Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 65:
====Αποτυχίες και νίκες, 945–955====
[[File:Arab-Byzantine frontier zone.svg|thumb|right|300px|Χάρτης της αραβοβυζαντινής μεθορίου]]
Το χειμώνα του 945/946, σύντομα μετά την εγκατάστασή του στο Χαλέπι, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ξεκίνησε επιχειρήσεις κατά των Βυζαντινών. Από τότε και μέχρι το θάνατό του, ο Χαμδανίδης ηγεμόνας (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται ως «ὁ Χαμβδᾶν») παρέμεινε ο κύριος αντίπαλωςαντίπαλος του Βυζαντίου στην ανατολή, λέγεται δε ότι τους πολέμησε σε πάνω από σαράντα μάχες.<ref>Bianquis (1997), σ. 106–107</ref><ref name="Whittow320">Whittow (1996), σ. 320</ref> Εντούτοις, παρά τις συχνές και καταστρεπτικές επιδρομές του, ενάντια τόσο στις συνοριακές βυζαντινές επαρχίες όσο και στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, και παρά τις νίκες του στο πεδίο της μάχης, η στρατηγική του παρέμεινε κατ' ουσίαν αμυντική, και ποτέ δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει σοβαρά τον βυζαντινό έλεγχο των περασμάτων του [[Οροσειρά του Ταύρου|Ταύρου]] ή να συνάψει ευρύτερες συμμαχίες και να προσπαθήσει να ανακτήσει τις βυζαντινές κατακτήσεις. Ως κυβερνήτης μιας συγκριτικά μικρής ηγεμονίας, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα απλά δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τα στρατιωτικά μέσα που διέθετε το αναζωογονημένο Βυζάντιο: οι αραβικές πηγές της εποχής αναφέρουν, με προφανή, αλλά και ενδεικτική, υπερβολή, ότι ενώ οι βυζαντινές στρατιές έφταναν τις 200.000 άντρες, η μεγαλύτερη δύναμη που συγκέντρωσε ποτέ ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αριθμούσε περί τις 30.000.<ref name="EI2-107"/><ref name="Whittow320"/><ref name="Kennedy277">Kennedy (2004), σ. 277</ref> Επιπλέον, η μεσοποταμιακή καταγωγή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα επηρέασε την στρατηγική του θεώρηση στο ότι, σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη που υπήρξαν στη Συρία, δεν προσπάθησε να αναπτύξει ναυτικό, και γενικά αμέλησε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που πρόσφερε η πρόσβαση στη Μεσόγειο.<ref name="Kennedy274"/><ref name="EI2-107"/>
 
Η πρώτη επιδρομή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα ήταν περιορισμένης έκτασης, και την ακολούθησε ανταλλαγή αιχμαλώτων.<ref name="EI2-107"/> Κατόπιν, οι πολεμικές επιχειρήσεις και από τις δύο πλευρές έπαυσαν, για να ξαναξεκινήσουν το 948.<ref name="Whittow 1996, p. 322">Whittow (1996), σ. 322</ref> Εκείνη τη χρονιά, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να νικήσει μια βυζαντινή εισβολή στα εδάφη του, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει την άλωση των [[Άδατα|Αδάτων]], μιας από τις κύριες βάσεις των μουσουλμάνων στη μεθοριακή ζώνη του Άνω Ευφράτη, από τις δυνάμεις του [[Λέων Φωκάς ο νεότερος|Λέοντα Φωκά]], ενός εκ των γιων του βυζαντινού [[Δομέστικος των Σχολών|Δομέστικου των Σχολών]] (αρχιστρατήγου), [[Βάρδας Φωκάς ο πρεσβύτερος|Βάρδα Φωκά]].<ref name="EI2-107"/><ref name="Whittow 1996, p. 322"/><ref>Treadgold (1997), σ. 488–489</ref> Οι εκστρατείες του Σαΐφ αλ-Ντάουλα τα επόμενα δύο χρόνια ήταν επίσης αποτυχημένες. Το 949, επέδραμε κατά του [[Θέμα (Βυζάντιο)|θέματος]] του [[Θέμα Λυκανδού|Λυκανδού]] αλλά αναχαιτίστηκε, και οι Βυζαντινοί, περνώντας στην αντεπίθεση, κατέλεβαν το [[Μαράς]] (Γερμανίκεια), νίκησαν έναν στρατό Ταρσιωτών και προχώρησαν λεηλατώντας μέχρι τα πρόθυρα της [[Αντιόχεια]]ς. Το επόμενο έτος, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα οδήγησε μια μεγάλη στρατιά κατά των συνοριακών θεμάτων του Λυκανδού και του [[Χαρσιανόν|Χαρσιανού]], αλλά κατά την επιστροφή του έπεσε σε ενέδρα του Λέοντα Φωκά σε ένα ορεινό πέρασμα. Ο Χαμδανίδης ηγεμόνας μόλις που κατάφερε να ξεφύγει ο ίδιος, ενώ έχασε 8.000 άντρες, με αποτέλεσμα η εκστρατεία αυτή να μείνει γνωστή ως «γαζουάτ αλ-μουσίμπα» (''ghazwat al-musiba'', «η φρικτή εκστρατεία»).<ref name="EI2-107"/><ref name="Treadgold489">Treadgold (1997), σ. 489</ref>