Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 74:
Οι επιτυχίες του Σαΐφ αλ-Ντάουλα προκάλεσαν την αντικατάσταση του Βάρδα Φωκά από τον μεγαλύτρο γιο του, τον μετέπειτα αυτοκράτορα [[Νικηφόρος Β' Φωκάς|Νικηφόρο Φωκά]]. Διαθέτοντας ικανούς υφιστάμενους όπως ο αδελφός του Λέοντας και ο ανιψιός του [[Ιωάννης Τσιμισκής]], ο Νικηφόρος κατάφερε σύντομα να αντιστρέψει τις τύχες του πολέμου.<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold492"/> Ο νεαρός στρατηγός επωφελήθηκε επίσης από την ολοκλήρωση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων, που ενίσχυσαν τον επαγγελματισμό του στρατού.<ref>Βλ. Whittow (1996), σ. 323–325</ref>
 
[[File:Leo Phokas sents the captive Arab general Apolasaeir to Constantinople.png|thumb|right|300px|Ο Λέων Φωκάς στέλνει τον αιχμάλωτο Απολασαείρ στην Κωνσταντινούπολη, μικρογραφία από το χειρόγραφο της Ιστορίας του [[Ιωάννης Σκυλίτζης|Ιωάννη Σκυλίτζη]], Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας]]
Την άνοιξη του 956, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να προλάβει μια σχεδιαζόμενη επίθεση του Τσιμισκή κατά της Άμιδας, και εισέβαλε πρώτος σε βυζαντινό έδαφος. Ο Τσιμισκής τότε έπιασε ένα πέρασμα στα μετόπισθεν του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, και περίμενε την επιστροφή του αραβικού στρατού. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή, υπό καταρρακτώδη βροχή, και κατέληξε σε νίκη για τους Χαμδανίδες, με τον Τσιμισκή να χάνει 4.000 άντρες. Ταυτόχρονα όμως, ο Λέων Φωκάς εισέβαλε στη Συρία όπου νίκησε και αιχμαλώτισε έναντον εξάλδελφοΑμπούλ-Ασαΐρ (Απολασαείρ), εξάδελφο του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, που είχε μείνει πίσω ως τοποτηρητής. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αναγκάστηκε να εκστρατεύσει σε βοήθεια της Ταρσού, που απειλούνταν από μια επίθεση του βυζαντινού στόλου των [[Θέμα Κιβυρραιωτών|Κιβυρραιωτών]].<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold492"/> Το 957, ο Νικηφόρος Φωκάς ανακατέλαβε και κατέστρεψε τα Άδατα, ενώ ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα δεν μπόρεσε να αντιδράσει καθώς ανακάλυψε μια συνομωσία αξιωματικών του να τον παραδώσουν στους Βυζαντινούς έναντι μεγάλης αμοιβής. 180 από τους στρατιωτικούς του σκλάβους («γκιλμάν») εκτελέστηκαν και πάνω από 200 άλλοι ακρωτηριάστηκαν ως συνέπεια.<ref name="EI2-107"/><ref>Treadgold (1997), σ. 492–493</ref> Την επόμενη άνοιξη, ο Τσιμισκής εισέβαλε στη Τζαζίρα, κατέλαβε το [[Δάρας]] και νίκησε κοντά στην Άμιδα ένα στρατό 10.000 ανδρών υπό τις διαταγές ενός εκ των αγαπημένων υπαρχηγών του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, του [[Κιρκάσιοι|Κιρκάσιου]] Νατζά. Μαζί με τον [[παρακοιμώμενος|παρακοιμώμενο]] [[Βασίλειος Λεκαπηνός|Βασίλειο]], ο Τσιμισκής μετά άλωσε τα Σαμλοσατα, και νίκησε τον ίδιο τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα, που είχε έρθει να λύσει την πολιορκία, σε μάχη στο Ραβάμ. Εκμεταλλευόμενος την εμφανή πλέον αδυναμία των Χαμδανιδών, το 959 ο Λέων Φωκάς ηγήθηκε μιας επιδρομής που έφτασε μέχρι την [[Κύρρος|Κύρρο]], καταλαμβάνοντας διάφορα οχυρά καθοδόν.<ref name="EI2-107"/><ref>Treadgold (1997), σ. 493</ref>
 
[[File:Capture of Berroia by the Byzantines.png|thumb|right|300px|Η κατάληψη του Χαλεπίου, μικρογραφία από το χειρόγραφο της Ιστορίας του [[Ιωάννης Σκυλίτζης|Ιωάννη Σκυλίτζη]], Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας]]
Το 960, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την απουσία του Νικηφόρου Φωκά, μαζί με μεγάλο μέρος του βυζαντινού στρατού, στην εκστρατεία για την ανακατάληψη της [[Κρήτη]]ς από τους Άραβες, και να ανακτήσει την υπεροχή του. Συγκέντρωσε έναν ισχυρό στρατό και εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφς, όπου κατέλαβε το σημαντικό συνοριακό κάστρο του Χαρσιανού, πρωτεύουσα του ομώνυμου θέματος. Κατά την επιστροφή του όμως, ο στρατός του έπεσε σε ενέδρα από τον Λέοντα Φωκά στα στενά της Ανδρασσού και σχεδόν εκμηδενίστηκε. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να ξεφύγει, αλλά η στρατιωτική του ισχύς είχε πια καταρρεύσει. Ως αποτέλεσμα, οι διάφοροι τοπικοί κυβερνήτες άρχισαν να συνάπτουν συμφωνίες με τους Βυζαντινούς για να αποφύγουν τις επιθέσεις τους, και η εξουσία του Χαμδανίδη ηγεμόνα άρχισε να αμφισβητείται ακόμη και στην ίδια την πρωτεύουσά του.<ref name="Kennedy277"/><ref>Bianquis (1997), σ. 107–108</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 495</ref> Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα χρειαζόταν χρόνο για να συνέλθει από το χτύπημα, αλλά ο Νικηφόρος Φωκάς, μόλις επέστρεψε νικητής από την Κρήτη το καλοκαίρι του 961, άρχισε να προετοιμάζει νέες επιχειρήσεις εναντίον του. Οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν την επίθεσή τους το χειμώνα, πιάνοντας τους Άραβες εντελώς απροετοίμαστους. Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την [[Ανάζαρβος|Ανάζαρβο]] στην Κιλικία και εφάρμοσε μια πολιτική συστηματικών σφαγών και καταστροφής της ενδοχώρας, με σκοπό να αναγκάσει τον μουσουλμανικό πληθυσμό να εγκαταλείψει την περιοχή. Αφού ο βυζαντινός στρατός αποχώρησε για να γιορτάσει το Πάσχα, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εισήλθε στην επαρχία και διεκδίκησε τον άμεσο έλεγχό της από τις ημιαυτόνομες τοπικές πόλεις. Άρχισε να ανοικοδομεί την Ανάζαρβο, αλλά οι εργασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί το φθινόπωρο, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς επανέλαβε την επίθεσή του, αναγκάζοντας τον Σαΐφ αλ-Ντάουλα να αποχωρήσει εσπευσμένα.<ref name="EI2-108">Bianquis (1997), σ. 108</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 495–496</ref> Ο βυζαντινός στρατός, σύμφωνα με αραβικές πηγές 70.000 άντρες, προήλασε και κατέλαβε το Μαράς, το [[Σίσιον]], την [[Δολίχη]] και το [[Μανμπίτζ]] (αρχ. Ιεράπολις), εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των δυτικών περασμάτων του [[Αντίταυρος|Αντίταυρου]]. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστειλε τον στρατό του υπό τον Νατζά να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, αλλά ο Νικηφόρος Φωκάς τον αγνόησε, παρέκαμψε τις δυνάμεις του και προχώρησε νότια, εμφανιζόμενος ξαφνικά μπροστά από το Χαλέπι στα μέσα Δεκεμβρίου. Αφού νίκησαν έναν βιαστικά συγκεντρωμένο στρατό μπροστά από τα τείχε της πόλης, οι Βυζαντινοί κατέλαβαν και λεηλάτησαν το Χαλέπι εκτός από την ακρόπολη, που συνέχισε να αντιστέκεται. Αφού αποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους περί τους 10.000 αιχμαλώτους, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επέστρεψε στην κατεστραμμένη και ερημωμένη πρωτεύουσά του, την οποία επανοίκησε με πρόσφυγες από την Κιννασρίν.<ref name="EI2-108"/><ref>Kennedy (2004), σ. 277, 279</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 496–497</ref><ref name="Whittow326">Whittow (1996), σ. 326</ref>