος στο πρόσωπο κάποιου βουλευτή ή αν κάποιος βουλευτής εκπίπτει από το βουλευτικό αξίωμα κατά το άρθρο 55 παρ. 2. Βουλευτής εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμά του, αν στερηθεί την ελληνική ιθαγένεια ή αν στερηθεί το δικαίωμα του εκλέγειν (καταδίκη σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων). Ασυμβίβαστα με το αξίωμα του βουλευτή είναι μεταξύ άλλων η συμμετοχή σε [[εταιρεία]] που αναλαμβάνει προμήθειες του Δημοσίου. Η διαφορά των ασυμβιβάστων από τα κωλύματα είναι ότι τα τελευταία αποκλείουν την απόκτηση της ιδιότητας του βουλευτή ενώ τα πρώτα αποκλείουν τη διατήρησή της (μπορεί να ανακύψουν δηλαδή και μεταγενέστερα των εκλογών).
 
===Άρση συγκρούσεων αρμοδιότητας δικαστηρίων (περ. δ΄)===
Το ΑΕΔ είναι αρμόδιο να αίρει οριστικά συγκρούσεις αρμοδιότητας είτε μεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας ή μεταξύκαι διοικητικών αρχών καιείτε μεταξύ δικαστηρίων. Η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως υποθέσεις, όπου δύο διαφορετικά δικαστήρια διαφορετικών κλάδων είτε κηρύσσουν εαυτά αμφότερα αρμόδια (καταφατική σύγκρουση) είτε αμφότερα αναρμόδια (αρνητικήαποφατική σύγκρουση). Οι κλάδοι της δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι τρεις:
*Η διοικητική δικαιοσύνη
*Η πολιτική δικαιοσύνη
*Η ποινική δικαιοσύνη
Πρόβλημα σύγκρουσης μεταξύ πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να υπάρξει και λόγω της φύσης των διαφορών και επειδή ανώτατο δικαστήριο και στους δύο αυτούς κλάδους είναι ο Άρειος Πάγος. Το πρόβλημα ανακύπτει κυρίως μεταξύ πολιτικήςδιοικητικής και διοικητικήςπολιτικής δικαιοσύνης. Οι νόμοι ορίζουν ποιες υποθέσεις υπάγονται σε ποιον κλάδο. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις οριακές, όπου δεν είναι σαφές ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο. Οι αποφάσεις του ενός κλάδου δε δεσμεύουν τον άλλο και το δικαστήριο του ενός κλάδου δεν παραπέμπει την υπόθεση στα δικαστήρια του άλλου, απλώς κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και απορρίπτει το ένδικο βοήθημα (αγωγήπροσφυγή, προσφυγήαγωγή). Έτσι θα είχαμε το άτοπο π.χ. σε μια υπόθεση να κηρύσσουν εαυτούςεαυτά αναρμοδίουςαναρμόδια καιτόσο οτο [[ΆρειοςΣυμβούλιο Πάγοςτης Επικρατείας]] όσο και τοο [[ΣυμβούλιοΆρειος της ΕπικρατείαςΠάγος]], με αποτέλεσμα ο πολίτης να στερείται τοτου δικαίωμαδικαιώματος προσφυγήςδικαστικής στα δικαστήριαπροστασίας. Αντίστροφα θα είχαμε το άτοπο και το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Άρειος Πάγος να εκδικάζουν την ίδια ακριβώς υπόθεση, με τον κίνδυνο να καταλήξουν σε αντιφατικές αποφάσεις. Τα ίδια ισχύουν και για τη σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλου ανωτάτου δικαστηρίου. Για την άρση τέτοιου είδους συγκρούσεων προβλέπεται η παραπομπή της υπόθεσης στο ΑΕΔ, το οποίο και αποφαίνεται οριστικά ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο.
*Η διοικητική δικαιοσύνη
Πρόβλημα σύγκρουσης μεταξύ πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να υπάρξει και λόγω της φύσης των διαφορών και επειδή ανώτατο δικαστήριο και στους δύο αυτούς κλάδους είναι ο Άρειος Πάγος. Το πρόβλημα ανακύπτει κυρίως μεταξύ πολιτικής και διοικητικής δικαιοσύνης. Οι νόμοι ορίζουν ποιες υποθέσεις υπάγονται σε ποιον κλάδο. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις οριακές, όπου δεν είναι σαφές ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο. Οι αποφάσεις του ενός κλάδου δε δεσμεύουν τον άλλο και το δικαστήριο του ενός κλάδου δεν παραπέμπει την υπόθεση στα δικαστήρια του άλλου, απλώς κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και απορρίπτει το ένδικο βοήθημα (αγωγή, προσφυγή). Έτσι θα είχαμε το άτοπο π.χ. σε μια υπόθεση να κηρύσσουν εαυτούς αναρμοδίους και ο [[Άρειος Πάγος]] και το [[Συμβούλιο της Επικρατείας]], με αποτέλεσμα ο πολίτης να στερείται το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια. Αντίστροφα θα είχαμε το άτοπο και το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Άρειος Πάγος να εκδικάζουν την ίδια ακριβώς υπόθεση, με τον κίνδυνο να καταλήξουν σε αντιφατικές αποφάσεις. Τα ίδια ισχύουν και για τη σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλου ανωτάτου δικαστηρίου. Για την άρση τέτοιου είδους συγκρούσεων προβλέπεται η παραπομπή της υπόθεσης στο ΑΕΔ, το οποίο και αποφαίνεται οριστικά ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο.
 
Στην περίπτωση αυτή στη σύνθεση του ΑΕΔ συμμετέχουν και δύο τακτικοί καθηγητές Νομικήςνομικών σεμαθημάτων ελληνικήτων νομικήνομικών σχολήσχολών των πανεπιστημίων της Χώρας.
 
===Άρση αμφισβήτησης αντισυνταγματικότητας ή έννοιας διατάξεων νόμου (περ. ε΄)===
===Έλεγχος συνταγματικότητας και άρση αντιφατικών αποφάσεων (περ. ε΄)===
Στην Ελλάδα ισχύει ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων: κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος ''"Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα"''. Αντίστροφα όμως η μη εφαρμογή ενός νόμου από ένα δικαστήριο ως αντισυνταγματικού δεν επηρεάζει το κύρος του, δηλαδή (δεν τον ακυρώνει τυπικά), ούτε δεσμεύει τα άλλα δικαστήρια: άλλο δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι ο νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα και να τον εφαρμόσει. Εντός του ίδιου κλάδου της δικαιοσύνης το πρόβλημα επιλύεται κατά κανόνα με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου του οικείου κλάδου, η οποία δε δεσμεύει μεν τυπικά τα κατώτερα δικαστήρια σε άλλες υποθέσεις, έχει όμως βαρύνουσα σημασία, αφού το πιθανότερο είναι κάθε αντίθετη απόφαση κατωτέρου δικαστηρίου θανα ανατραπεί από το ανώτατο δικαστήριο μετά την άσκηση ενδίκου μέσου.
 
Πρόβλημα ανακύπτει αν ανώταταμεταξύ δικαστήριατων εκδώσουντριών ανωτώτων δικαστηρίων της χώρας εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις για τη συταγματικότητασυνταγματικότητα διάταξης ενός νόμου. Παρόμοιο είναι και το πρόβλημα, αν τα ανώτατα δικαστήρια ερμηνεύσουν αντιφατικά τοντην ίδιοίδια νόμοδιάταξη νόμου, ακόμη κι αν δεν τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας. Για να αρθεί η σύγκρουσηαμφισβήτηση παραπέμπεται η υπόθεση στο ΑΕΔ, το οποίο αποφαίνεται οριστικά είτε για τη συνταγματικότητα είτε για την αληθή έννοια ενός νόμου. Ειδικά για τη συνταγματικότητα, αν το ΑΕΔ κρίνει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, κατ’ εξαίρεσιν ο νόμοςαυτός καθίσταται γενικώς και για όλους ανίσχυρος. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση όπου δικαστήριο μπορεί να ακυρώσεικαταστήσει ανίσχυρο έναντι πάντων νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή.
 
Και στην περίπτωση αυτή συμμετέχουν στη σύνθεση του ΑΕΔ συμμετέχουν και δύο τακτικοί καθηγητές Νομικήςνομικών μαθημάτων των νομικών σχολών σετων ελληνικήπανεπιστημίων νομικήτης σχολήΧώρας.
 
===Άρση αμφισβήτησης για ''"γενικώςτο παραδεδεγμένοχαρακτηρισμό κανόνακανόνων Διεθνούςδιεθνούς Δικαίου"''δικαίου ως γενικά παραδεγμένων (περ. στ΄)===
ΑυτήΠρόκειται είναιγια ητις πιολιγότερο σπάνιαεμφανιζόμενες περίπτωσηστην αρμοδιότηταςπράξη του ΑΕΔυποθέσεις. Κατά το Σύνταγμα (άρθρο 28 παρ. 1), οι ''"οι γενικώς παραδεδεγμένοιπαραδεγμένοι κανόνες του Διεθνούςδιεθνούς Δικαίουδικαίου [...] αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου"''. ΤέτοιοιΠρόκειται κανόνεςγια είναιτους κανόνες του διεθνούς [[έθιμο|εθιμικού δικαίου]], κανόνες δηλαδή άγραφοιάγραφους που εφαρμόζονται από όλα τα κράτη με συνείδηση δικαίου, (με την πεποίθηση δηλαδή ότι είναι δεσμευτικοί). Αυτοί οι κανόνες, όπως και οι [[Διεθνής Σύμβαση|Διεθνείς Συμβάσεις]] που έχουν κυρωθεί με νόμο και έχουν τεθεί σε ισχύ, έχουν άμεση εφαρμογή στην Ελλάδα και υπερισχύουν των αντίθετων εσωτερικών νόμων. Επειδή όμως οι γενικώςεθιμικοί παραδεδεγμένοιαυτοί κανόνες είναι άγραφοι, ενδέχεται να δημιουργηθεί αμφισβήτηση στο πλαίσιο είτε μιας διοικητικής διαδικασίας είτε μιαμιας δίκης να δημιουργηθεί αμφισβήτηση αν κάποιος κανόνας είναι "γενικώςόντως παραδεδεγμένος"τέτοιας φύσης. Αυτή η αμφισβήτηση αίρεται από το ΑΕΔ δεσμευτικά και έναντι πάντων.
 
==Σχετικά άρθρα==