Αγαπισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: ΑΓΑΠΗΣΜΟΣ (< αγάπη, αγαπώ) ή ΑΓΑΠΙΣΜΟΣ (Agapismos)· βλ. και αγάπη, αγαπομανία, Αγαπημονισμός. Πρόκειτα...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 13:14, 10 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΑΠΗΣΜΟΣ (< αγάπη, αγαπώ) ή ΑΓΑΠΙΣΜΟΣ (Agapismos)· βλ. και αγάπη, αγαπομανία, Αγαπημονισμός. Πρόκειται για μία ηθικιστική ιδεολογία ή ένα φιλοσοφικό σύστημα, που βασίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην αγάπη. Οι ιστορικές ρίζες τού Αγαπισμού ανάγονται στον Ωριγένη, στους αιρετικούς Αγαπημονίτες, στο κίνημα του Ρομαντισμού και στη Διεθνή τής Αγάπης (International of Love). Το σύστημα σκέψης αυτό διαμορφώθηκε από τη διαστρέβλωση και τη γενίκευση του νοήματος τής μέγιστης αρετής τής αγάπης σε φιλοσοφικό σύστημα εις –ισμός, έχοντας πανανθρώπινη ισχύ. Σε αυτό ωθήθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος από τον εξοβελισμό τής ενοχλητικής (φοβικής, ενοχικής κ.λπ.) παρουσίας τού Θεού στην επίγεια ζωή (βλ. Δημόκριτο, Επι-κούρειους, Διαφωτισμό κ.ά.), τη μεγάλη απογοήτευση που αισθάνθηκε μετά τους δυο παγκοσμίους πολέμους και την εμφάνιση του χριστιανικού Υπαρξισμού (βλ. F. Dostoyevsky και Ρώσους θεολόγους). Σήμερα, υπό την ―συνειδητή ή ασυνείδητη― επίδραση της Νέας Εποχής, τής Νέας Τάξης Πραγμάτων και της Παγκοσμιοποίησης, ο Αγαπισμός, όχι τόσο ως θεωρία, όσο ως πράξη, διενεργείται σε πολλά επίπεδα από τον Οικουμενισμό. Ο Αγαπισμός μαρτυρεί επιπολαιότητα, προχειρότητα, αβαθή και άκριτη σκέψη, ναρκισσισμό, «εκλογίκευση» κ.λπ., στοιχεία, τα οποία, με τη σειρά τους, παραπέμπουν στον κοινωνικό ωφελιμισμό (την αμοιβαία και παραγωγική αγάπη), στην εγωτική ανάγκη για ασφάλεια, στοργή ή αναγνώριση (βλ. συντροφική αγάπη), στην υποκρισία και την έλλειψη ταπεινοφροσύνης, όπως και του αισθήματος δικαίου. Η ορθό-δοξη αγάπη υπερβαίνει τις πολιτισμικές αξίες ή τις βιοψυ-χικές ανάγκες (βλ. έρωτα) και τα συμφέροντα του Εγώ ή μιας κοινωνίας. Η χριστιανική αγάπη λειτουργεί από μέσα προς τα έξω, δηλ. δεν επιβάλ-λεται απ’ έξω ως ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, αλλ’ απορρέει αυθόρ-μητα από την αγιότητα του κάθε προσώπου. Με τη γενίκευση της άλογης, αδιάκριτης (απρόσωπης, όπως στον Βουδισμό) και ρομαντικής αγάπης, χωρίς προϋποθέσεις (λ.χ. της ύπαρξης των αρετών: ταπεινοφροσύνης, αλήθειας, πίστης, ελπίδας/νοσταλγίας, δικαιοσύνης, ελευθερίας βουλήσεως, φόβου Θεού, προσευχής, άσκησης κ.λπ.), όχι μόνο δεν πραγματοποιείται μία αυθεντική διαπροσωπική αγάπη και απλώς βιώνουμε μία ψευδαίσθηση αγάπης, αλλά και είναι δυνατόν να αιτιολογηθούν πάσης φύσεως πάθη, ψυχολογικές παρεκκλίσεις, διαστροφές μέχρι και εγκλήματα. Ο (εκκοσμικευμένος) Αγαπισμός ταυτίζεται κατά βάθος με τον Αν-θρωπισμό, εκλαμβάνοντας τη χριστιανική αγάπη ως αυτοϊκανοποίηση φιλοσοφικής (υπαρξιακής) ή ψυχολογικής (πρβλ. Erlebnis) τάξης. Στη γραμμή αυτή, που ουσιαστικώς βασίζεται στη θεολογία τού P. Tillich και τη <θάνατο-Θεού Θεολογία> (Th. Altizer), κινήθηκε, κατά τη δεκαετία τού 1960, και ο Αγγλικανός επίσκοπος Woolwich (επαρχία τού Canterbury) και κοσμήτορας στο Trinity College του Cambridge, John Arthur Thomas Robin-son (1919–1983), μία από τις ηγετικές μορφές τού σύγχρονου Φιλελεύθερου Προτεσταντισμού και της Θεολογίας τής Εκκοσμίκευσης. Ο Robinson ταύτιζε οντοθεολογικώς τη Θεία αγάπη με την ουσία τής ανθρωπινότητας (Honest to God, σ. 54). Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος είχε υιοθετήσει το ωριγενικό δόγμα τής παγκόσμιας σωτηρίας (universal salva-tion ή Universalism). Η υπαρξιακή αυτή θεώρηση τής τριαδικής αγάπης καθιστά για τον Θεό αναγκαία τήν (εξ αγάπης) δημιουργία και το «δημιουργείν» στο διηνεκές (K. Ward). Όμως, αν, για τον Θεό, η αγάπη είναι μία φυσική αναγκαιότητα και όχι εκδήλωση της ελεύθερης βούλησής Του, καταργείται στην πραγματικότητα η αληθινή αγάπη Του, αφού ―είτε το θέλει, είτε όχι― υποχρεούται από τη φύση Του να αγαπά. Κατά συνέπεια, απομακρυνόμαστε από την ιδέα ενός προσωπικού Θεού ο οποίος εκουσίως αγαπά, και οδηγούμαστε οικοθεολογικώς προς έναν αγαπητικό Πανθεϊσμό, όπου ολόκληρη η Φύση είναι αγάπη ή αποτελεί οργανική (δηλ. αδιαφοροποίητη ως προς το άκτιστο και το κτιστό) ενέργεια της λυτρωτικής αγάπης τού Θεού (βλ. Θεϊσμό). Έτσι, επιστρέφουμε στον Ωριγένη μέσω τής πλατωνικής θεωρίας για την προΰπαρξη της ύλης. Εξάλλου, παραγκωνίζεται η θεανθρώπινη φύση τής χριστιανικής αγάπης, δηλ. τής αγάπης προς τον «πλησίον» (ως εικόνος τού Θεού), που απορρέει από την αγάπη προς τον Θεό (Α’ Ιω. 4, 10. 19). Με άλλα λόγια, ο Αγαπισμός υπονοεί ότι ο άνθρωπος με μόνες τις δικές του δυνάμεις ―χωρίς την πίστη και την ελπίδα στον Θεό, χωρίς πνευματικό αγώνα κατά των παθών του και, προπαντός, χωρίς τη Θεία Χάρη― μπορεί (μέσα σε ένα φιλάνθρωπο αορίστως πνεύμα) να αγαπήσει αυτοθυσιαστικώς τον εχθρό του· κάτι που λογικώς, φιλοσοφικώς και ε-πιστημονικώς (ψυχολογικώς) ―τουλάχιστον στην εποχή μας― είναι πα-ράλογο. Ορθοδόξως, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι ο ενυπόστατος Λόγος (αποκάλυψη) τής Αγάπης (Α’ Ιω. 4, 8. 14), την οποία (ως άκτιστη ε-νέργεια) χαρίζει στον πιστό ως πνευματικό δώρο (Δευτ. 7, 7. 30, 6, Ιερ. 38, 33, Ιεζ. 36, 25, Εφ. 5, 25, Γαλ. 2, 20, Ρωμ. 5, 5). Μόνο αγαπώντας κανείς την Αγάπη, δηλ. φυλάσσοντας τον Λόγο τού Χριστού (Ιω. 14, 15. 21. 23), αγαπά αληθινώς τον συνάνθρωπό του θεοπρεπώς. Έτσι, ένας διαχωρισμός επέρχεται μέσα στο ιερό Ευαγγέλιο (Λουκ. 2, 34) ανάμεσα σε αυτούς που δέχονται (βλ. Εκκλησία) και σε αυτούς που αρνούνται το «σκάνδαλο του σταυρού», δηλ. το σκάνδαλο αυτής τής Αγάπης. Ο ορθό-δοξος τρόπος ζωής, μη απομονώνοντας καμία αρετή αλλ’ ισορροπώντας πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ δικαιοσύνης και α-γάπης (πράγμα ανθρωπίνως υπέρλογο), δεν μπορεί να μεταβάλλεται σε ιδεολογία ή φιλοσοφικό σύστημα· κάτι τέτοιο πράττουν συνήθως οι αιρέ-σεις. Έτσι, ο γνωστός Αμερικανός Μεθοδιστής Paul Ramsey (1913-1988) θεμελίωσε ολόκληρη την Ηθική του στην αγάπη. Κατά τους ανατολικούς Πατέρες τής Εκκλησίας, οι αρετές λειτουργούν πάντοτε εν χορώ (Ιω. Χρυσ., Εις Εφ. 4, 3, MPG 62, 34) και ιεραρχικώς: από τη μητέρα των αρετών στη θυγατέρα κ.ο.κ. Αλλιώς, οι αρετές «έχιδναι αποβαίνουσιν εις την ψυ-χήν» (Ισαάκ τού Σύρου, Λόγος ΞΗ’).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: , Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αγαπισμός», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 89, Φωτόπουλος Ι., Θεανθρώπινη Καθολικότητα ή Πανθρησκειακή Παγκοσμιότητα, Αθήνα 2003· Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, Αγαπισμός: το καινούργιο σύστημα ζωής, Αθήναι 21980· Hieronymos Archbishop, Agapismos, to kainourgio systēma zōēs, Ekdoseis Thēnos (Athēna) 1980· Κωτσιόπουλος Κ., «Ορθοδοξία και Φονταμενταλισμός» (Εισήγηση στο Συνέδριο της Σύρου 2002), Θεσσαλονίκη 2003· Ramsey P., Basic Christian Ethics, The University of Chicago Press, Chicago and London 1950· Robinson J., Honest to God, μτφρ. Δ. Αναστασιάδη, εκδ. Δ. ΑΝΑΣ, Θεσσαλονίκη 1969· Τσιτσίγκου Σ., Το Χρυσοστομικό Ήθος, Θεσσαλονίκη 2001· του αυτού, «Φό¬βος και τρό¬μος κα¬τά τούς Τρεις Ιε¬ράρχες» [Α¬νά¬τυ¬πο α¬πό το πε¬ριο¬δι¬κό ΟΡ¬ΘΟ¬ΔΟ¬ΞΙΑ & ΠΑΙ¬ΔΕΙΑ 2 (2004) 115-169]· Ward K., Religion and Creation, Oxford: Clarendon Press, 1996.


[[Αγαπισμός]http://iorthodoxitheologia.blogspot.gr/