Σαΐφ αλ-Ντάουλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 26:
|επίγονοι =
|βασιλικός_οίκος = [[Χαμδανίδες]]
|πατέρας = ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν
|μητέρα =
|ημ_γέννησης = [[22 Ιουνίου]] [[916]]
Γραμμή 36:
|υπογραφή =
}}
Ο '''Αλί ιμπν Αμπου αλ-Χάιτζα ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν ιμπν αλ-Χαρίθ Σαΐφ αλ-Ντάουλα αλ-Ταγλιμπί''' (Αραβικά: سيف الدولة أبو الحسن ابن حمدان), πιο γνωστός απλά με το τιμητικό του προσωνύμιο («λακάμπ») '''Σαΐφ αλ-Ντάουλα''' («Ξίφος της Δυναστείας»), ήταν το πλέον εξέχον μέλος της αραβικής δυναστείας των [[Χαμδανίδες|Χαμδανιδών]],<ref name="EI2-H126"/> και ιδρυτής του ανεξάρτητου [[εμιράτο|εμιράτου]] του [[Χαλέπι|Χαλεπίου]], που περιλάμβανε τη βόρειο [[Συρία]] και τμήματα της [[Άνω Μεσοποταμία]]ς (Τζαζίρα).
 
Αρχικά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα υπηρέτησε υπό τον μεγαλύτερο αδερφό του, [[Νασίρ αλ-Ντάουλα]], ηγεμόνα της [[Μοσούλη]]ς, κατά τις προσπάθειες του τελευταίου να αποκτήσει τον έλεγχο όσων είχαν απομείνει από το [[Χαλιφάτο των Αββασιδών]] και την πρωτεύουσα [[Βαγδάτη]] στις αρχές της δεκαετίας του 940. Μετά την αποτυχία των Χαμδανιδών, ο φιλόδοξος Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστρεψε την προσοχή του στη Συρία, όπου ενεπλάκη σε διαμάχη με τους [[Ιχσιντίδες]] της [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]], που επίσης την εποφθαλμιούσαν. Μετά από δυο πολέμους εναντίον τους, κατάφερε να αποσπάσει αναγνώριση της κυριαρχίας του στη βόρειο Συρία (με πρωτεύουσα το Χαλέπι) και τη δυτική Τζαζίρα (με πρωτεύουσα τη [[Μαγιαφαρικίν]], τόσο από τους Ιχσιντίδες όσο και από τον Χαλίφη. Κατόπιν αντιμετώπισε μια σειρά εξεγέρσεων από αραβικές φυλές της περιοχής, αλλά μέχρι το 955, έχοντας να διατηρήσει την υποστήριξη των πιο ισχυρών φυλών, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να σταθεροποιήσει τη θέση του. Η αυλή του στο Χαλέπι έγινε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, και ο σημαντικός αριθμός λογοτεχνών, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος ποιητής [[αλ-Μουτανάμπι]], που συγκέντρωσε γύρω του εξασφάλισαν την υστεροφημία του.
Γραμμή 46:
 
[[File:Hamdanid family tree.svg|thumb|300px|Γενεαλογικό δέντρο των Χαμδανιδών]]
Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 916 ως Αλί ιμπν ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του [[ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν]] (πεθ. το 929), γιού του γενάρχη της οικογένειας των [[Χαμδανίδες|Χαμδανιδών]], [[Χαμντάν ιμπν Χαμντούν ιμπν αλ-Χαρίθ]].<ref name="EI2-H126">Canard (1986), σ. 126</ref><ref name="EI2-103">Bianquis (1997), σ. 103</ref> Οι Χαμδανίδες ήταν ένα παρακλάδι της αραβικής φυλής των [[Μπανού Ταγλίμπ]], που κατοικούσαν στην [[Άνω Μεσοποταμία]] ήδη από την προϊσλαμική εποχή.<ref>Kennedy (2004), σ. 265–266</ref> Οι Ταγλίμπ είχαν παραδοσιακά τον έλεγχο της [[Μοσούλη]]ς και των περιχώρων της ως τα τέλη του 9ου αιώνα, όταν η κεντρική κυβέρνηση των [[Αββασίδες|Αββασιδών]] στη [[Βαγδάτη]] προσπάθησε να επιβάλει πιο στενό έλεγχο στην επαρχία αυτή. Ο Χαμντάν ιμπν Χαμντούν ξεπρόβαλε ως ένας από τους πιο δραστήριους ηγέτες των Ταγλίμπ σε αυτή τη διένεξη, ιδιαίτερα καθώς εξασφάλισε την υποστήριξη των [[Κούρδοι|Κούρδων]] που κατοικούσαν στα βουνά βόρεια της [[Μοσούλη]]ς. Αυτή η επιτυχία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατοπινή πορεία της οικογένειας. Αρκετοί Χαμδανίδες συνήψαν επιγαμίες με κουρδικές οικογένειες, ενώ οι Κούρδοι είχαν σημαντική παρουσία στο στρατό των Χαμδανιδών.<ref name="EI2-H126"/><ref>Kennedy (2004), σ. 266, 269</ref><ref name="EI2-104">Bianquis (1997), σ. 104</ref>
 
Ο Χαμντάν ηττήθηκε τελικά από τους Αββασίδες το 895 και φυλακίστηκε μαζί τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του. 'Ομως, ένας από τους γιους του, ο [[Χουσεΐν ιμπν Χαμντάν]], μπήκε στην υπηρεσία του χαλίφη και κατάφερε να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή τους. Επιπλέον προχώρησε σε στρατολογία των Ταγλίμπ για λογαριασμό του χαλίφη, σε αντάλλαγμα της απαλλαγής τους από φορολογία, και εξασφάλισε σημαντική επιρροή δρώντας ως ενδιάμεσος μεταξύ της Βαγδάτης και των τοπικών αραβικών και κουρδικών πληθυσμών. Εγκαθίδρυσε έτσι μια ισχυρή βάση εξουσίας, που επέτρεψε στους Χαμδανίδες να επιβιώσουν της συχνά τρικυμιώδους σχέσης τους με τους Αββασίδες κατά τις επόμενες δεκαετίες.<ref name="EI2-H126"/><ref>Kennedy (2004), σ. 266, 268</ref> Ο Χουσεΐν αναδείχτηκε σε επιτυχημένο στρατηγό, σημειώνοντας επιτυχίες ενάντια στους [[χαριζίτες]] επαναστάτες και τους ημιαυτόνομους [[Τουλουνίδες]] ηγεμόνες της [[Αίγυπτος|Αιγύπτου]], αλλά έχασε τη δυναμήδύναμή του όταν υποστήριξε το αποτυχημένο πραξικόπημα του [[ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ ιμπν αλ-Μουτάζ]] το 908. Μεταξύ των αδερφών του, ο νεότερος Ιμπραήμ ήταν κυβερνήτης της επαρχίας [[Ντιγιάρ ΡάμπιαΡαμπία]] (με πρωτεύουσα τη [[Νίσιβις|Νίσιβι]]) το 919, και μετά το θάνατό του το 920 τον διαδέχτηκε ένας άλλος αδερφός, ο Νταούντ.<ref name="EI2-H126"/><ref>Kennedy (2004), σ. 266–267</ref> Ο πατέρας του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ, υπηρέτησε ως κυβερνήτης της Μοσούλης το 905/6–913/4. Κατόπιν έπεσε αρκετές φορές σε δυσμένεια, για να αποκατασταθεί λίγο μετά, ώσπου ανέλαβε πάλι τον έλεγχο της Μοσούλης το 925/6. Είχε στενές σχέσεις με τον ισχυρό ευνούχο αρχιστράτηγο του Χαλιφάτου, [[Μούνις αλ-Χαντίμ]], και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρόσκαιρη καθαίρεση του χαλίφη [[αλ-Μουκταντίρ]] και την ανάδειξη στο θρόνο του [[αλ-Καΐρ]] το 929, αλλά σκοτώθηκε κατά την καταστολή του πραξικοπήματος.<ref>Canard (1986), σ. 126–127</ref><ref>Kennedy (2004), pp. 267–268</ref>
 
Παρά τον πρόωρο θάνατό του, ο ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ ενίσχυσε την θέση της οικογένειάς του στην Τζαζίρα, και έγινε ο ουσιαστικός ιδρυτής του χαμδανιδικού εμιράτου της Μοσούλης. Κατά τις μακρόχρονες απουσίες του στην αυλή της Βαγδάτης, ο ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ άφηνε τη Μοσούλη στα χέρια του πρωτότοκου γιου του αλ-Χασάν, του μελλοντικού [[Νασίρ αλ-Ντάουλα]]. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η εξουσία του Χασάν αμφισβητήθηκε από τους θείους του, και μόλις το 935 μπόρεσε ο Χασάν να κερδίσει από τη Βαγδάτη την αναγνώριση της θέσης του ως κυβερνήτη όλης της Τζαζίρα, μέχρι τα σύνορα με τη [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]].<ref name="EI2-H127">Canard (1986), p. 127</ref><ref>Kennedy (2004), σ. 268</ref>
 
===Σταδιοδρομία υπό τον Νασίρ αλ-Ντάουλα===
Γραμμή 63:
 
===Ίδρυση του Εμιράτου του Χαλεπίου===
Η βόρεια Συρία ήταν υπό τον έλεγχο των Ιχσιντίδων από το 935/6, ώσπου ο Ιμπν Ραΐκ τους την αφαίρεσε το 939/40. Το 942, όταν ο Νασίρ αλ-Ντάουλα αντικατέστησε τον Ιμπν Ραΐκ, προσπάθησε να επιβάλει τον δικό του έλεγχο στην περιοχή, ιδιαίτερα στην πρώην επαρχία του Ιμπν Ραΐκ, το Ντιγιάρ Μουντάρ. Έτσι οι δυνάμεις των Χαμδανιδών κατέλαβαν την κοιλάδα του ποταμού Μπαλίχ, αλλά η η χαμδανιδική κυριαρχία παρέμενε σαθρή, καθώς οι τοπικοί προύχοντες έκλιναν προς τους Ιχσιντίδες. Οι τελευταίοι δεν επενέβησαν άμεσα, αλλά υποστήριξαν το κίνημα του Αντλ αλ-Μπακτζαμί, κυβερνήτη της Ράχμπα. Ο αλ-Μπακτζαμί κατέλαβε τη Νίσιβι, όπου βρήκε τους θησαυρούς του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, αλλά τελικά ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τον ξάδερφο του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, τον Αμπού ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ αλ-Χουσεΐν ιμπν Σαΐντ ιμπν Χαμντάν, και εκτελέστηκε στην Βαγδάτη το 943. Ο Χουσεΐν κατόπιν κατέλαβε ολόκληρη την επαρχία, από το Ντιγιάρ Μουντάρ ως τη συνοριακή ζώνη της [[Κιλικία]]ς. Η [[αλ-Ράκκα]] κατελήφθη δι' εφόδου, αλλά το [[Χαλέπι]] παραδόθηκε χωρίς αντίσταση το Φεβρουάριο του 944.<ref name="EI2-104"/><ref name="EI2-H129">Canard (1986), p. 129</ref> Την ίδια περίοδο, ο χαλίφης αλ-Μουτακί έστειλε απεσταλμένους στον [[Μουχάμαντ ιμπν Τουγτζ αλ-Ιχσίντ|Ιχσίντ]], τον κυβερνήτη της Αιγύπτου, ζητώντας τη βοήθειά του κατά των διαφόρων πολεμάρχων που μάχονταν για να τον ελέγξουν. Οι Χαμδανίδες φυλάκισαν τον χαλίφη στην Ράκκα, αλλά το καλοκαίρι του 944 ο Ιχσίντ εισέβαλε στη βόρεια Συρία, κατέλαβε αμαχητί το Χαλέπι, και έφτασε στη Ράκκα, όπου επισκέφτηκε τον χαλίφη. Ο αλ-Μουτακί ενέκρινε την προσάρτηση της Συρίας από τον Ιχσίντ, αλλά παρά της εκκλήσεις του τελευταίου, αρνήθηκε να τον συνοδέψει στην Αίγυπτο. Έτσι ο Ιχσίντ αναχώρησε για την Αίγυπτο, αρνούμενος να συνδράμει πλέον τον χαλίφη κατά των αντιπάλων του, ενώ ο χαλίφης, ανίσχυρος, επέστρεψε στην Βαγδάτη.<ref name="EI2-104"/><ref name="EI2-H129"/><ref name="Egypt113">Bianquis (1998), σ. 113</ref>
 
Έτσι είχε η κατάσταση στη Συρία, όταν ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστρεψε την προσοχή του εκεί. Τα προηγούμενα χρόνια είχε υποστεί μια σειρά απογοητεύσεων, από την ήττα του από τον Τουζούν ως την αποτυχία του να πείσει τον αλ-Μουτακί να ονομάσει τον ίδιο «αμίρ αλ-ουμαρά». Όπως γράφει ο αραβολόγος Thierry Bianquis, η στροφή του Σαΐφ αλ-Ντάουλα προς την Συρία "ήταν αποτέλεσμα της δυσαρέσκειάς του" όταν, μετά και την αποτυχία των σχεδίων του αδελφού του στο Ιράκ, "επέστρεψε στη Νίσιβι και βρέθηκε άπρακτος και κακοπληρωμένος".<ref name="EI2-104"/> Ο ίδιος ο Νασίρ αλ-Ντάουλα φαίνεται να ενθάρρυνε τον αδελφό του να στραφεί στη Συρία μετά και την αποτυχία του Χουσεΐν, γράφοντάς του ότι "η Συρία κείτεται μπροστά σου και κανείς σε αυτή την χώρα δεν μπορεί να σε εμποδίσει να την καταλάβεις".<ref name="EI2-105">Bianquis (1997), σ. 105</ref> Με τη χρηματική και στρατιωτική υποστήριξη του αδελφού του, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εισέβαλε στη βόρεια Συρία μετά την αναχώρηση του Ιχσίντ. Εκεί κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της φυλής των [[Μπανού Κιλάμπ]], στους οποίους ανήκε και ο διορισμένος από τον Ιχσίντ διοικητής του Χαλεπίου. Έτσι, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα μπήκε αμαχητί στην πόλη τον Οκτώβριο του 944.<ref name="EI2-H129"/><ref name="Egypt113"/><ref name="EI2-105"/><ref name="Kennedy273">Kennedy (2004), σ. 273</ref>
Γραμμή 123:
Παρά την ασθένειά του και τις εσωτερικές ταραχές, το 963 ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαπέλυσε τρεις επιδρομές στην Μικρά Ασία, μία εκ των οποίων έφτασε στα πρόθυρα του [[Ικόνιο|Ικονίου]]. Ο Ιωάννης Τσιμισκής όμως, διάδοχος του Νικηφόρου Φωκά ως Δομέστικος της Ανατολής, απάντησε με μια χειμερινή εισβολή στην Κιλικία, όπου συνέτριψε έναν αραβικό στρατό στο «Πεδίο του Αίματος» κοντά στα [[Άδανα]] και πολιόρκησε την [[Μοψουεστία]] ώσπου η έλλειψη εφοδίων τον ανάγκασε να επιστρέψει στις βάσεις του. Το φθινόπωρο του 964, ο Νικηφόρος Φωκάς, αυτοκράτορας πλέον, επανήλθε στην Ανατολή, όπου συνάντησε ασθενή αντίσταση. Η Μοψουεστία πολιορκήθηκε ξανά αλλά και πάλι άντεξε μέχρις ότου ο λιμός που μάστιζε την περιοχή ανάγκασε τους Βυζαντινούς να υποχωρήσουν.<ref name="EI2-108"/><ref>Treadgold (1997), σ. 499</ref> Ο αυτοκράτορας όμως επανέλαβε την εκστρατεία του τον επόμενο χρόνο και κατέλαβε την πόλη, εκδιώκοντας τους κατοίκους της. Λίγο μετά, στις 16 Αυγούστου 965, η Ταρσός παραδόθηκε από τους κατοίκους της σε αντάλλαγμα ασφαλούς διέλευσης για την Αντιόχεια. Η Κιλικία έγινε ξανά μια βυζαντινή επαρχία, και ο Νικηφόρος Φωκάς έλαβε μέτρα για τον επανεκχριστιανισμό της.<ref name="EI2-108"/><ref name="Whittow326"/><ref>Kennedy (2004), σ. 278–279</ref><ref>Treadgold (1997), σ. 500–501</ref>
 
Το 965 είδε δυο ακόμα μείζονες εξεγέρσεις στις χαμδανιδικές κτήσεις. Η πρώτη, υπό τον πρώην Καρμαθιανό Μαρουάν αλ-Ουκαϋλί, που είχε διατελέσει και κυβερνήτης των συριακών παραλίων, γρήγορα απέκτησε απειλητικές διαστάσεις: οι επαναστάτες κατέλαβαν τη Χομς, νίκησαν το στρατό που στάλθηκε εναντίον τους και προήλασαν προς το Χαλέπι, όμως σε μια σύγκρουση μπροστά στα τείχη ο αλ-Ουκαϊλί πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε λίγο μετά.<ref name="EI2-108"/><ref name="Kennedy279"/> Το φθινόπωρο, μια πιο σοβαρή εξέγερση ξέσπασε στην Αντιόχεια, υπό τον πρώην κυβερνήτη της Ταρσού, Ρασίκ ιμπν ΑμπντάλλαΑμπντ Αλλάχ αλ-Νασίμι, που προκλήθηκε από την είδηση της πτώσης της Κιλικίας. Αφού συγκέντρωσε στρατό από τους κατοίκους της πόλης, ο Ρασίκ με τη σειρά του πολιόρκησε το Χαλέπι, που υπεράσπιζαν ο Καρκούγια και ένας άλλος εκ των «γκιλμάν» του Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ο Μπισάρα. Οι Αντιοχείς κατάφεραν να καταλάβουν την κάτω πόλη, όταν, τρεις μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, ο Ρασίκ σκοτώθηκε και τον διαδέχτηκε ένας Δαϋλαμίτης ονόματι Ντιζμπάρ. Ο Ντιζμπάρ νίκησε τον Καρκούγια και κατέλαβε την ακρόπολη, αλλά μετά εγκατέλειψε την πόλη για να κυριεύσει την υπόλοιπη βόρεια Συρία.<ref name="Kennedy279"/><ref>Bianquis (1997), σ. 108–109</ref> Την ίδια χρονιά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα υπέστη και μια προσωπική τραγωδία, με τον θάνατο δυο γιών του, των Αμπούλ-Μακαρίμ και Αμπούλ-Μπακαράτ.<ref name="EI2-108"/>
 
Στις αρχές του 966, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα πέτυχε τη σύναψη ανακωχής με τους Βυζαντινούς, καθώς και τη διενέργεια ανταλλαγής αιχμαλώτων, που έλαβε χώρα στα Σαμόσατα. Ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα εξαγόρασε τους πολυάριθμους μουσουλμάνους αιχμαλώτους με μεγάλα ποσά, αλλά οι περισσότεροι αμέσως πήγαν με το μέρος του Ντιζμπάρ. Τότε ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα αποφάσισε να αντιμετωπίσει ο ίδιος την εξέγερση: μεταφερόμενος κλινήρης στο φορείο του επέστρεψε στο Χαλέπι, και την επόμενη μέρα νίκησε κατά κράτος τους επαναστάτες, με τη βοήθεια των Κιλάμπ, που αυτομόλησαν στο πλευρό του από το στρατό του Ντιζμπάρ. Οι επιζώντες επαναστάτες τιμωρήθηκαν χωρίς οίκτο.<ref name="Kennedy279"/><ref name="EI2-lastyears">Bianquis (1997), σ. 108, 109</ref> Εντούτοις, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα παρέμενε ανήμπορος να εμποδίσει τον Νικηφόρο Φωκά όταν αυτός επανέλαβε την προέλασή του. Ο Χαμδανίδης κατέφυγε στο οχυρό Σαϊζάρ, ενώ οι Βυζαντινοί δήωσαν την Τζαζίρα προτού στραφούν στη βόρειο Συρία, όπου επιτέθηκαν στη Μανμπίτζ, στο Χαλέπι και στην Αντιόχεια, της οποίας ο νεοδιορισθείς κυβερνήτης, Τακί αλ-Ντιν Μουχάμαντ ιμπν Μούσα, αυτομόλησε στο βυζαντινό στρατόπεδο φέρνοντας μαζί του το ταμείο της πόλης.<ref name="Whittow326"/><ref name="EI2-lastyears"/><ref>Treadgold (1997), σ. 501–502</ref> Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 967, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα επέστρεψε στο Χαλέπι, όπου και πέθανε μερικές μέρες αργότερα (9 Φεβρουαρίου), αν και μία πηγή ισχυρίζεται ότι πέθανε στη Μαγιαφαρικίν. Η σωρός του ταριχεύτηκε και θάφτηκε στη Μαγιαφαρικίν, στο ίδιο μαυσωλείο με τη μητέρα του και την αδελφή του. Λέγεται ότι ένα τούβλο, φτιαγμένο από τη σκόνη που σκέπαζε την πανοπλία του όταν επέστρεφε από τις εκστρατείες του, τοποθετήθηκε ως προσκέφαλο του. Τον διαδέχτηκε ο μοναδικός επιζών γιος του, ο Αμπούλ-Μααλί Σαρίφ, πιο γνωστός ως [[Σαντ αλ-Ντάουλα]].<ref>Bianquis (1997), σ. 103, 108, 109</ref><ref name="Kennedy280">Kennedy (2004), σ. 280</ref>