Διάκονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 2:
Ο όρος '''διάκονος''' σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των [[Χριστιανισμός|χριστιανικών]] εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.
==Στην Παλαιά Διαθήκη==
Έχει κοσμική σημασία αναφερόμενο στον υπηρέτη του βασιλέως. Στο βιβλίο των [[Παροιμίες (βιβλίο)|Παροιμιών]] (Παρ.10,4), δηλώνει τον υπηρέτη των σοφών.
 
Στον [[Ιώσηπος|Ιώσηπο]] για πρώτη φορά υπάρχει η σύνδεση με το Θεό, του διακόνου.