Αρειανισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
YFdyh-bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: ka:არიანელობა
μ Διόρθωση λάθους CHECKWIKI 64 + επιμέλεια με τη χρήση AWB (8480)
Γραμμή 4:
καὶ ἤνεγκεν εἰς Υἱὸν ἑαυτῷ τόνδε τεκνοποιήσας,<br>
Ἴδιον οὐδὲν ἔχει τοῦ Θεοῦ καθ’ ὑπόστασιν ἰδιότητος·<br>
οὐδὲ γάρ ἐστιν ἴσος, ἀλλ’ οὐδὲ ὁμοούσιος αὐτῷ. [...]<br>
 
Ἤγουν Τριάς ἐστι δόξαις οὐχ ὁμοίαις·<br>
ἀνεπίμικτοι ἑαυταῖς εἰσιν αἱ ὑποστάσεις αὐτῶν,<br>
μία τῆς μιᾶς ἐνδοξοτέρα δόξαις ἐπ’ ἄπειρον.<br>
Ξένος τοῦ Υἱοῦ κατ’ οὐσίαν ὁ Πατήρ, ὅτι ἄναρχος ὑπάρχει».<ref>Απόδοση: «Ο Θεός [...] που είναι χωρίς αρχή έκανε τον Γιο αρχή των δημιουργημάτων, Τον παρήγαγε ως γιο για τον εαυτό του μέσω τεκνοποίησης. [Ο Γιος] δεν έχει κανένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ύπαρξης του Θεού· Διότι δεν είναι ίσος ούτε ίδια ύπαρξη (της ίδιας ουσίας) με εκείνον. [...] Συνεπώς υπάρχει Τριάδα, όχι όμοιας δόξας. Οι υπάρξεις (υποστάσεις) τους δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους. Όσον αφορά τη δόξα του καθενός τους, η μία είναι απείρως πιο ένδοξη από την άλλη. Ο Πατέρας είναι ξένος προς τον Γιο ως προς την ουσία του, επειδή Αυτός υπάρχει χωρίς αρχή». (Βλέπε σχετικά [http://faculty.wlc.edu/thompson/fourth-century/index.htm?http&&&faculty.wlc.edu/thompson/fourth-century/Arius/thaliaintro.htm εδώ], στον ιστότοπο του Dr. Glen L. Thompson, ομότιμου καθηγητή του τμήματος Αρχαίας και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Wisconsin Lutheran College)</ref>.<br>}}
|-
| style="text-align: right;" | — [[Άρειος]], ''Θάλεια'' (περ. [[322]]<ref>''Arius: Heresy and Tradition'' Revised edition, Wm. B. Eerdmans Publishing Company, 2002, σελ. 63.</ref>)
Γραμμή 29:
==Η διδασκαλία του==
 
Η διδασκαλία του Αρείου διατηρούσε εν μέρει τις θέσεις του προγενέστερου μεγάλου αλεξανδρινού δασκάλου [[Ωριγένης|Ωριγένους]], ότι δηλαδή ο Υιός είναι κατώτερος στην εξουσία σε σχέση με τον Πατέρα, αλλά διαφοροποιείτο ως προς την αχρόνο γεννήση του Υιού, καθότι ο Άρειος υποστήριζε ότι υπήρχε καιρός που ο Πατήρ ήταν μόνος του, επιστρέφοντας έτσι, σε έναν βαθμό, στις θέσεις των [[Απολογητές|Απολογητών]] του 2ου αι. που δίδασκαν την εν χρόνω γέννηση του Υιού. Επίσης, αμφισβητούσε την υπόσταση του Υιού θεωρώντας την ως «άψυχο» σώμα. Στην πραγματικότητα, οι αποκλίσεις του Αρείου δέχθηκαν μια συστηματική αύξηση μέχρι την [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Α΄Οικουμενική σύνοδο]], η οποία δεν εμφανιζόταν πριν τις έριδες. Οι σαφείς θέσεις του Αρείου αναφέρονται στην προς Νικομηδείας Ευσέβιο επιστολή του,<ref>Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 1,4</ref>, και είναι:
 
#Η θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο Θεός είναι «ένας και μοναδικός».Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αρείου,ο μόνος Θεός και Πατέρας είναι «μόνος»,«μονάς» και μάλιστα «{{Πολυτονικό|ἄναρχος μονώτατος}}».<ref>Jaroslav Pelikan, ''The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine'', 1989, University of Chicago Press, σελ. 194. Σχετική πηγή αποτελεί ο [[Δίδυμος Αλεξανδρείας]], ο οποίος αναφέρει: «{{Πολυτονικό|Εἰ ἐκφεύγειν τὸ ἔγκλημα τῆς κτισματολατρείας τοὺς πιστεύοντας τῷ Υἱῷ παρεγγυᾷ Παῦλος͵ ἔτι δὲ καὶ ἀθέους ἀποκαλεῖ τοὺς πρὸ τούτου ἐκτὸς τοῦ Υἱοῦ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα '''μόνον''' ἐγνωκότας· οὐ κτίσμα ὁ Θεὸς Λόγος}}». (Δίδυμος Αλεξανδρείας, ''Περί της Αγίας Τριάδος'', 3:16 [39:865])</ref>.
# Ο Υιός δεν είναι «κατά φύση» και «κατ'ουσίαν» αληθινός Θεός, αφού είναι «εν χρόνω» δημιούργημα του Θεού. Αν και ο Υιός θεωρούνταν κτίσμα, εντούτοις τού αποδιδόταν ειδική Θειότητα.<ref>Jaroslav Pelikan, ''The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine'', 1989, University of Chicago Press, σελ. 199.</ref>.
#Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι «συνάναρχος» και «συναΐδιος» προς τον Πατέρα, γι'αυτό και o Πατήρ δεν ήταν πατέρας πριν δημιουργήσει τον Υιό. Μάλιστα ο ίδιος δεχόταν μόνο ένα Θεό, «αγέννητο», «άναρχο» και η γέννηση του Υιού δε μείωνε την απόλυτη μοναρχία του Πατρός.
#Ο Υιός είναι «κτίσμα Θεού τέλειον, αλλ'ούχ ως εν των κτισμάτων, γέννημα, αλλ'ουχ εκ των γέννημάτων».<ref>Αρείου επιστολή προς Αλέξανδρον. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 69,7</ref>. Ουσιαστικά υποστηρίζει οτι Υιός γεννήθηκε «άμεσα» από τη θέληση του Πατρός, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα δια του Υιού.
#Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν «τρεπτός» και «αλλοιωτός» κατά τη φύση του, αλλά κατέστη «άτρεπτος» και «αναλλοίωτος», «θελήσει» του Θεού, αφού η κατά πρόγνωσιν δωρεά από το Θεό, τον κατέστησε «ιδίω θελήματι άτρεπτον και αναλλοίωτον», χωρίς όμως να μετέχει της ουσίας του Θεού.
#Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνδέθηκε με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού-Πατρός για την δημιουργία των πάντων δι' αυτού, δημιουργώντας το υποταγμένο σε αυτόν Άγιο Πνεύμα. Παρόλα αυτά παρέμεινε ασαφής η πλήρης σχέση Υιού και Λόγου, με τις ανυπόστατες δυνάμεις του Λόγου και της Σοφίας, που ήταν αχώριστες της «Θείας ουσίας». Γι'αυτό το λόγο, ο «απερινόητος» Θεός ήταν αδύνατο να δημιουργήσει ένα υλικό κόσμο από την άμεση δημιουργική του ενέργεια, εξού και έθεσε τον Υιό και Λόγο Του, μέσο της θέλησής Του.
#Ο κτιστός Υιός του Θεού προσέλαβε ως Χριστός «εν χρόνω», όχι όλη την ανθρώπινη φύση του, αλλά μόνο ανθρώπινο σώμα, χωρίς ψυχή, αφού τη θέση της ψυχής την κατέλαβε ο κτιστός Λόγος. Άρα με βάση αυτή τη διδασκαλία ο Χριστός δεν ήταν κατά φύσιν Θεός κατά το Μέγα Αθανάσιο<ref>Β΄ Κατά Αρειανών, 69-70</ref> και τους ακολούθους της εν Νικαία συνόδου και δεν ήταν Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ένας χαρισματικός διδάσκαλος.
#Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν μια μέση ύπαρξη μεταξύ του «άναρχου» Θεού και του κόσμου. Ο Άρειος συνέδεε τον Υιό και Λόγο προς τις «απρόσωπες» και «ανυπόστατες» δυνάμεις του Θεού, χωρίς να δέχεται την και την ταύτιση με τη «Θεία ουσία». Βέβαια η συσχέτιση «απρόσωπης» δυνάμεως της «Σοφίας» προς τη δημιουργία του Λόγου, είναι δυσχερής στον «Αρειανισμό».
#Όσον αφορά το [[άγιο Πνεύμα]], ο Άρειος πίστευε ότι ήταν πρόσωπο αλλά κατώτερο και από τον Πατέρα και από τον Γιο.<ref>«Ο Άρειος αναγνώριζε ότι ήταν αναγκαία η αποδοχή της Ωριγενιστικής αντίληψης της ''υπόστασης''. Έφτασε μάλιστα έως του σημείου, και καταφανώς όπως ο Ωριγένης, να αναφέρεται σε τρεις υποστάσεις, δηλ. τρία πρόσωπα —τον Πατέρα, τον Γιο και το Άγιο Πνεύμα. Συνεπώς ο Άρειος αποδεχόταν επίσης μια ανώτερη Τριάδα [...] σύμφωνα με την γενικότερη τροπή που είχε πάρει το δόγμα περί Θεού από τον δεύτερο αιώνα και έπειτα». (Bernhard Lohse, ''A Short History of Christian Doctrine'', Fortress Press, 1985, σελ. 49)</ref>.
#Ο Άρειος πίστευε στη θεϊκή τριάδα, η οποία όμως δεν ήταν αιώνια αλλά σχηματίστηκε σταδιακά: ο Θεός ήταν αρχικά η αιώνια «μονάδα», η «δυάδα» ήρθε σε ύπαρξη όταν γεννήθηκε ο Γιος και η «τριάδα» υπήρξε όταν παράχθηκε το Πνεύμα, δηλαδή η σοφία του Θεού.
 
Γραμμή 47:
Ο όρος «Αρειανή διαμάχη», παρά την ευρεία χρήση της, κάποιοι θεωρούν ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση. Οι κύριοι λόγοι αφορούν: α) Ως προς το «αρειανή», το γεγονός ότι ο Άρειος —μολονότι αποτέλεσε τη σπίθα για την πυρκαγιά που ακολούθησε— δεν φαίνεται να ήταν σημαντικός συγγραφέας, δεν υπήρξε κύριος αιρεσιάρχης (όπως ο [[Μαρκίων]], ο [[Μάνης]] ή ο [[Πελάγιος]]), εξαφανίζεται από το προσκήνιο πολύ νωρίς, ο όρος «αρειανισμός» (όπως αντίστοιχα και ο όρος «[[σαβελλιανισμός]]») εξακοντιζόταν [[Προπαγάνδα|προπαγανδιστικά]] ως κατηγορία με ευκολία και τα δογματικά ζητήματα εκείνη την εποχή δεν είχαν σαφώς ορισμένη, αναγνωρίσιμη μορφή ώστε να μπορούν να δεχτούν επίθεση ή υπεράσπιση. β) Ως προς τον όρο «διαμάχη», οι διαμάχες εκείνη την εποχή ήταν πολυάριθμες και αφορούσαν ποικίλα ζητήματα κάθε φορά (από το [[330]] ως το [[341]], αν θεωρηθεί ότι υπήρχε διαμάχη, αφορούσε τη συμπεριφορά του [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανάσιου]] στην επισκοπή του στην Αλεξάνδρεια, από το [[341]] ως το [[357]] υπήρχε ασάφεια και αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο της διαμάχης και την σχετική ορολογία), τα έργα της εποχής δεν κάνουν καμία άμεση αναφορά σε «αρειανή διαμάχη», δεν είναι σαφές αν επρόκειτο για διαμάχη ή για ομιχλώδη αναζήτηση στο σκοτάδι και δεν προϋπήρχε μια κοινά αποδεκτή και παγιωμένη ορθοδοξία (όσον αφορά το κύριο ζήτημα υπό συζήτηση, την [[Τριάδα]], δεν υπήρχε ακόμη ορθόδοξο δόγμα) βάσει της οποίας να υπάρξει αντίκρουση των αιρετικών επιθέσεων και η πλευρά που επικράτησε κατέγραψε τα γεγονότα με τρόπο που να φαίνεται στους αναγνώστες ότι η ορθόδοξη άποψη στο υπό συζήτηση ζήτημα υπήρχε ανέκαθεν και ότι η περίοδος εκείνη αφορούσε απλώς την υπεράσπιση της ορθοδοξίας έναντι της αίρεσης και του εσφαλμένου.<ref>Richard P.C. Hanson, ''The Search for the Christian Doctrine of God: the Arian Controversy 318-381'', 2005, Continuum International Publishing Group, σσ. xvii-xix· Maurice Wiles, ''Archetypal Heresy: Arianism through the Centuries'', 2001, Oxford University Press, σσ. 3-5. Βλέπε επίσης Lewis Ayres, ''Nicaea and Its Legacy: An Approach to Fourth-Century Trinitarian Theology'', 2006, Oxford University Press.</ref>
 
Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται ότι «οι αρειανοί...δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να πείσουν...μια και προβάλλουν νέα και αστήρικτα δόγματα...προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο, ότι πριν από τις αποφάσεις τους δεν υπήρχαν αυτά τα δόγματα και μόλις τώρα θεσπίζονται, ομολογούν τα νεωτεριστικά τους φρονήματα»<ref>Ματσούκας Α. Νίκος, ''Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα'', 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 103-104.</ref> όπως καταγράφει και ο [[Σωκράτης Σχολαστικός|Σωκράτης]] στην ''Εκκλησιαστική Ιστορία'' του: «Ούτοι γράψαντες εξετέθη νυν η πίστις, έδειξαν ότι νεώτερον το της αιρέσεως αυτών έστι φρόνημα, και ουκ ην πρότερον».<ref>Βλ. PG 67, 309C-312A.</ref>.
 
=== Η αρχική αντιμετώπιση στην τοπική εκκλησία ===
Κατά τη δημιουργία του Αρειανισμού, η εκκλησιαστική αντιμετώπιση είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Ο Αλέξανδρος, πληροφορούμαστε από τον Σοζωμενό,<ref>Εκκλ.Ιστορ. 1,15</ref>, θέλησε να βρει μια τομή ώστε να παύσει η έριδα μεταξύ Κόλλουθου και Άρειου, χωρίς να ενδιαφερθεί για την ουσία της διαφωνίας, κυρίως λόγο και της θεολογικής αμφιταλάντευσης του ιδίου, εφαρμόζοντας μια πιο διαλλακτική στάση. Το συνέδριο όμως που συνεκλήθει είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ενέτεινε τη διαφορά. Το ίδιο διάστημα φαίνεται πως οι ακόλουθοι του Κόλλουθου (υποστήριζαν ότι Υιός του Θεού αειγεννής, συναγέννητος, αγεννητογενής), υπερτερούσαν, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζουν τον Αλέξανδρο για την διαλλακτική πολιτική που εφήρμοσε. Εν τέλη και οι δύο απειθάρχησαν προς τις αποφάσεις της συνόδου και αποσχίσθηκαν από την εκκλησία, ο μεν Κόλλουθος ακολουθώντας το σχίσμα του Μελιτίου, ο δε Άρειος δημιουργώντας τις αρχικές δομές του Αρειανισμού. Ο Άρειος όμως περιφερόμενος διακήρυττε «την εκείνου (Αλεξάνδρου) χριστεμπορία θεωρούντες, ουκ έτι της εκκλησίας υποχείριοι μένειν εκαρτέρησαν».<ref>Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστορ. 1,3</ref>. Αυτή η πολεμική αλλά και η όξυνση της χριστολογικής διαφοράς, υποχρέωσαν και σύγκληση νέας συνόδου, η οποία αποφάσισε την καθαίρεση του Αρείου και την καταδίκη της διδασκαλίας του. Στο συνέδριο μάλιστα ο Άρειος κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για όλες τις πράξεις του και τις διδασκαλίες του, αλλά ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να μην παραστεί. Παρόλα αυτά περιφέρετο στην Αλεξάνδρεια και υποστήριζε πως «ακρίτως» και «ηδικημένος» κατεδικάστη, τη στιγμή που οι οπαδοί του, λόγω της καταδίκης, προέβαιναν σε δυναμικές αντιδράσεις.<ref>Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 1,3</ref>.
 
Ο Άρειος στην [[Αλεξάνδρεια]] βρήκε πενιχρή απήχηση, με αποτέλεσμα να αποστείλει επιστολές σε επισκόπους που αποδέχονταν θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη με σκοπό να βρει περισσότερα ερείσματα. Οι επιστολές του Αρείου φαίνεται τελικά πως βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση σε αυτούς, αλλά αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη ευαισθησία από το σύνολο της ανατολικής εκκλησιαστικής κοινότητας. Μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μομφή του Άρειου, ότι ο Αλέξανδρος είχε περιπέσει στο [[Μοναρχιανισμός|Σαβελλιανισμό]].
 
Ο Άρειος βλέποντας πως κέρδισε το ενδιαφέρον κάποιων επισκόπων, ζήτησε υποστήριξη, λόγω της αδιαλλαξίας του Αλεξάνδρου. Έτσι με τη μετάβασή του στην [[Παλαιστίνη (ιστορική περιοχή)|Παλαιστίνη]] και τη [[Συρία]], διεκδίκησε την εισαγωγή του σε εκκλησιαστική κοινωνία ώστε να γίνει δεκτός από τον Αλέξανδρο, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα οργάνωσης της λατρείας και της πνευματικής ζωής των ακολούθων του. Όμως η οποιαδήποτε επέμβαση στα εσωτερικά της αλεξανδρινής εκκλησίας ήταν παράνομη. Η αποτυχία του [[Ευσέβιος Νικομήδειας|Ευσεβίου Νικομηδείας]] να πείσει τον Αλέξανδρο, οδήγησε μερίδα επισκόπων, στην προτίμηση να επικροτήσουν και να ακολουθήσουν τις θέσεις του Αρείου.<ref>Σοζωμενός. Εκκλ. Ιστ. 1,15</ref>. Ίδια απόφαση, δηλαδή να δεχθεί σε κοινωνία τον Άρειο, έλαβε και η Παλαιστινιακή εκκλησία, με την προϋπόθεση να άρει τις ακραίες θέσεις του για τη σχέση Πατρός-Λόγου. Ο Αλέξανδρος όμως πάλι απέρριψε την οποιαδήποτε προσπάθεια επανασύνδεσης.<ref>Θεοδώρητος, εκκλ. Ιστ. 1,3</ref>.
 
Την ίδια περίοδο ο Άρειος συνέταξε τη ''[[Θάλεια (δράμα)|Θάλεια]]'', ένα κείμενο που περιείχε διάφορα είδη οδοιπορικών, ναυτικών και επιμυλίων ασμάτων με θεολογικό περιεχόμενο. Η συγκρότηση της ''Θάλειας'' ως κείμενο δηλωτικό των Αρειανικών θέσεων, είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκληση νέας υπερτοπικής αυτή τη φορά συνόδου, το [[320]] η οποία καταδίκασε παμψηφεί και ομοφώνως την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, αναθεματίζοντας και τους οπαδούς του. Η αδράνεια όμως στην προκλητική συμπεριφορά των οπαδών τού Αρείου είχε προκαλέσει μεγάλη δυσφορία σε μέρος της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη στιγμή που ο Κόλλουθος αποτελούσε ιδιαίτερο στόχο του Αρείου, αφού του πρόσαπτε την καταδίκη του. Ο Κόλλουθος εντέλει θεληματικώς απεσχίσθη, συνεχίζοντας όμως το σκληρό αγώνα κατά του Αρείου.
 
Ο Αλέξανδρος βλέποντας πως η αδράνειά του προκάλεσε διχασμό, όχι μόνο πλέον στην τοπική εκκλησία, αλλά και στο σύνολο της εκκλησίας, ανέλαβε πρωτοβουλίες συγγράφοντας πλήθος επιστολών προς τις κεφαλές των εκκλησιών και τους κυριότερους επισκόπους της εποχής. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν ο [[Λικίνιος]] επηρεασμένος από τον Αρειανόφρονα [[Ευσέβιος Νικομήδειας|Ευσέβιο Νικομήδειας]],<ref>Είχαν συγγενική σχέση</ref>, απαγόρευσε τη σύγκληση συνόδων ή επικοινωνίας μεταξύ επισκόπων το [[322]]. Οι επιστολές που διασώζονται είναι 2 και έχουν σαφή καταγγελτικό λόγο κατά των Αρειανοφρόνων επισκόπων και κληρικών, ιδίως δε προς τον Ευσέβιο Νικομήδειας, καθώς και μια σύντομη αναίρεση των δογμάτων του Αρείου με βάση την [[Αγία Γραφή]]. Επίσης δημιουργήθηκε μια συλλογή που ονομάσθηκε ''Τόμος'', η οποία περιείχε το κείμενο της καθαιρέσεως και τις επιστολές του Αλεξάνδρου με την αναίρεση των Αρειανικών θέσεων. Ο Αλέξανδρος έτσι πέτυχε συντριπτικό πλήγμα στην Αρειανή διδασκαλία, αφού το κείμενό υπογράφηκε από την πλειοψηφία των επισκόπων, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε να αναδείξει τις θεολογικές αρχές τις αλεξανδρινής θεολογίας, προσανατολισμένες στη βάση της αντιμετώπισης των Αρειανικών δοξασιών.
 
===Α΄ Οικουμενική σύνοδος===
 
Η απόφαση του [[Λικίνιος|Λικινίου]] για παύση επικοινωνίας των επισκόπων αναμφίβολα βοήθησε τη δραστηριότητα του Αρείου, σε τοπικό επίπεδο. Η νίκη όμως του [[Μέγας Κωνσταντίνος|Κωνσταντίνου]] επί του Λικινίου επέφερε το τέλος της πολιτικής του Λικινίου και την επιρροή του [[Ευσέβιος Νικομήδειας|Ευσεβίου Νικομηδείας]] στα Αυτοκρατορικά κλιμάκια και ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα αντιμετώπισης του αρειανισμού. Έτσι ο σύμβουλος του Κωνσταντίνου, [[Όσιος Κορδούης]] μετέβη και παρέστη σε δύο συνόδους σε [[Αντιόχεια]] και [[Αλεξάνδρεια]] το [[324]] και [[325]], με επίκεντρο τον Αρειανισμό. Στην σύνοδο δε της Αντιοχείας υιοθετήθηκε και ένα σύμβολο δηλωτικό των θέσεων της εκκλησίας. Ο Κορδούης έτσι απέκτησε πλήρη εικόνα για τη διάσταση που είχε λάβει η έριδα και μεταφέροντας τα τεκταινόμενα στον Αυτοκράτορα, προέκυψε η απόφαση του ιδίου για μια οικουμενική σύνοδο, αν και αρχικά στόχο είχε τη δημιουργία μιας συνόδου, που θα αποτελείτο από εκπροσώπους των ανατολικών εκκλησιών. Έτσι αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί η [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας |Α΄ Οικουμενική σύνοδος]] στη Νίκαια της [[Βιθυνία|Βιθυνίας]]ς, με στόχο την ακεραιότητα της αποστολικής παραδόσεως, την προσπάθεια αποκατάστασης της ενώσεως του εκκλησιαστικού σώματος και, κατ' επέκταση, ολόκληρης της ταχύτατα εκχριστιανιζόμενης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
 
Οι υπέρμαχοι των θέσεων του Άρειου θεωρούσαν ότι η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε από την άλλη πλευρά ήταν "ξένα ρήματα" και "άγραφα", λέξεις ή εκφράσεις δηλαδή που δεν υπήρχουν αυτούσιες στην [[Αγία Γραφή]], όπως αναφέρει ο Αθανάσιος.<ref>[[Αθανασίου Αλεξανδρείας|Αθανασίου Αλεξανδρείας]], ''Επιστολή Περί της εν Νικαία συνόδου'' 21.1.</ref>. Η σύνοδος της Νίκαιας εν τέλει πήρε σαφή και ξεκάθαρη θέση κατά του Αρείου και των επισκόπων που είχαν τις ίδιες απόψεις με εκείνον, με την υιοθέτηση πρωτοεμφανιζόμενων μεν εκφράσεων —σύμφωνα με τα λεγόμενα του [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανάσιου]]— αλλά όχι και πρωτοεμφανιζόμενων εννοιών,<ref>«{{Πολυτονικό|Οἱ δὲ ἐπίσκοποι, οὐχ ἑαυτοῖς εὑρόντες τὰς λέξεις ἀλλ΄ ἐκ τῶν πατέρων ἔχοντες τὴν μαρτυρίαν, οὕτως ἔγραψαν}}». ([[Θεοδώρητος Κύρου]], ''Εκκλησιαστική Ιστορία'' 37.4)</ref>, γεγονός που, αν και αρειανίζων, ''"ωμολόγησε και αυτός ο [[Ευσέβιος ο Καισαρείας|Ευσέβιος Καισαρείας]]"''.<ref>Καρμίρης Ιωάννης, ''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 59</ref>. Τέτοιες εκφράσεις ήταν οι «{{Πολυτονικό|ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός}}», «{{Πολυτονικό|γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα}}» και «{{Πολυτονικό|ὁμοούσιον τῷ πατρί}}» και των τελικών [[Ανάθεμα|αναθεματισμών]] «{{Πολυτονικό|τοὺς λέγοντας· ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο, ἢ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, ἢ κτιστὸν ἢ τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ ἐκκλησία}}». Αν και ο όρος «''ομοούσιος''» και οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από επισκόπους που υποστήριζαν τις απόψεις του Αθανάσιου ήταν νέες, εν τούτοις για τους εκκλησιαστικούς άνδρες, είχε επιτευχθεί αυτό που πίστευαν ότι αποτελούσε ''"την παρουσία τής κατά περιεχόμενον σχετικής διδασκαλίας εις την Αγίαν Γραφήν"'',<ref>Ξεξάκης Γ. Νικόλαος, ''Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν'', Αθήνα 2000, σελ. 132</ref>, όπως σχετικά υποστήριξε και ο Μέγας Αθανάσιος.<ref>«{{Πολυτονικό|Γινωσκέτω δὲ ὅμως, εἴ τίς ἐστι φιλομαθής, ὅτι εἰ καὶ μὴ οὕτως ἐν ταῖς γραφαῖς εἰσιν αἱ λέξεις, ἀλλά, καθάπερ εἴρηται πρότερον, τὴν ἐκ τῶν γραφῶν διάνοιαν ἔχουσι καὶ ταύτην ἐκφωνούμεναι σημαίνουσι τοῖς ἔχουσιν εἰς εὐσέβειαν τὴν ἀκοὴν ὁλόκληρον}}». (Αθανασίου Αλεξανδρείας, ''Επιστολή Περί της εν Νικαία συνόδου'' 21.2, 3 [PG 25:453ΑΒ])</ref>. Απαντώντας μάλιστα ο [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Μ. Αθανάσιος]] στις "μάταιες", όπως τις περιγράφει, αιτιάσεις των αρειανών ότι στο σύμβολο χρησιμοποιήθηκαν "άγραφες" λέξεις, τους καταλόγισε τα όμοια: «{{Πολυτονικό|Ὁ γογγυσμὸς δὲ αυτών [τῶν Ἀρειανῶν], ὅτι ἄγραφοί εἰσιν αἱ λέξεις, ἐλέγχεται παρ΄ αὐτῶν μάταιος· ἐξ ἀγράφων γὰρ ἀσεβήσαντες (ἄγραφα δὲ τὸ "ἐξ οὐκ ὄντων" καὶ τὸ "ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν"), αἰτιῶνται διότι ἐξ ἀγράφων μετ΄ εὐσεβείας νοουμένων λέξεων κατεκρίθησαν. Αὐτοὶ μὲν γὰρ ὡς ἐκ κοπρίας εὑρόντες ἐλάλησαν ἀληθῶς ἀπὸ γῆς, οἱ δὲ ἐπίσκοποι, οὐχ ἑαυτοῖς εὑρόντες τὰς λέξεις ἀλλ΄ ἐκ τῶν πατέρων ἔχοντες τὴν μαρτυρίαν, οὕτως ἔγραψαν}}».<ref>Θεοδώρητος Κύρου, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'' 36.22-37.5</ref>
 
Στη σύνοδο ήταν παρόντες ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο οποίος κατά μερικούς θεολόγους<ref>Β.Στεφανίδης-Έρευνα περι των εν Βυζαντινώ κράτει σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, 11 κεξ</ref> υπήρξε συμπροεδρεύον της συνόδου, ενώ κατά άλλους δεν προήδρευσε<ref>Βλάσιος Φειδάς, Εκκλ. Ιστ., κεφ. Προεδρία και συγκρότηση της συνόδου</ref> και περίπου 270<ref>Σύμφωνα με τις διασωθείσες υπογραφές οι επίσκοποι ήταν 220, κατά τον Ευσέβιο πάνω από 250, κατά τον Αντιοχείας Ευστάθιο περίπου 270, κατά τον Μέγα Αθανάσιο περισσότεροι ή λιγότεροι από 300, κατά τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο 300 και πλέον και, αργότερα, κατά τον Μέγα Αθανάσιο [[318]] (τιη'), αριθμός που προέκυψε από την επιθυμία των θεολόγων να αποδείξουν ότι όπως ο Αβραάμ κατατρόπωσε τους εχθρούς του με 318 υπηρέτες το ίδιο συνέβη και στην σύνοδο της Νίκαιας αντιτυπικά. (Γένεση 14:14)</ref> επίσκοποι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν από την Ανατολή, ενώ 5 μόνο προέρχονταν από τη Δύση,<ref>Ο επίσκοπος Ρώμης [[Πάπας Σιλβέστρος Α΄|Σιλβέστρος]] δεν βρισκόταν καν στη σύνοδο, παρά μόνο έστειλε δύο πρεσβυτέρους ως αντιπροσώπους του.</ref>, οι οποίοι εδέχθησαν ομοφώνως την απόφαση τη συνόδου. Σύμφωνα δε με τον [[Φιλοστόργιος|Φιλοστόργιο]],<ref>[[Φιλοστόργιος]], ''Eκκλησιαστική Ιστορία'' 1,8</ref>, παρέστησαν 22 [[Επίσκοπος|επίσκοποι]] ταυτιζόμενοι με τις Αρειανικές παραδοχές. Ο αριθμός όμως κρίνεται σήμερα αναξιόπιστος καθώς σε αυτόν συνυπολογίζονται και μη Αρειανόφρονες επίσκοποι όπως ο Μελίτιος. Πιο πιθανός αριθμός προκρίνεται η άποψη του [[Σωζομενός|Σωζομενού]] πως ήταν 17.<ref>Εκκλ. Ιστ. 1, 20</ref>. Μάλιστα πολλοί από αυτούς δεν ταυτίζονταν με την ακραία αρειανική δογματική και για αυτό δεν ήσαν έτοιμοι να επιμείνουν στη υποστήριξη του. Αντίστοιχα, στην αντίπαλη πλευρά υπήρχαν διαφορές ως προς την ομολογία των θέσεων που κατέθεσαν, καθώς οι αυστηρότεροι από εκείνους την αντιμετώπισαν με μεγάλη δυσαρέσκεια καθώς ήταν ασαφής σε σχέση με την αρειανική διδασκαλία. Η θέση των επισκόπων στη σύνοδο ακόμα και σήμερα αξιολογείται από την θεολογική έρευνα καθώς προκρίνονται δύο περιπτώσεις. Η μία που τους εμφανίζει ως ισότιμα μέλη με όλους τους επισκόπους και η έτερη που τους εμφανίζει ως ηθικά υπόδικους στη σύνοδο, όπως υποστηρίζει ως πιθανότερη και ο καθηγητής [[Βλάσιος Φειδάς]].
 
Αν και ο Άρειος δεν κλήθηκε προφανώς σε αυτή τη σύνοδο, επίσκοποι που είχαν τις ίδιες απόψεις με εκείνον παρευρέθηκαν για να εκθέσουν σαφέστερα και να υποστηρίξουν τις θέσεις τους. Ως πρωτοστάτης των αρειανοφρόνων στη σύνοδο φαίνεται ο [[Ευσέβιος Νικομήδειας]], ο οποίος παρέδωσε και ''Λίβελλο'' πίστης υπέρ των αρειανικών θέσεων. Όμως, όπως περιγράφεται από τον Μέγα Αθανάσιο,<ref>''Επιστολή Περί της εν Νικαία συνόδου'', 2, 3.</ref> οι Αρειανόφρονες επίσκοποι «προς ευατούς διεμάχοντο» καθώς πολλοί από αυτούς δε συμφωνούσαν απόλυτα με τον εκδιδόμενο ''Λίβελλο'' και τοις εν πολλοίς ακραίες τοποθετήσεις του, απόρροια της ολοένα διαμορφούμενης δογματικής αντίληψης, που ολοκληρώθηκε στη σύνοδο. Για τη σύνοδο επίσης πληροφορούμαστε ότι κατά τη διάρκεια του δευτέρου μέρους της, δηλαδή της συντάξεως του Συμβόλου της Νίκαιας, δεν έλαβαν μέρος οι αρειανόφρονες αλλά απλά συγκατένευσαν στις αποφάσεις.
 
==Η διαμάχη μετά την Α΄ Οικουμενική σύνοδο==
 
 
==== Εισαγωγή ====
 
Παρά την ομόφωνη καταδική του Αρειανισμού από την [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος|Σύνοδο της Νίκαιας]] η οποία αποτυπώθηκε στο περιεχόμενο του κειμένου αναθεματισμού,<ref>Τους δε λέγοντας ην ποτέ ότε ούκ ήν, και πριν γεννηθήναι ουκ ήν, και οτι εξ ουκ όντων εγένετο, η εξ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας φάσκοντας είναι, ή κτιστόν ή τρεπτόν ή αλλοιωτόν τον Υιόν του θεού, αναθεματίζει η καθολική εκκλησία</ref>, αρειανόφρονες επίσκοποι παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους, όπως προκύπτει από τις ενέργειες μετά το πέρας της συνόδου, με τον Άρειο εν τέλει να μην καλείτε σε παράσταση στη σύνοδο, κάτι που αποτέλεσε βάση για τη μελλοντική εξέλιξη της έριδας.
 
==== Η μάχη για την επιρροή των θρόνων ====
Γραμμή 81 ⟶ 80 :
Ο [[Μέγας Κωνσταντίνος]] αρχικά θέλησε με αυστηρότητα να επιβάλει τις αποφάσεις τις Α΄ Οικουμενικής συνόδου, με αποτέλεσμα να καθαιρέσει τους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θέογνι, με την αιτία της φιλοξενίας του Αρείου. Έτσι από την αρχή και με βάση αυτή τη χειρονομία διαφάνηκε πως οι Αρειανοφρονες απειθάρχησαν τελικά στις αποφάσεις της συνόδου. Σύμφωνα δε, με τον [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Μέγα Αθανάσιο]] η κατάσταση αυτή άρχισε να μεταβάλεται σταδιακά, υπό την επιρροή δύο γυναικών<ref>Προς Μοναχούς,6</ref> στο περιβάλλον του αυτοκράτορα, της Βασιλίνας και της Κωνσταντίας, οι οποίες είχαν συγγενικές σχέσεις με τον [[Ευσέβιος ο Νικομηδείας|Ευσέβιο Νικομήδειας]] και με τον [[Ιουλιανός|Ιουλιανό]], μετέπειτα Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αντίστοιχα. Έτσι η πολιτική του, μεταστράφηκε σε μια συμβιβαστική πολιτική μεταξύ των αντιμαχομένων και αυτό καταδείχθηκε από μια σειρά μέτρων που ανέλαβε όπως ανακλήσεις αρειανοφρόνων επισκόπων και τη διενέργεια συνόδου το [[327]], που ο Άρειος υποχρεώθηκε σε ομολογία πίστεως αίροντας τις ακραίες θέσεις του, μη όμως δεχόμενος τον όρο «''ομοούσιος''», θέτοντας της έκφραση «''προς πάντων των αιώνων γεγεννημένον Θεόν Λόγον''», με ερμηνευτικές προεκτάσεις προς κάθε κατεύθυνση. Σημαντική όμως συστηματική προσπάθεια από τους αρειανόφορνες υπήρξε η αμφισβήτηση του όρου «ομοούσιος», η οποία παρέπεμπε σε διατύπωση του Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Παύλος όντως είχε χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό και είχε καταδικαστεί, σχετίζοντας τον όμως με την έννοια μία ουσία-ένα πρόσωπο και όχι με προσωπικό διαχωρισμό όπως η εν Νικαία σύνοδος θεoλόγησε.
 
Η κατάσταση όμως αντί να οδηγηθεί σε εξομάλυνση οδηγήθηκε σε όξυνση με βάση δύο σημαντικά γεγονότα. Την εκλογή του σφοδρού πολεμίου του αρειανισμού Αθανασίου Αλεξανδρείας στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας και η αποκατάσταση της επιρροής του Ευσεβίου Καισαρείας στα αυτοκρατορικά κλιμάκια. Οι Αρειανόφρονες αντιλαμβανόμενοι πως στους δύο σημαντικότερους θρόνους της ανατολής βρίσκονταν δυο κεφαλές της εκκλησίας με μεγάλη επιρροή στο σώμα της οικουμενικής εκκλησίας, έστρεψαν την πολιτική τους κατά των δύο, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή διαμάχης που στόχο δεν είχε το θεολογικό υπόβαθρο, αλλά καθαρά την πολιτικο-θρησκευτική επιρροή των κεφαλών της εκκλησιας. Όπως μάλιστα ο Σοζωμενός μας πληροφορεί,<ref>Εκκλ.Ιστ. 3,7</ref>, οι Αρειανόφρονες ήσαν προκατειλλημμένοι κατά των Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Σε αυτή την προσπάθεια στόχος ήταν η συκοφάντηση των δύο επισκόπων όπως μαθαίνουμε από τον Μεγάλο Αθανάσιο,<ref>Απολογητικός,7. Προς Μοναχούς 7,2</ref>, μια προσπάθεια που τελικά είχε αποτέλεσμα αφού ο Ευσέβιος Νικομηδείας εν τέλη καθαίρεσε με βάση κατηγορίες<ref>Μ.Αθανασίου, προς Μοναχούς, 4. «3 κατηγορίες πρόσαψαν στον Ευστάθιο. Οτι εξύβριζε την μητέρα του αυτοκράτορα Ελένη, οτι αποδέχθηκε παρανόμως μετάθεση από άλλη τοπική εκκλησία και οτι σύναψε παράνομες σχέσεις αποκτώντας παιδί».</ref> που προσείχθησαν, τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Αλλά και ο Αθανάσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας εκδιώχτηκε από την θέση του, αντικανονικώς<ref>Σύμφωνα με τους κανόνες μόνο η σύνοδος της τοπικής εκκλησίας είχε το δικαίωμα καθαίρεσης του επισκόπου και καμία άλλη σύνοδος</ref> το [[335]] από σύνοδο στα [[Ιεροσόλυμα]]. Στην παραγματικότητα με την εκδίωξη των δύο επισκόπων οι Αρειανόφρονες έδειξαν να κερδίζουν το παιχνίδι εξουσίας στην εκκλησία, ειδικά δε μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου και την αναμενόνη αρχικά αποστασιοποίηση του νέου Αυτοκράτορα στην ανατολή. Προεξάρχοντες και ηγέτες, υπήρξαν οι Ευσέβιοι Νικομηδείας και Καισαρείας, οι οποίοι ανέλαβαν νέες πρωτοβουλίες καθαιρώντας και άλλους νικαϊστές επισκόπους,<ref>Μ.Αθανασίου, Προς Μοναχούς,5-7</ref>, όπως τον Μάρκελο Άγκυρας Γαλατίας, με την αιτιολογία της έκπτωσης στο Σαβελλιανισμό το [[336]].
 
====Η εμπλοκή της Δύσης====
Γραμμή 87 ⟶ 86 :
Η σταθερή αξίωση του Κωνσταντίνου παρέμενε η θεολογική σύγκληση των δύο πλευρών, κάτι τέτοιο όμως με βάση τα γεγονότα που εξελίχθηκαν απομακρύνθηκε αλλά και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο με την διατύπωση ακραίων θεολογικών θέσεων αρειανοφρόνων επισκόπων, θέσεις που είχαν αποτέλεσμα την αντίδραση και μερίδας ακολούθων του. Οι αρειανόφρονες παρ' όλα αυτά απέκρουσαν σταθερά κάθε αίτημα για νέα οικουμενική σύνοδο, την ώρα που η θεολογική διαμάχη είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Κατά την περίοδο αυτή με την άνοδο των [[Κωνστάντιος Β'|Κωνσταντίου]] και [[Κώνστας|Κώνστα]] τα πράγματα άλλαξαν και κυρίως λόγο της ενεργής συμμετοχής της Δύσης στη έριδα.
 
Στη νέα αυτή περίοδο πλέον η διαμάχη απέκτησε και θεολογικό χαρακτήρα. Κύριοι εκφραστές από την πλευρά των αρειανοφρόνων ήταν ο [[Ευσέβιος Καισαρείας|Ευσέβιος Καισαρείας]] και από την πλευρά της καθολικής εκκλησίας ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Ο Ευσέβιος γενικά χαρακτηριζόταν ως μετριοπαθής αρειανόφρων και με βάση τη γραμματεία που διασώζεται<ref>Κατά Μαρκέλλου, 2 βιβλία και Εκκλησιαστική θεολογία, 3 βιβλία</ref> φαίνεται να στάθηκε θεολογικά μονομερώς στο ζήτημα του «''ομοουσίου''», με ταυτόχρονη όμως απόκλιση από την αμιγώς Αρειανική θεολογία. Ο θάνατός του δε, επέφερε σχίσμα ανάμεσα στους Αρειανόφρονες, οι οποίοι διαχωρίστηκαν σε «''Ομοιουσιανούς''» με ηγέτη τον [[Βασίλειος Άγκυρας|Βασίλειο Άγκυρας]], οι οποίοι κατά τον Μέγα Αθανάσιο «''την αυτήν ημίν διάνοια έχοντες''» και «''Ομοίους''» με ηγέτη τον [[Ακάκιος Καισαρείας|Ακάκιο Καισαρείας]], που παρέμειναν σταθεροί στις αρειανικές απόψεις. Αντιθέτως ο [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Μέγας Αθανάσιος]] στάθηκε σε τρία σημεία της Αρειανικής διδασκαλίας. Με βάση τη μονομέρεια της,<ref name=autogenerated1>Μ.Αθανασίου, Κατα Αρειανών Β΄,3</ref>, στο οτι ο όρος «''ομοούσιος''» ήταν αναγκαίος για τη φυσική θεότητα και συναϊδιότητα του Υιού,<ref name=autogenerated1 />, την αντίφαση της αγνώστου ουσίας του Θεού αλλά και τη σωτηριολογική σημασία της θεότητας του Χριστού.<ref>Μ.Αθανασίου Κατά Αιρέσεων, 59-70</ref>.
 
Οι εξελίξεις αυτήν την εποχή με την άνοδο των Κωνσταντίου και Κώνστα ήταν ραγδαίες. Ο Κωνστάντιος ήταν συνειδητά αρειανόφρων, ενώ ο Κώνστας πιστός στο σύμβολο της Νίκαιας, κάτι που υποχρέωσε σε αλλαγή πλεύσης τους αρειανόφρονες. Ενώ αρχικά κλήθηκαν, με το θάνατο του Μ.Κωνσταντίνου, πίσω οι εξόριστοι επίσκοποι, οι αρειανόφρονες αντέδρασαν και έστειλαν αντιπροσωπεία στη Ρώμη ζητώντας επικύρωση των συνόδων της Ανατολής. Ο [[Ιούλιος Ρώμης]] όμως αντέταξε τη βούληση, να πραγματοποιηθεί αναθεώρηση όλων των καθαιρέσεων σε νέα σύνοδο, κάτι που οδήγησε σε όξυνση τις σχέσεις Δύσης-αρειανοφρόνων, που πλεόν ήλεγχαν και τον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, με επίσκοπο τον Ευσέβιο Νικομηδείας. Έτσι σύνοδος στην Αντιόχεια το [[339]] επικύρωσε την καθαίρεσή τους, υποχρεώνοντας τους εξορίστους να βρουν καταφύγιο στη Δύση. Η Δύση με τη σειρά της αντέταξε νέα σύνοδο το [[340]] στη Ρώμη, η οποία διακύρηξε την ορθοδοξία των επισκόπων, δέχοντάς τους σε κοινωνία. Στο διάστημα [[341]] με [[351]] ουσιαστικά ακολούθησε διαμάχη μεταξύ των επισκόπων των δύο πλευρών με διενέργεια συνόδων και εκατέρωθεν αντεγκλήσεων. Παρόλα αυτά έγινε προσπάθεια σύγκλησης από την πλευρά των αρειανοφρόνων προς το Νικαϊκό σύμβολο, με ανυποχώρητη όμως τη θέση περί «''ομοουσίου''». Ο Αυτοκράτορας Κώνστας σε αυτό το διάστημα προσπάθησε να πιέσει για νέα οικουμενική σύνοδο, αλλα οι αρειανόφρονες απέκρουσαν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Παρ' όλα αυτά έγινε απόπειρα νέας οικουμενικής συνόδου το [[343]] στη [[Σόφια|Σαρδική]] μετά την έντονη πίεση που είχε ασκηθεί από τον Κώνστα στον Αυτοκράτορα της ανατολής Κωνστάντιο. Η σύνοδος τελικά ουδέποτε διενεργήθει διότι οι αρειανόφρονες έθεσαν θέμα ''κανονικής συγκροτήσεως'' με την αξίωση να αναγνωριστούν οι καθαιρέσεις των επισκόπων των ανατολικών συνόδων, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Έτσι διενεργήθηκαν δύο παράλληλες σύνοδοι των παρατάξεων.
Γραμμή 95 ⟶ 94 :
Ο θάνατος του [[Κώνστας|Κώνστα]] ήταν μια καταλυτική εξέλιξη για την πορεία της έριδας. Ο [[Κωνστάντιος Β'|Κωνστάντιος]] πλέον απέμεινε μοναδικός αυτοκράτορας και όπως ήταν λογικό οι αρειανοί καταστάθηκαν απόλυτοι κυρίαρχοι στην μάχη της επικράτησης στην εκκλησία. Αντ’ αυτού όμως αυτήν την περίοδο οι αρειανόφρονες διασπαστήκαν σε 3 παρατάξεις. Τους «''Ομοίους''», οι οποίοι ήταν πιστοί ακόλουθοι της διδασκαλίας του Αρείου, τους «''Ομοιουσιανούς''» οι οποίοι δέχονταν τη φυσική θειότητα του Χριστού και συναϊδιότητα, απορρίπτοντας και αντικαθιστώντας το όρο «''ομοούσιος''» και τους «''Ανόμοιους''» ή και «''Ευνομοιανούς''» (εξ αιτίας του ηγέτη τους Ευνομίου), οι οποίοι έθεσαν νέες θεολογικές διαφορροποιήσεις. Μάλιστα οι αντιμαχόμενες πλευρές πολέμησε η μία την άλλη με μεγάλη σφοδρότητα. Από τις 3 παρατάξεις οι «''Όμοιοι''» παρότι αποτελούσαν το μικρότερο κομμάτι, τόσο από άποψη επισκόπων αλλά και ποιμνίου κέρδισαν την εύνοια του Αυτοκράτορα. Οι σημαντικότεροι εκφραστές των «''Ομοιουσιανών''» ήταν ο [[Βασίλειος Άγκυρας]], [[Γεώργιος Λαοδικείας]] και [[Ευστάθιος Σεβάστειας]], ενώ των «ομοίων» ο Ακάκιος Καισαρείας της Παλαιστίνης. Οι δύο παρατάξεις μάλιστα είχαν δεχθεί ως σύμβολο το σύμβολο της εν Αντιοχείας συνόδου των Αρειανοφρόνων το [[341]] και δη το δεύτερο από τέσσερα σύμβολα που συντάχθηκαν, το οποίο πρότεινε τον Υιό «όμοιο κατά πάντα το Πατρί». Παρόλα αυτά οι «όμοιοι» σταδιακά απομακρύνθηκαν από αυτή τη διδασκαλία. Οι «Ανόμοιοι» ως ηγέτη είχαν τον Αέτιο και στη συνέχεια το σημαντικότερο θεολόγο της αρειανικής διδασκαλίας και μαθητή του Αετίου, Ευνόμιο.
 
Οι εξελίξεις την περίοδο αυτή και μέχρι το θάνατο του Κωνστάντιου είχαν τη σφραγίδα του αυτοκράτορα. Ο ίδιος υποστήριξε με θέρμη τους «''ομοίους''», οι οποίοι ενώ αρχικά, όπως είδαμε συμφώνησαν προς μια πιο μετριοπαθή πολιτική που τους έφερε σε σύγκληση με τους «''ομοιουσιανούς''», υπαναχώρησαν σε προγενέστερες απόψεις διενεργώντας σύνοδο το [[351]] στο [[Σίρμιο]] και συντάσσοντας σύμβολο, το οποίο δήλωνε τον Υιό «''υποταγμένον τω Πατρί''». To σύμβολο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως θεολογική βάση για την επιβολή του Αρειανισμού σε Ανατολή και Δύση, με παράλληλη υποχρέωση όλων των επισκόπων να το αναγνωρίσουν όπως μαρτυρεί ο επίσκοπος Ρώμης [[Λιβέριος Ρώμης|Λιβέριος]] στην επιστολή προς «Ανατολικούς επισκόπους».<ref>PG 67,489-494</ref>. Όσοι αρνήθηκαν εξορίστηκαν μεταξύ αυτών και οι Κορδούης Όσιος, Όσιος Μεδιολάνων Διονύσιος, Βαρκέλλων Ευσέβιος, Καλάρεως Λούκιφερ, Πικταβίου Ιλάριος κ.α., προωθώντας στις θέσεις τους επισκόπους της παρατάξεως των «''Ομοίων''». Οι «''όμοιοι''» μάλιστα σε μια επίδειξη δύναμης σε νέα σύνοδο το [[359]] στη [[Σελεύκεια]] καταδίκασαν και τον όρο «''ανόμοιος''»,<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων, 73,15</ref>, όπως και τους όρους «''ομοούσιος''» ή «''όμοιος''». Οι «''ομοιουσιανοί''», σε σύνοδο στην Άγκυρα το [[358]] υπό την προεδρία του Βασιλείου Αγκύρας, εξέδωσαν 18 αναθεματισμούς σε συγκεκριμένες θεολογικές θέσεις των «''ανομοίων''», καθώς και ένα 19ο αναθεματισμό, κατά του «''ομοουσίου''» που τον χαρακτήριζαν ως [[Μοναρχιανισμός|Σαβελλιανιστινό]].<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων73, 2-11,12-22 και Σοζωμενός, Εκκλ.Ιστ.5,12</ref>. Η κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών βρήκε σύμφωνο τον Κωνστάντιο ο οποίος συγκάλεσε νέα σύνοδο στο Σίρμιο, η οποία συνέταξε νέο σύμβολο το [[359]], με σύμπραξη «''ομοίων''» και «''ομοιουσιανών''», η οποία χαρακτήριζε τον Υιό «''όμοιον δε λέγομεν τον Υιόν τω Πατρί κατά πάντα, ως και αι αγίαι γραφαί λέγουσιν''».<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων, 73</ref>.
 
Οι έριδες όμως δεν έπαψαν και ενώ οι νικαϊστές επίσκοποι έδειχναν να μένουν εκτός οργάνων λήψεων των αποφάσεων, βρήκαν ευκαιρία να δηλώσουν την παρουσία τους λόγω των εσωτερικών αρειανικών ερίδων. Ο Κωνστάντιος αξίωσε για τη γεφύρωση του χάσματος δίδυμη οικουμενική σύνοδο, κάτι που όλες οι αρειανίζουσες ομάδες επεδίωξαν. Έτσι συγκλήθηκε σύνοδος το [[359]] στη [[Αριμίνο]] του [[Ρίμινι]] με παρουσία 400 περίπου επισκόπων. Η βάση της συνόδου ήταν το σύμβολο του Σιρμίου ή 4ου συμβόλου του Σιρμίου του [[359]]. Η απόφαση όμως των επισκόπων ήταν καταδίκη των αρειανικών απόψεων και επιβεβαίωση του Συμβόλου της Νίκαιας του [[325]], με παράλληλη απόφαση καθαίρεσης των αρειανοφρόνων. Η απόφαση αυτή πάρθηκε στις 21 Ιουλίου του [[359]]. Όμως η σύνοδος έπρεπε να κυρωθεί από τον Αυτοκράτορα και κατά σύνοδο της κυρώσεως στη Νίκη της Θράκης, αντιπρόσωποι των «''ομοίων''» και σύμβουλοι του αυτοκράτορα μετά από πιέσεις και απειλές υποχρέωσαν σε άρνηση της αποφάσεως και επικύρωση του συμβόλου του Σιρμίου, απαλείφοντας και την «''κατά πάντα''» ομοιότητα, που έθεταν οι «''ομοιουσιανοί''». Ο έπαρχος Ταύρος μάλιστα πίεσε τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη σύνοδο να δεχθούν το σύμβολο του Σιρμίου, και σε νέα σύνοδο 160 επισκόπων στη Σελεύκεια το [[359]], αρχικά απέρριψαν και πάλι το σύμβολο, τελικά όμως μετά την παρέμβαση του αυτοκράτορα η σύνοδος υποχρεώθηκε σε υπογραφή του Συμβόλου του Σιρμίου, καθαιρώντας τον Αέτιο, ηγέτη των «''ανομοίων''», και τους κυριότερους επισκόπους των «''ομοιουσιανών''».<ref>Μέγας Αθανάσιος, Περί των Γενομένων εν Αριμίνω και Σελευκεία συνόδων και Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. 2, 28</ref>.
 
Η έριδα ανάμεσα σε «''ομοίους''» και «''ομοιουσιανούς''» κλιμακώθηκε, αλλά στο τέλος αυτής της περιόδου ήρθαν στη επιφάνεια δυο μεγάλα θεολογικά ζητήματα. Αφ'ενός η θεμελίωση του όρου «''όμοιος''», αφετέρου ο σαφής προσδιορισμός των όρων «''υπόσταση''», «''πρόσωπο''», «''ουσία''», που αποτέλεσε το δρόμο προς την [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ οικουμενική σύνοδο]].
Γραμμή 107 ⟶ 106 :
Αυτήν την περίοδο μέγιστη προσωπικότητα για τους Νικαϊστές αποδείχθηκε ο [[Βασίλειος Καισαρείας|Μέγας Βασίλειος]]. Ο Μέγας Βασίλειος επέδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα στους αποκλίνοντες της συνόδου της Νίκαιας, ζητώντας να καταδικαστούν θέσεις υπερμάχων της καθολικής εκκλησίας, που παρέμεναν διαφοροποιημένες από το σύμβολό της. Ο ίδιος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στα θεολογικά ζητήματα αφού όχι μόνο με πειστικά επιχειρήματα αναίρεσε τις όποιες σαβελλιανιστικές επιρροές<ref>Επιστ. 69,125,207,239,265,266</ref> στην εκκλησία, απομακρύνοντας υποψίες πως η εκκλησία κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά προέβαλλε και τη διατύπωση «περί των τριών υποστάσεων» με τον όρο «μία ουσία-τρεις υποστάσεις», η οποία θεμελιώθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες και έγινε αποδεκτή από το σώμα της εκκλησίας κατά τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο. Ο Βασίλειος συνέδεσε τον όρο «''υπόστασις''» προς τον όρο «''πρόσωπο''», διακρίνοντας τον από την «''ουσία''».
 
Σημαντικό κεφάλαιο σε αυτήν την περίοδο ήταν η επιστροφή των εξορίστων επισκόπων. Αυτή η ενέργεια ενίσχυσε την εκκλησία και σε συνδυασμό με τις κακές σχέσεις μεταξύ των αρειανικών ομολογιών, ισχυροποίησε η θέση της. Μάλιστα με την προσέγγιση των «ομοιουσιανών» και τη γεφύρωση του χάσματος με την αντικατάσταση του «''ομοουσίου''» με την έκφραση «''αληθώς τον Υιόν φύσει Υιόν''»<ref>Μ.Αθανάσιος, Προς τους εν Αφρική, 9</ref> επήλθε νέα σύγκληση, που όμως διαίρεσε τους «''ομοιουσιανούς''». Το [[362]] συγκλήθηκε σύνοδος στην [[Αλεξάνδρεια]] η οποία διαχώρισε τους ορθοδόξους από τους αρειανούς επισκόπους, ενώ νέα σύνοδος το [[363]] στην Αντιόχεια αποδέχθηκε ομόφωνα τον όρο «''ομοούσιος''».<ref>Επιφάνιος. Κατά Αιρέσεων, 73, 24, 2</ref>.
 
Οριστική συμφωνία δεν μπορούσε όμως να συναφθεί, εξαιτίας του ζητήματος τη φυσικής θεότητας του Αγίου πνεύματος. Οι αρειανόφρονες ουσιαστικά είχαν χωριστεί σε δύο παρατάξεις. Οι μετριοπαθείς και συνεπείς, θεωρούσαν το πνεύμα κτίσμα του πατρός, οι «''ανόμοιοι''» κτίσμα του Υιού,<ref>Επιφάνιος, κατά Αιρέσεων, 69, 56</ref>, που ονομάστηκαν και πνευματομάχοι. Η συμφωνία όμως αδυνατούσε να επέλθει ιδίως λόγο της ανόδου στο θρόνο του [[Ουάλης|Ουάλη]], ο οποίος ευνοούσε τους «''Ανομοίους''», με αποτέλεσμα να κυρρήξει διωγμούς κατά των υπολοίπων παρατάξεων. Η θεολογική διαμάχη τελικά για την αποδοχή της θεότητας του Αγίου Πνεύματος επικεντρώθηκε κυρίως ανάμεσα στους Βασίλειο και Ευνόμιο. Ο Ευνόμιος με [[Καππαδοκία|Καππαδοκική]] καταγωγή, διέθετε όπως και ο Βασίλειος ευρύτατη φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ο ίδιος μάλιστα ήταν ο μοναδικός αρειανόφρων που έγραψε συστηματική θεολογία του αρειανισμού, με εκλεκτική ανάμιξη Αρειανικών και νεοπλατωνικών δοξασιών, όπως κρίνεται σήμερα. Η διδασκαλία του υποστήριζε:
* Την ταύτιση «''ουσίας''», «''υπόστασης''», «''ονομάτων''» (γεννητόν, αγέννητον, εκπορευτόν) και «''ενέργειας''» των τριών προσώπων.
* Τα πρόσωπα δηλώνουν τη ιδιαιτερότητα της «''φύσης''» και τις «''ουσίας''» και άρα την ετερότητα αυτών. Έτσι υποστήριζε πως Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα δεν προσδιορίζουν την «''ουσία''», αλλά την ετερότητα των ενεργειών. Έτσι πρώτο κτίσμα του Πατρός είναι ο Υιός και πρώτο κτίσμα του Υιού είναι το Άγιο Πνεύμα.
* Ο Πατήρ είναι «''ακήρατος''», δηλαδή δε μεταβάλλεται, ενώ τα άλλα δύο πρόσωπα επίκαιρα.<ref>Ευνομίου, Απολογία και Απολογία υπέρ Απολογίας</ref>.
Ο ίδιος αποσύρθηκε το [[383]] στα [[Διάκορα Καππαδοκίας]] μέχρι και το θάνατό του το [[392]].
 
Στην πραγματικότητα και Αθανάσιος Αλεξανδρείας μέχρι τη διασαφήνιση των όρων επέμενε στον όρο μία υπόσταση-μία ουσία,<ref>Μ.Αθανάσιος προς Αντιοχείς, 6</ref>, η οποία δεν αναιρούσε, αφού δεν είχε σαφώς προσδιοριστεί, την ταύτιση «''υπόσταση''»-«''πρόσωπο''» κάτι που φαίνεται να δέχεται<ref>Μ.Αθανάσιος, Επιστ. Προς Σεραπίωνα, 25</ref> μετά το [[362]]. Όμως εισερχόμενη η εκκλησία σε τόσο λεπτολόγο θεολογία, καθίστατο αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός των όρων. Η προσέγγιση του Αθανασίου έδινε έμφαση την ενότητα της Τριάδος, ενώ των Καππαδοκών στο μυστήριο της τριαδικότητας, απέναντι στη σαφή θέση του Ευνομίου. Έτσι ο Μέγας Βασίλειος προχώρησε στη θεμελίωση των όρων προβάλλοντας μαζί με τον [[Γρηγόριος Νύσσης|Γρηγόριο Νύσσης]] και το [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Γρηγόριο το Θεολόγο]] τη σχέση των «''προσώπων''», μια διδασκαλία που βρήκε ευρεία απήχηση στο ποίμνιο, εξασθενώντας σε σημαντικό βαθμό τις επιρροές της αρειανικής διδασκαλίας που μεν στη Δύση βαλλόταν από το [[Αμβρόσιος Μεδιολάνων|Αμβρόσιο Μεδιολάνων]] με σημαντική επιτυχία, στην ανατολή έβρισκε σημαντικά ερείσματα, αναιρώντας βασικά επιχειρήματα του Ευνομίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος δε, με τη συστηματική του θεολόγηση και με την άνοδό του στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, εκτόπισε ακόμα περισσότερο την Αρειανική και ιδίως την Ευνομιανή αρειανική θεολογία.
 
Ο θάνατος του Ουάλη και η άνοδος του [[Θεοδόσιος Α'|Θεοδοσίου]], με την ταυτόχρονη κατάρρευση των Αρειανικών ερεισμάτων στη Δύση, ισχυροποίησε την κυρίαρχη πλέον θέση της εκκλησίας και συμπορευόμενη σε κοινή γραμμή, εν αντιθέση με την πολυδιάσπαση των αρειανοφρόνων, αποδυνάμωσαν και στην ανατολή τα ερείσματα του αρειανισμού, πού όμως ήδη είχε βρει ιδιαίτερη απήχηση εκτός Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ιδίως στα Γερμανικά φύλα των Γότθων. Την ίδια εποχή ο [[Μελέτιος Α΄ Αντιοχείας|Μελέτιος Αντιόχειας]] μετά η εξορία του επέστρεψε στον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας ύστερα από μεγάλη προσπάθεια των Καππαδοκών, αφού τόσο οι Δυτικοί όσο ο Αθανάσιος δεν έβλεπαν με θετικό μάτι την επάνοδό του. Ο ίδιος όμως ανέλαβε άμεσα ενεργό ρόλο και μάλιστα ηγετικό, ιδίως μετά τους θανάτους Μ.Αθανασίου και Μ.Βασιλείου το [[373]] και [[379]] αντίστοιχα. Έτσι με την υπάρχουσα κατάσταση, την άνοδο στους θρόνους Νικαϊστών επισκόπων και την εμφάνιση Γρατιανού και Θεοδοσίου, που ενίσχυσαν αποδεχόμενοι τις θέσεις της εκκλησίας, την εκκλησία, το μόνο που απέμενε ήταν η σύγκληση νέας οικουμενικής συνόδου για την τελική συμφωνία στον προσδιορισμό των θεολογούμενων ζητημάτων.
Γραμμή 121 ⟶ 120 :
=== Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος ===
 
Ο τερματισμός της αρειανικής έριδας, ήταν αναμφισβήτητα η σύγκληση της [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ Οικουμενικής συνόδου]], στην [[Κωνσταντινούπολη]] το [[381]]. Η σύνοδος αυτή συγκλήθηκε από το Μέγα Θεοδόσιο και διενεργήθηκε υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας,<ref>Προήδρευσαν επίσης οι Γρηγόριος Θεολόγος και Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως. Ο Μελέτιος αιφνιδίως πέθανε κατα τη διάρκεια των εργασιών της συνόδου, ενώ το πέρας της συνόδου βρήκε προεδρεύοντα τον Νεκτάριο, μετά από παραίτηση του Γρηγορίου.</ref>, ενώ ολοκληρώθηκε σε δύο συνοδικά μέρη, με έναρξη το [[381]] και ολοκλήρωση το [[382]] και με σημαντικά μεγάλη διαφοροποίηση στη σύνθεση τους, αφού στο πρώτο μέρος δεν είχαν κληθεί οι [[Επίσκοπος|επίσκοποι]] [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]]-[[Αφρική|Αφρικής]]ς, [[Ιλλυρία|Ιλλυρίας]]ς και της Δύσεως. Στόχος της συνόδου πέρα από το βασική επιδίωξη της επίλυσης εσωτερικών διαφορών που είχαν προκύψει με τη χειροτονία του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν η συνοδική καταδίκη του Αρειανισμού κάτι που στο πρώτο κομμάτι της συνόδου περιελήφθει στον πρώτο κανόνα της.
 
Η σύνοδος όμως της Κωνσταντινούπολης πέραν της αντιμετώπισης του Αρειανισμού με στόχο να καταδικάσει την διδασκαλία του και να επιβεβαιώσει την θέση την Συνόδου της Νίκαιας είχε και στόχο να εισάγει τα στελέχη του Αρειανισμού πίσω στους κόλπους της. Ορίστηκε δε , από τη σύνοδο πως γι αυτό το σκοπό θα έπρεπε να επιδώσουν ''Λίβελο πίστεως'' αλλά και να δεχθούν εκ νέου το ''χρίσμα''. Μάλιστα ο ''Λίβελος'' που έπρεπε να υποβάλλουν ήταν το αργότερα από την [[Δ΄ Οικουμενική σύνοδος|Δ΄ Οικουμενική σύνοδο]] αξιολογούμενο ως σημερινό [[Σύμβολο της Πίστεως]], το οποίο συνετάχθει στη σύνοδο ως «Ομολογία πίστεως». Η προσπάθεια της εκκλησίας, δε σταμάτησε εκεί αλλά έγινε προσπάθεια με νέα σύνοδο το [[383]] στην Κωνσταντινούπολη,<ref>Mansi, 3,643 κεξ</ref>, υπό τον Νεκτάριο, να επανέλθουν οι ηγέτες των Αρειανοφρόνων, σε κοινωνία με την εκκλησία, βασισμένη σε μια συλλογή «πατερικών κειμένων». Οι ίδιοι όμως απέρριψαν αυτό το ενδεχόμενο και εξέδωσαν η κάθε μία ξεχωριστά το δικό της Λίβελο πίστης.
Ο τερματισμός της αρειανικής έριδας, ήταν αναμφισβήτητα η σύγκληση της [[Β΄ Οικουμενική Σύνοδος|Β΄ Οικουμενικής συνόδου]], στην [[Κωνσταντινούπολη]] το [[381]]. Η σύνοδος αυτή συγκλήθηκε από το Μέγα Θεοδόσιο και διενεργήθηκε υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας<ref>Προήδρευσαν επίσης οι Γρηγόριος Θεολόγος και Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως. Ο Μελέτιος αιφνιδίως πέθανε κατα τη διάρκεια των εργασιών της συνόδου, ενώ το πέρας της συνόδου βρήκε προεδρεύοντα τον Νεκτάριο, μετά από παραίτηση του Γρηγορίου.</ref>, ενώ ολοκληρώθηκε σε δύο συνοδικά μέρη, με έναρξη το [[381]] και ολοκλήρωση το [[382]] και με σημαντικά μεγάλη διαφοροποίηση στη σύνθεση τους, αφού στο πρώτο μέρος δεν είχαν κληθεί οι [[Επίσκοπος|επίσκοποι]] [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]]-[[Αφρική|Αφρικής]], [[Ιλλυρία|Ιλλυρίας]] και της Δύσεως. Στόχος της συνόδου πέρα από το βασική επιδίωξη της επίλυσης εσωτερικών διαφορών που είχαν προκύψει με τη χειροτονία του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν η συνοδική καταδίκη του Αρειανισμού κάτι που στο πρώτο κομμάτι της συνόδου περιελήφθει στον πρώτο κανόνα της.
 
Η σύνοδος όμως της Κωνσταντινούπολης πέραν της αντιμετώπισης του Αρειανισμού με στόχο να καταδικάσει την διδασκαλία του και να επιβεβαιώσει την θέση την Συνόδου της Νίκαιας είχε και στόχο να εισάγει τα στελέχη του Αρειανισμού πίσω στους κόλπους της. Ορίστηκε δε , από τη σύνοδο πως γι αυτό το σκοπό θα έπρεπε να επιδώσουν ''Λίβελο πίστεως'' αλλά και να δεχθούν εκ νέου το ''χρίσμα''. Μάλιστα ο ''Λίβελος'' που έπρεπε να υποβάλλουν ήταν το αργότερα από την [[Δ΄ Οικουμενική σύνοδος|Δ΄ Οικουμενική σύνοδο]] αξιολογούμενο ως σημερινό [[Σύμβολο της Πίστεως]], το οποίο συνετάχθει στη σύνοδο ως «Ομολογία πίστεως». Η προσπάθεια της εκκλησίας, δε σταμάτησε εκεί αλλά έγινε προσπάθεια με νέα σύνοδο το [[383]] στην Κωνσταντινούπολη<ref>Mansi, 3,643 κεξ</ref>, υπό τον Νεκτάριο, να επανέλθουν οι ηγέτες των Αρειανοφρόνων, σε κοινωνία με την εκκλησία, βασισμένη σε μια συλλογή «πατερικών κειμένων». Οι ίδιοι όμως απέρριψαν αυτό το ενδεχόμενο και εξέδωσαν η κάθε μία ξεχωριστά το δικό της Λίβελο πίστης.
 
== Το τέλος του Αρειανισμού ==
 
Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, οι αποφάσεις τις Β΄ Οικουμενικής συνόδου και η ταυτόχρονη προσπάθεια των Πατέρων της εκκλησίας για την αντιμετώπιση του Αρειανισμού, αποδυνάμωσαν σε μεγάλο βαθμό την επιρροή και τη δυναμική που ανέπτυξε ο Αρειανισμός, κατά τα τέλη του 4ου αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η πλειοψηφία του λαού ακολούθησε τις αποφάσεις των συνόδων, ενώ πολλοί επίσκοποι εισχώρησαν στην εκκλησία. Παρά ταύτα ο Αρειανισμός είχε εισχωρήσει στη Κεντρική κι Δυτική Ευρώπη, αφού η γειτνίαση με τους [[Γότθοι|Γότθους]] και η μεγάλη επιρροή που άσκησε ο Αρειανισμός έστρεψε το φύλλο αυτό, στην αποδοχή της διδασκαλίας του και ειδικά των «Ομοίων». Οι ίδιοι μετακινούμενοι στα Δυτικά και ιδρύοντας το ισχυρό Βασίλειο των Γότθων με έδρα το [[Τολέδο]], διέδωσαν τον Αρειανισμό και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μεταθέτοντας τη διαμάχη. Μεγάλη ιεραποστολική μορφή στη διάδοση του Αρειανισμού, υπήρξε ο επίσκοπος, χειροτονημένος από τον Ευσέβιο Νικομηδείας, Ουλφίλας. Η αποδυνάμωση όμως του Γοτθικού βασιλείου και αφομοίωσή τους από τους Φράγκους, οι οποίοι αρχικά ακολούθησαν την διδασκαλία της Καθολικής εκκλησίας, εξάλειψε ουσιαστικά τον Αρειανισμό, αν και μέχρι τον 6ο αιώνα παρατηρούνται υπολείμματα πιστών της ομολογίας αυτής.
 
 
==Χρονολόγιο της αρειανής διαμάχης==
Γραμμή 141 ⟶ 138 :
* '''[[317]]:''' Μικρά Ασία, ο [[Ευσέβιος Νικομήδειας|Ευσέβιος]], μαθητής του [[Λουκιανός Αντιοχείας|Λουκιανού Αντιοχείας]], διορίζεται επίσκοπος Νικομήδειας.
 
* '''[[318]]/[[319]]:''' Αίγυπτος, Ο Άρειος κατηγορείται από τον Κόλλουθο για αιρετικές αντιλήψεις. Το ζήτημα οξύνεται και περιέρχεται στη δικαιοδοσία του Αλεξανδρου, που αρχικά και λόγω αμφιταλάντευσής του καλεί σύνοδο, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, αφού τόσο ο Κόλουθος όσο και Άρειος αποσχίζονται. Σε μια αντιπαράθεση περί της φύσης και σχέσης του Πατέρα με τον Υιο, την οποία ο Άρειος κήρρυτε στην Αλεξάνδρεια, ο Άρειος κατηγορεί τον Αλέξανδρο για [[Σαβελλιανισμός|Σαβελλιανισμό]]. Ορίζει σαφέστερα τις υιοθετιστικές («[[Μοναρχιανισμός#Δυναμικοί Μοναρχιανοί ή Υιοθετιστές|δυναμικός μοναρχιανισμός]]») θέσεις του, οι οποίες είχαν ήδη καταδικαστεί από την εκκλησία, θέσεις με βάση τη θεολογία του Λουκιανού Αντιοχείας, οι οποίες όμως με βάση το σύμβολό του ήταν διαφοροποιημένη. Ως απάντηση, ο Αλέξανδρος συστήνει σύνοδο η οποία καταδικάζει και εξορίζει τον Άρειο. Ο Άρειος αντιδράει γράφοντας επιστολή προς τον Ευσέβιο Νικομήδειας στην οποία διαμαρτύρεται για την άδικη δίωξή του, παρότι όταν κλήθηκε στη σύνοδο να δώσει εξηγήσεις, δεν παραβρέθηκε. Η επιστολή αναφέρει ότι στην καταδίκη περιλήφθηκαν ο Ευσέβιος Καισαρείας και έξι επίσκοποι της Ανατολής.<ref>Θεοδώρητος Εκκλ. Ιστ. 1,4. Ευσέβιος καισαρείας, Θεόδοτος, Παυλίνος, Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αέτιος</ref>. Ο Άρειος πηγαίνει στη Νικομήδεια κατόπιν πρόσκλησης του Ευσέβιου και αμέσως μετά ο Ευσέβιος αποστέλλει μια σειρά επιστολών προς τους επισκόπους της Μικράς Ασίας υποστηρίζοντας τον Άρειο. Λόγω της ισχυρής υποστήριξής του προς τον Άρειο, ο Ευσέβιος «μετέτρεψε σε οικουμενική διαμάχη κάτι που θα μπορούσε να είχε παραμείνει μια αιγυπτιακή διένεξη»,<ref>Johannes Quasten, ''Patrology'', Τόμ. 3ος, σελ. 191.</ref>, παρότι αρχικά τον κάλεσε παραιτηθεί από τις ακραίες θέσεις του, τις οποίες μέχρι και το τέλος της ζωής του διατήρησε ως αρχηγός των «''ομοιουσιανών''», δηλαδή παράταξης που πολέμησε τον αμιγή αρειανισμό, τους «''όμοιους''».
 
:Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, ο Αλέξανδρος γράφει της ''Καθολική Επιστολή'' του στην οποία ενημερώνει τους άλλους επισκόπους ότι και ο Ευσέβιος Νικομήδειας διαδίδει επίσης την αρειανή [[αίρεση]]. Τους προειδοποιεί να μην ακολουθήσουν τον Ευσέβιο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα υποπέσουν και εκείνοι σε [[αποστασία]].
Γραμμή 151 ⟶ 148 :
* '''[[325]]:''' Παλαιστίνη, ο [[Όσιος Κορδούης|Όσιος]], επίσκοπος στην [[Κόρδοβα]] και αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα [[Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας|Κωνσταντίνου]], προΐσταται σε αντιαρειανή σύνοδο που έγινε στην Αντιόχεια, στις αρχές του 325. Η σύνοδος εκείνη καταδίκασε τον Ευσέβιο Καισαρείας ως συμπαθώντα του Άρειου και διαμόρφωσε μια δογματική ομολογία υπέρ της θεολογίας του Αλεξάνδρου. Η εκκλησία με αυτή τη σύνοδο ουσιαστικά καταδίκασε τον Αρειανισμό και η συντριπτική πλειοψηφία των επισκόπων, πλην τριών, που έμειναν σταθεροι στις θέσεις του Αρείου.
 
* '''325:''' Μικρά Ασία, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκαλεί την Σύνοδο της Νίκαιας για να διαμορφωθεί μια ομολογία ή δήλωση πίστης η οποία θα ενοποιήσει την χριστιανική εκκλησία. Καταγράφεται το Σύμβολο της Νίκαιας, το οποίο διακηρύττει ότι ο Πατέρας και ο Υιος είναι της ίδιας ουσίας («ομοούσιος»), παίρνοντας σαφώς αντιαρειανή θέση. Στη σύνοδο όλοι οι επίσκοποι πλην δύο,<ref>Σοζωμενός Εκκλ. Ιστ. 2,21 Ευσέβιος Νικομηδείας, Θεογνις Νικαίας</ref>, προσυπογράφουν το σύμβολο. Ο Άρειος εξορίζεται στην [[Ιλλυρία]], ενώ όλοι οι επίσκοποι όπως και ο Ευσέβιος συνυπογράφουν το σύμβολο, πλην δύο.
 
* '''[[327]]:''' Ο Άρειος και ο [[Ευζώιος]] έγραψαν μια επιστολή προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Στην επιστολή περιέχεται μια ομολογία πίστης που επιδιώκει να κάνει φανερή την ορθοδοξία των θέσεων του Άρειου καθώς και το αίτημα για να αποκατασταθεί στην προηγούμενη εκκλησιαστική θέση του.
Γραμμή 179 ⟶ 176 :
* ''[http://www.egiklopedia.gr/ Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού]'', Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, λήμμα «[http://www2.egiklopedia.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=3727 Αρειανισμός]» (και [http://www2.egiklopedia.gr/asiaminor/forms/filePage.aspx?lemmaId=3727 εδώ] {{pdf}})
* [http://www.arian-catholic.org/ The Church of Arian Catholicism]
 
 
[[Κατηγορία:Αρχαίες χριστιανικές ομολογίες]]