Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ντάουλα σημαίνει προτίστως τον οίκο των Αββασιδών και κατ' επέκταση μόνο το κράτος τους
Γραμμή 81:
 
===Τελευταία χρόνια και θάνατος===
Το 963 οι Βυζαντινοί παρέμειναν ήσυχοι, καθώς ο Νικηφόρος Φωκάς ετοίμαζε την άνοδό το στο θρόνο,<ref>Treadgold (1997), pp. 498–499</ref> αλλά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα άρχισε να υποφέρει από [[ημιπληγία]] καθώς και όλο και επιδεινούμενες εντερικές και ουρολογικές ασθένειες, που τον υποχρέωσαν στο εξής να μετακινείται σε φορείο. Η ασθένειες αυτές μείωσαν δραματικά την ικανότητα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα να διαχειρίζεται ο ίδιος τις υποθέσεις του κράτους του. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εγκατέλειψε το Χαλέπι στην επίβλεψη του οικονόμου του, Καρκούγια, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής του στη Μαγιαφαρικίν, αφήνοντας το βαρύ φορτίο τις αντιμετώπισης των Βυζαντινών και της καταστολής των διαφόρων εξεγέρσεων στους υπαρχηγούς του. Η προσωπική του κατάπτωση, σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του αποτυχίες και ιδίως την άλωση του Χαλεπίου, οδήγησε στον κλονισμό του κύρους του ανάμεσα στους υπαρχηγούς του, για τους οποίους η πολιτική νομιμότητα ενός ηγεμόνα συνδεόταν άρρηκτα με πολεμικές επιτυχίες του.<ref name="EI2-108"/><ref name="Kennedy279">Kennedy (2004), σ. 279</ref>
 
Έτσι, ήδη το 961 ο εμίρης της Ταρσού, Μουχάμαντ ιμπν αλ-Χουσεΐν ιμπν αλ-Ζαϊγιάτ προσπάθησε ανεπιτυχώς να παραδώσει την επαρχία του στους Ιχσιντίδες. Το 963, ο ανιψιός του, κυβερνήτης της [[Χαρράν]], Ιμπάτ Αλλάχ, επαναστάτησε κατά του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, αναγνωρίζοντας την κυριαρχία του Νασίρ αλ-Ντάουλα.<ref name="EI2-108"/> Ο Νατζά εστάλει να καταστείλει την εξέγερση, και ο Ιμπάτ Αλλάχ κατέφυγε στην αυλή του πατέρα του. Τότε όμως ο ίδιος ο Νατζά εξεγέρθηκε και επιτέθηκε στη Μαγιαφαρικίν, που την υπερασπιζόταν η γυναίκα του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, σκοπεύοντας να την παραδώσει στους Μπουγίδες. Αποκρούστηκε όμως και κατέφυγε στην Αρμενία, όπου κατέλαβε μια σειρά οχυρών γύρω από τη [[Λίμνη Βαν]]. Από εκει το φθινόπωρο του 964 προσπάθησε και πάλι να καταλάβει τη Μαγιαφαρικίν, αλλά μια εξέγερση στις αρμενικές του κτήσεις τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία. Τότε ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα ταξίδεψε ο ίδιος στην Αρμενία, όπου συνάντησε τον παλιό του υπαρχηγό. Ο Νατζά υποτάχθηκε χωρίς αντίσταση, αλλά το χειμωνα του 945 δολοφονήθηκε στη Μαγιαφαρικίν, πιθανώς κατ' εντολής της γυναίκας του Σαΐφ αλ-Ντάουλα.<ref name="EI2-108"/>
 
Παρά την ασθένειά του και τις εσωτερικές ταραχές, το 963 ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαπέλυσε τρεις επιδρομές στην Μικρά Ασία, μία εκ των οποίων έφτασε στα πρόθυρα του [[Ικόνιο|Ικονίου]]. Ο Ιωάννης Τσιμισκής όμως, διάδοχος του Νικηφόρου Φωκά ως Δομέστικος της Ανατολής, απάντησε με μια χειμερινή εισβολή στην Κιλικία, όπου συνέτριψε έναν αραβικό στρατό στο «Πεδίο του Αίματος» κοντά στα [[Άδανα]] και πολιόρκησε την [[Μοψουεστία]] ώσπου η έλλειψη εφοδίων τον ανάγκασε να επιστρέψει στις βάσεις του. Το φθινόπωρο του 964, ο Νικηφόρος Φωκάς, αυτοκράτορας πλέον, επανήλθε στην Ανατολή, όπου σηνάντησε ασθενή αντίσταση. Η Μοψουεστία πολιορκήθηκε ξανά αλλά και πάλι άντεξε μέχρις ότου ο λιμός που μάστιζε την περιοχή ανάγκασε τους Βυζαντινούς να υποχωρήσουν.<ref name="EI2-108"/><ref>Treadgold (1997), σ. 499</ref> Ο αυτοκράτορας όμως επανέλαβε την εκστρατεία του τον επόμενο χρόνο, και κατέλαβε την πόλη, εκδιώκοντας τους κατοίκους της. Λίγο μετά, στις 16 Αυγούστου 965, η Ταρσός παραδόθηκε από τους κατοίκους της, σε αντάλλαγμα ασφαλούς διέλευσης για την Αντιόχεια. Η Κιλικία έγινε ξανά μια βυζαντινή επαρχία, και ο Νικηφόρος Φωκάς έλαβε μέτρα για τον επανεκχριστιανισμό της.<ref name="EI2-108"/><ref name="Whittow326"/><ref>Kennedy (2004), σ. 278–279</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 500–501</ref>
 
==Πολιτισμική κληρονομιά==