Σαπούνι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: ps:سابون; διακοσμητικές αλλαγές
Itasos2000 (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
[[Αρχείο:Savon de Marseille.jpg|right|thumb|200px|Παραδοσιακό σαπούνι Μασσαλίας]]
Στη χημεία '''σαπούνι''' (αρχ. ελλ. '''σάπων''') ονομάζεται το άλας ενός λιπαρού οξέος[[οξύ|ξέος]], κορεσμένου ή ακόρεστου, που συνίσταται από αλυσίδα τουλάχιστον οκτώ ατόμων άνθρακα με μια βάση ή και μίγμα τέτοιων αλάτων.<ref>[http://goldbook.iupac.org/S05721.html IUPAC: Compendium of Chemical Terminology, 2nd ed. (the "Gold Book"). Compiled by A. D. McNaught and A. Wilkinson. Blackwell Scientific Publications, Oxford (1997)]</ref>
 
Το σαπούνι χρησιμοποιείται κυρίως για το πλύσιμο, το ατομικό μπάνιο και τον καθαρισμό. Σαπούνια χρησιμοποιούνται επίσης σε κλωστοϋφαντουργικά [[εργοστάσιο|εργοστάσια]] νηματουργίας ενώ είναι και σημαντικά συστατικά των λιπαντικών. Τα λίπη και τα έλαια, που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη παρασκευής, αποτελούνται από τριγλυκερίδια (τρία μόρια λιπαρών οξέων που συνδέονται με ένα μόριο [[γλυκερίνη|γλυκερίνης]]ς). Το αλκαλικό διάλυμα, που συχνά αποκαλείται "αλυσίβα", αντιδρά με τα τριγλυκερίδια σε μια αντίδραση η οποία είναι γνωστή ως '''σαπωνοποίηση'''. Η γλυκερίνη απελευθερώνεται είτε ως υπόλειμμα είτε κατά την έκπλυση του προϊόντος και είναι δυνατό να ανακτηθεί ως ιδιαίτερα χρήσιμο παραπροϊόν ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη διαδικασία.<ref>Cavitch, Susan Miller. The Natural Soap Book. Storey Publishing, [[1994]]</ref>
 
Τα σαπούνια αποτελούν βασικά συστατικά των ημίρρευστων λιπαντικών (γράσα), τα οποία είναι συνήθως γαλακτώματα σαπώνων [[ασβέστιο|ασβεστίου]] ή λιθίου και τα ορυκτελαίων και χρησιμοποιούνται ευρέως σε μηχανολογικές εφαρμογές. Πολλά σαπούνια άλλων μετάλλων έχουν επίσης ευρείες εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από αλουμίνιο, νάτριο, και μείγματα από αυτά. Αυτά τα σαπούνια χρησιμοποιούνται επίσης ως συμπυκνωτικά μέσα για να αυξάνουν το ιξώδες των [[έλαια|ελαίων]]. Στην [[αρχαιότητα]], τα λιπαντικά κατασκευάζονταν με ανάμιξη ασβέστου με [[ελαιόλαδο]].<ref>[Thorsten Bartels et al. "Lubricants and Lubrication" in Ullmann's Encyclopedia of Industrial Chemistry, [[2005]], Weinheim. </ref>
 
== Παρασκευή ==
Το σαπούνι παρασκευάζεται με αντίδραση λιπών ή ελαίων (τριγλυκεριδίων) με ένα καυστικό άλκαλι (υδροξείδιο του νατρίου, υδροξείδιο του καλίου ή υδροξείδιο του λιθίου). Το τελικό προϊόν είναι η γλυκερίνη και το σαπούνι, όπως δείχνει η αντίδραση<ref>[http://www.chem.latech.edu/~deddy/chem122m/L06U00Soap122.htm Louisiana Technical University]</ref>:
[[Αρχείο:Saponification.png|center|thumb|650px|Παράδειγμα αντίδρασης παρασκευής σαπουνιού (σαπωνοποίηση)]]
Η πιο πάνω αντίδραση είναι σχηματική, καθώς στην πράξη χρησιμοποιούνται περισσότερα του ενός τριγλυκερίδια, ενώ σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και μίγμα από καυστικό [[νάτριο]] και καυστικό [[κάλιο]]. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται '''σαπωνοποίηση''' των λιπών ή ελαίων και υπάρχουν δύο τύποι: Η εν θερμώ σαπωνοποίηση (με βρασμό ή χωρίς) και η εν ψυχρώ σαπωνοποίηση. Το παραπροϊόν της σαπωνοποίησης, η γλυκερίνη, απομακρύνεται κατά τη βιομηχανική παρασκευή και αποτελεί σημαντική πρώτη ύλη στην χημική βιομηχανία.
 
Η βιομηχανική παραγωγή σαπουνιού γίνεται με συνεχή διαδικασία, δηλαδή προστίθενται συνεχώς λίπη και καυστικά αλκάλια και απομακρύνονται γα προϊόντα. Στην παραγωγή μικρότερης κλίμακας, σε οικοτεχνίες ή από ερασιτέχνες, η διαδικασία αυτή γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο και δεν είναι συνεχής.
 
Η εν ψυχρώ διαδικασία συνήθως δεν χρησιμοποιείται στην [[βιομηχανία]], αλλά από τους οικοτέχνες: Η αντίδραση σαπωνοποίησης πραγματοποιείται σε θερμοκρασίες δωματίου και η γλυκερίνη δεν απομακρύνεται από το τελικό προϊόν αλλά αποτελεί συστατικό του (σαπούνια γλυκερίνης). Η αντίδραση συνήθως διαρκεί πολλές ημέρες και όταν θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί το προϊόν τοποθετείται σε τύπους (καλούπια) και αφήνεται να στερεοποιηθεί.
 
Στην εν θερμώ παραγωγή οι θερμοκρασίες ποικίλλουν: Μπορεί να είναι παραπλήσιες με τα σημεία βρασμού των συστατικών (μέθοδος ημιβρασμού) ή όλα τα συστατικά να είναι σε θερμοκρασία βρασμού (άνω των 100 <sup>ο</sup> C. Η μέθοδος ημιβρασμού χρησιμοποιείται τόσο στη βιομηχανία - κυρίως μικρής κλίμακας - για την βιομηχανική παρασκευή σαπουνιών γλυκερίνης όσο και από τους οικοτέχνες, καθώς η αντίδραση ολοκληρώνεται σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα και από το δοχείο το σαπούνι πηγαίνει απευθείας στους τύπους (καλούπια) προκειμένου να σχηματοποιηθεί. Η μέθοδος βρασμού είναι συνεχής διαδικασία, η γλυκερίνη απομακρύνεται από το τελικό προϊόν και χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας.
Γραμμή 34:
== Ιστορία ==
=== Πρώιμη ιστορία ===
Οι πρώτες καταγραφές στοιχείων για την παραγωγή υλικών που μοιάζουν με σαπούνι χρονολογούνται γύρω στο [[2800 π.Χ]]. στην αρχαία Βαβυλώνα.<ref>Willcox, Michael (2000). "Soap". In Hilda Butler, ''Poucher's Perfumes, Cosmetics and Soaps'' (10th edition ed.). Dordrecht: Kluwer Academic Publishers. pp. 453: "The earliest recorded evidence of the production of soap-like materials dates back to around 2800 BCE in ancient Babylon."</ref> Ένας τύπος για σαπούνι που αποτελείται από νερό, αλκάλια, και έλαιο κάσιας βρέθηκε "γραμμένη" σε πήλινο δίσκο στη Βαβυλώνα γύρω στο 2200 π.Χ. Ο πάπυρος Ebers (Αίγυπτος, 1550 π.Χ.) δείχνει ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λούζονταν τακτικά και συνδύαζαν έλαια ζωικά και φυτικά με αλκαλικά άλατα για να δημιουργήσουν κάτι που έμοιαζε με σαπούνι. Αιγυπτιακά έγγραφα αναφέρουν ότι ουσία παρόμοια με σαπούνι χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία μαλλιού για ύφανση.
 
Η λατινική λέξη για το σαπούνι - ''sapo'' - εμφανίζεται για πρώτη φορά στο σύγγραμμα ''Naturalis Historia'' του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, στο οποίο αναφέρεται η παρασκευή του από ζωικό λίπος και στάχτη αλλά ως χρήση του αναφέρεται η αλοιφή για τα μαλλιά, με μάλλον υποτιμητικό σχόλιο πως χρησιμοποιείται περισσότερο από τους άνδρες και λιγότερο από τις γυναίκες στους Γερμανούς και τους Γαλάτες.<ref>Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ''Naturalis Historia'', XXVIII.191</ref>
Γραμμή 41:
 
=== Μεσαίωνας - Αναγέννηση ===
Οι σαπωνοποιοί στη [[Νάπολι]] είχαν δημιουργήσει συντεχνία κατά τα τέλη του 6ου αιώνα<ref>Harald Kleinschmidt, ''Understanding the Middle Ages: the transformation of ideas and attitudes in the Medieval world'', illustrated, revised, reprint edition, Boydell & Brewer, [[2000]], ISBN 0-85115-770-X.footnote 48, p. 104</ref>, ενώ κατά τον 8ο αιώνα η σαπωνοποιία ήταν πολύ γνωστή τόσο στην [[Ιταλία]] όσο και στην [[Ισπανία]].<ref>Raymond G. Bistline, Jr., ''Anionic and Related Lime Soap Dispersants'' in ''Anionic surfactants: organic chemistry'', Helmut Stache, ed., Volume 56 of Surfactant science series, CRC Press, 1996, ISBN 0-8247-9394-3.</ref> Τα καπιτουλάρια (διατάγματα) των Μεροβιγγείων ''De Villis'', περί το 800 μ.Χ., αναφέρουν το σαπούνι ως ένα από τα προϊόντα που πρέπει να καταγράφουν οι εκπρόσωποι της βασιλικής περιουσίας. Η σαπωνοποιία αναφέρεται τόσο ως "γυναικεία εργασία" αλλά και ως ενασχόληση "ικανών τεχνιτών" στους οποίους εντάσσονταν οι ξυλουργοί, οι κτίστες και οι αρτοποιοί.<ref>Robinson, James Harvey (1904). Readings in European History: Vol. I. Ginn and co. http://www.fordham.edu/halsall/source/carol-devillis.html</ref>
 
Στην [[Γαλλία]] κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα η ημι-βιομηχανική σαπωνοποιία είχε συγκεντρωθεί σε ορισμένα κέντρα της [[Προβηγκία]]ς, όπως η [[Τουλόν]], η Ιέρ και η [[Μασσαλία]], από τα οποία εφοδιαζόταν όλη η χώρα. Η παραγωγή, μάλιστα, της Μασσαλίας, σε δύο εργοστάσια, έτεινε να εκτοπίσει όλα τα υπόλοιπα κέντρα.<ref>L. Barthélemy, "La savonnerie marseillaise", 1883, noted by Nef 1936:660 note 99</ref> Στην [[Αγγλία]] η παραγωγή σαπουνιού γινόταν σχεδόν αποκλειστικά στο [[Λονδίνο]]<ref>John U. Nef, ''A Comparison of Industrial Growth in France and England from 1540 to 1640: III'', The Journal of Political Economy 44.5 (October 1936:653, 660)</ref>
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Σαπούνι"