Δομισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 5:
Ο αρχικός [[γλωσσολογικός δομισμός]] του Σωσσύρ επέφερε μεγάλες αλλαγές στον χώρο κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, καταδεικνύοντας την ανάγκη για συγχρονική μελέτη της [[γλώσσα|γλώσσας]] στο αφηρημένο παρόν, όχι στο πλαίσιο της διαχρονικής της εξέλιξης, μα και τονίζοντας τη φύση της ως ένα σύστημα αλληλεπιδρώντων στοιχείων (π.χ. [[φώνημα|φωνήματα]]) τα οποία αποκτούν νόημα μέσα από τις μεταξύ τους σχέσεις και αντιθέσεις. Πρωτοπόρος στην επεξεργασία ενός καθολικού δομιστικού παραδείγματος στις κοινωνικές επιστήμες και εισηγητής του όρου υπήρξε ο Γάλλος ανθρωπολόγος [[Κλοντ Λεβί-Στρος]] (1908 - 2009), ο οποίος εφάρμοσε τον δομισμό στο πεδίο του την ίδια στιγμή που ο γλωσσολογικός δομισμός υποχωρούσε προς όφελος της [[γενετική γλωσσολογία|γενετικής γλωσσολογίας]] του [[Νόαμ Τσόμσκι]]. Μετέπειτα στοχαστές οι οποίοι αξιοποίησαν τον δομισμό είναι ο [[Ζακ Λακάν]], σε μία προσπάθεια ενοποίησής του με την ψυχανάλυση, ο [[Λουί Αλτουσέρ]] και ο [[Νίκος Πουλαντζάς]], σε δύο διαφορετικά προγράμματα δομιστικής προσέγγισης στον μαρξισμό, καθώς και ο [[Ρολάν Μπαρτ]] στη [[λογοτεχνία|λογοτεχνική]] ανάλυση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ωστόσο, ο δομισμός άρχισε να γίνεται στόχος κριτικής για τον ανιστορικό / συγχρονικό και άκαμπτο χαρακτήρα του, ακόμα και από θεωρητικούς που αρχικά είχαν θεωρηθεί δομιστές (π.χ. ο [[Μισέλ Φουκώ]]). Το αποτέλεσμα ήταν η ουσιαστική εγκατάλειψη του δομιστικού προγράμματος και η ανάδυση του [[μεταδομισμός|μεταδομισμού]], ο οποίος διατήρησε κάποια μόνο από τα χαρακτηριστικά του προκατόχου του και απέρριψε άλλα, ενώ τελικά αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο του ευρύτερου [[μεταμοντερνισμός|μεταμοντερνισμού]] στη φιλοσοφία.
Βασικό
== Δείτε επίσης ==
|