Γκούνια-καλά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Vagrand (συζήτηση | συνεισφορές)
μ coord
Dasnik (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2:
{{επιμέλεια|Γλώσσα κειμένου, εσωτερικοί σύνδεσμοι, χωρισμός σε ενότητες}}
{{coord|41|35|55|N|44|00|28|E|type:city(8648)|format=dms|display=title}}
Το '''Γκουνιάκαλα''' ή '''Κάστρο''' ([[ρωσικά]]: Гуниакала) είναι χωριό και ιστορική κωμόπολη της νοτιοκεντρικής [[Γεωργία]]ς που ιδρύθηκε το 1830 από [[Έλληνες]] από το Κάστρο της [[Τραπεζούντα|Τραπεζούντας]]. Κατά το διάστημα της νεότερης ιστορίας του, ο οικισμός αποτέλεσε εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής της [[Τσάλκα]]ς.
 
Βρίσκεται τοποθετημένο γύρω από το κάστρο της Τσάλκας, που μετά έμεινε κάτω στα νερά της [[δεξαμενή της Τσάλκας|δεξαμενής της [[Τσάλκας]]. Το 1833 με τη θέληση των ρωσικών αρχώαρχών, έγινε δεκτός ο Έλληνας Μητροπολίτης Θεόκλητο, που ταξίδευε στην [[Κωνσταντινούπολη]] και περνώντας από τη [[Γεωργία]] ζήτησε να του επιτρέψουν να εκτελέσει τη [[Θεία Λειτουργία]] στις ορθόδοξες εκκλησίες της περιοχής αυτής, αλλά και των άλλων περιοχών όπου ζούσαν οι Έλληνες. Μετά απ’ αυτό η [[Τσάλκα]] έγινε θρησκευτικό κέντρο της περιοχής.
 
Οι Έλληνες μετανάστες που εγκατασταθήκανεγκαταστάθηκαν στα ερείπια του Κάστρου Τσάλκας, βρήκαν το παλιό θεμέλιο της γεωργιανής ορθόδοξης εκκλησίας. Στο θεμέλιο αυτό το 1838 έχτισαν και εγκαινίασαν την εκκλησία αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Πρώτος ιερέας σ’ αυτήν την εκκλησία διορίστηκε από τον Έξαρχο της Γεωργίας ο Κωνσταντίνος Ευστάφιεβ. Αυτός καταγόταν από οικογένεια ιερέα και γεννήθηκε στο χωριό Κάστρο της περιοχής Τραπεζούντας. Μόλις τελείωσε το ντόπιο γυμνάσιο πέρασε στην εκκλησιαστική σχολή της Τραπεζούντας. Σ’ αυτή τη σχολή ο Κ. Ευστάφιεβ σπούδασε 4 χρόνια και μετά διορίστηκε διάκονος στην εκκλησία του χωριού.
 
Στο χωριό Κάστρο, αφού ήταν το κέντρο της περιοχής, άνοιξε από νωρίς εκκλησιαστικό σχολείο. Αυτό έγινε το 1838, όταν οι νέοι πιστοί με την καθοδήγηση του ιερέα Κωνσταντίνου Ευστάφιεβ για πρώτη φορά άρχισαν να μαθαίνουν τους κανόνες και τη γραφή της μητρικής τους γλώσσας, όπως και τη ζωγραφική, τη γραφή και τις αρχές της ορθόδοξης θρησκείας. Το χωριό Κάστρο είχε πολλά βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου γραμμένα στην [[ελληνική γλώσσα]]. Τα περισσότερα βιβλία εκδόθηκαν στη [[Βενετία]], [[Κωνσταντινούπολη]] και σε άλλες πρωτεύουσες ευρωπαϊκών και ασιατικών χωρών, όπου υπήρχαν κέντρα της Ορθοδοξίας, καθώς και άλλα πολιτιστικά – μορφωτικά ελληνικά κέντρα.
 
Τα ελληνικά Πατριαρχεία ενδιαφέρονταν για τους Έλληνες της διασποράς στην περιοχή της Τσάλκας. Μερικές φορές η Ρωσική κυβέρνηση και το ρωσικό Πατριαρχείο επέτρεπαν στην Κωνσταντινούπολη, την [[Ιερουσαλήμ]] και την [[Αντιόχεια]] να βοηθούν τους Έλληνες της διασποράς. Στη δεκαετία 1840-50, Έλληνες ιερείς από την [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]] έρχονταν στην περιοχή αυτή για να επισκεφτούν τους Έλληνες. Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, με επικεφαλής το [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Πατριαρχείο της ΚωνσταντινούποληΚωνσταντινούπολης]]ς, φρόντιζε τους Έλληνες της Τσάλκας στέλνοντας τους και εκκλησιαστικά βιβλία γραμμένα στα ελληνικά.
 
Στο νότο οι Έλληνες συνόρευαν με τους [[αρμένιοι|Αρμενίους]] των περιοχών [[Αχαλτσίχε]] και [[Αχαλκαλάκι]], στη δύση με τους [[ΤατάροιΤάταροι|Τατάρους]] του Μπορτσαλό, στην ανατολή με τους [[Οσετίνοι|Οσετίνους]], ληστές που τους φοβούνταν και εξαιτίας τους δεν μπορούσαν να βγουν έξω από τα σύνορα της περιοχής τους και στο βορρά ήταν τα απροσπέλαστα [[καύκασος|Καυκασιανά βουνά]]. Ο μόνος δρόμος για την [[Τιφλίδα]] ελεγχόταν από τους Τατάρους. Σ’ αυτήν την περιοχή δεν μπορούσαν να επιβληθούν οι [[Ρώσοι]], αλλά οι τοπικές άγνωστες ομάδες ληστών.
 
Πολλοί μορφωμένοι Έλληνες της περιοχής Τσάλκας, που τον 19ο αιώνα είχαν επισκεφτεί τα άγρια μέρη στην Ανατολή και τον τάφο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, έφεραν μαζί τους θρησκευτικά βιβλία, εικόνες και διάφορα εκκλησιαστικά είδη. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι ελληνικές εκκλησίες αυτής της περιοχής έγιναν κάτοχοι αυτών των εκκλησιαστικών ειδών. Πολλοί επισκέπτες της Τσάλκας ήταν ιεραπόστολοι, καθώς υπήρχαν ανησυχίες για την αφομοίωση των Ελλήνων. Στο σχολείο του Κάστρου, που λειτουργούσε για πρώτη φορά το 1873, τα μαθήματα γίνονταν στην ελληνική γλώσσα, ενώ τα επίσημα έγγραφα του γράφονταν σε [[ρωσικά|ρωσικό]] πρωτόκολλο.