Περίκλειστο και αποσπασμένο έδαφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: ar, sl Αφαίρεση: af, als, az, be, be-x-old, bg, bs, cv, eml, eu, fa, fi, fr, gl, he, is, it, ja, ka, ko, lb, lv, pt, sr, szl, uk |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
Στην [[πολιτική γεωγραφία]] ως '''περίκλειστον έδαφος''', (''ενκλάβιο''), ορίζεται ένα τμήμα γης που περιβάλλεται από εδάφη μιας ξένης χώρας.
Η λέξη ''enclave'' που μεταφράζεται ως περίκλειστον έδαφος εμφανίστηκε στη γλώσσα της [[διπλωματία]]ς μάλλον αργά στην [[Αγγλική γλώσσα|Αγγλική]], το 1868, προερχόμενη από τη [[Γαλλική γλώσσα|Γαλλική]], την ''[[lingua franca]]'' της διπλωματίας, με νόημα κληροδοτημένο από την ύστερη [[Λατινική γλώσσα|λατινική λέξη]] ''inclavatus'' που σημαίνει 'κλειδωμένος μέσα". Το αντίθετο του περίκλειστου εδάφους είναι το '''αποσπασμένο έδαφος''' ή ''αποσπασμένο τμήμα'' (''
Τα περίκλειστα εδάφη (ενκλάβια) δημιουργούνται για διάφορους [[ιστορία|ιστορικούς]], [[πολιτική|πολιτικούς]] και [[γεωγραφία|γεωγραφικούς]] ή γεωφυσικούς λόγους. Ορισμένες περιοχές, για παράδειγμα, ορίστηκαν ως περικλειστα εδάφη εξαιτίας της αλλαγής της κοίτης [[Ποταμός|ποταμών]].
|