Μονόκοκκο σιτάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Francois-Pier (συζήτηση | συνεισφορές)
Προσθήκη εικόνας
Francois-Pier (συζήτηση | συνεισφορές)
Προσθήκη πληροφοριών
Γραμμή 1:
{{Λάθος παραπομπή<!-- Το λήμμα περιέχει παραπομπές που χρειάζονται ενότητα βιβλιογραφίας. -->}}
[[Αρχείο:Triticum monococcum0.jpg|225px240px|μικρογραφία|δεξιά|Μονόκοκκο σιτάρι]]
Tο '''μονόκοκκο σιτάρι''' (''Triticum monococcum'' ssp. ''monococcum''), είναι γνωστό διεθνώς σαν ''einkorn'' ή ''engrain''. Σε αντίθεση με τα άλλα είδη [[Σιτάρι|σιταριού]], συχνά επιβιώνει σε φτωχά εδάφη.<ref>Hopf and Zohary (2000), σελ. 38.</ref>
 
==Ιστορία==
Τα πρώτα [[σιτάρι]]ασιτάρια που άρχισαν να καλλιεργούνται μετά το 7.500 π.Χ. ήταν μονόκοκκα. Στον ελλαδικό χώρο εμφανίστηκαν μετά το 6.200 π.Χ.<ref>Perrino et al. (1996).</ref>. Στην [[Ελλάδα]], συνεχίζει να καλλιεργείται μέχρι τις μέρες μας η ποικιλία «Καπλουτζάς», τον οποίο περιγράφει το 1929 ο Ιωάννης Παπαδάκης.<ref name="JP1929" />
 
Πρόγονός του είναι το άγριο μονόκοκκο σιτάρι ''T. monococcum'' ssp. ''aegilopoides'' (''T. boeoticum''), το οποίο βρέθηκε στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στη νότια Σερβία, στη νοτιοδυτική Συρία, στο νοτιοανατολικό Λίβανο, στο βόρειο Ιράκ, στο δυτικό Ιράν και στην Αρμενία. Στην Ελλάδα το άγριο μονόκοκκο απαντάται αυτοφυές στη Βοιωτία, στην Αργολίδα, στην Αχαΐα και σε μερικά μέρη της Θεσσαλίας.<ref>Jaradat et al. (1995).</ref>
 
==Μορφολογικά χαρακτηριστικά==
Το μονόκοκκο σιτάρι είναι το μοναδικό διπλοειδές (γονιδίωμα ΑΑ) καλλιεργούμενο είδος και ανήκει στο Section Monococca. Έχει βραχύ και λεπτό στέλεχος, {{ασαφές|με τρίχες στα γόνατα,|σχόλιο=μήπως στις αρθρώσεις;}} αδελφώνει πολύ και μοιάζει με αγριόχορτο. Τα φύλλα του γίνονται στενά και έχουν χρώμα κιτρινοπράσινο ή κυανοπράσινο. Τα στάχυα είναι με άγανα και στέκονται πάντοτε όρθια, ακόμα και όταν ωριμάσουν εντελώς και έχουν μήκος περί τα 5 εκατοστά. Η ράχη τους θραύεται κατά τον αλωνισμό, όπως και του δίκοκκου. Σε κάθε άρθρωση υπάρχει ένα σταχύδιο, που παρά τα τρία του άνθη, παράγει έναν σπόρο (γιά αυτό και η ονομασία μονόκοκκο). Ο σπόρος είναι «ντυμένος», δηλ. τα λέπυρα δεν αποχωρίζονται κατά τον αλωνισμό και έχουν χρώμα κίτρινο προς ανοιχτό κόκκινο. Ο σπόρος είναι πιεσμένος πλευρικά (ώστε το αυλάκι να γίνεται δυσδιάκριτο), μυτερός στις δυο άκρες, κοντός και με ελαφριά κοιλότητα. Το μονόκοκκο έχει υψηλό εκατολιτρικό βάρος και μαλακούς αλευρώδεις κόκκους που είναι εύθραυστοι στο στάδιο της αποφλοίωσης.<ref>Abdel-Aal et al. (1998).</ref> Παρουσιάζει ενδιαφέρον για βελτιωτικούς σκοπούς, επειδή έχει αντοχή στις σκωριάσεις και στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος (ψύχος, ξηρασία). Σπέρνεται και την άνοιξη και λόγω της μεγάλης του αντοχής εμφανίζει ικανοποιητικές αποδόσεις.<ref name="JP1929">Παπαδάκης (1929).</ref><ref>Χρηστίδης (1963).</ref><ref>Σφήκας (1984).</ref>
 
==Περαιτέρω ανάγνωση==
* [[Σιτάρι]]
* [[Δίκοκκο σιτάρι]]
 
==Παραπομπές==
{{Commons|Triticum monococcum}}
{{παραπομπές|2}}
 
===Βιβλιογραφία===
*{{cite book | author1 = Hopf, M. | author2 = Zohary, D. | title = Domestication of Plants in the Old World: The Origin and Spread of Cultivated Plants in West Asia, Europe, and the Nile Valley | publisher = Oxford University Press | location = Oxford, Oxfordshire | year = 2000 | page = 38 | isbn = 0-19-850356-3 | edition = 3η }}
 
[[Κατηγορία:Δημητριακά]]