Αγωνία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: ΑΓΩΝΙΑ (< αγών), agonie, agony, anxiety, Ängstlichkeit. πολυσύνθετο δυσάρεστο συναίσθημα ή ψυχική κατάσταση, που...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 12:29, 19 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΩΝΙΑ (< αγών), agonie, agony, anxiety, Ängstlichkeit.

πολυσύνθετο δυσάρεστο συναίσθημα ή ψυχική κατάσταση, που χαρακτηρίζε-ται από καταπίεση, στενοχώρια (Δευτ. 28, 53, Β’ Κορ. 4, 8. 6, 4. 12), ταραχή, άγχος, αμφιβολία, φόβο (Ιώβ 3, 25. 31, 23, Λουκ. 8, 37), ανησυχία, αδημονία, απόγνωση, αυτοαπόρριψη, θλίψη (Ψαλμ. 21. 30. 34. 37. 56. 68. 87. 101), ανασφάλεια ή αβεβαιό-τητα μπροστά στον θάνατο ή γενικά στο μέλλον, λόγω εσωτερικών ή εξωτερικών (πραγματικών ή φανταστικών) οχληρών ή ανυπόφορων και οδυνηρών επικείμενων συνθηκών (σοβαρές ασθένειες, γηρατειά, οξείς μεταφυσικοί προβληματισμοί, υπαρ-ξιακή ή πνευματική κρίση, θρησκευτική αμφιβολία, ιδρυματισμός, κίνδυνοι, απειλές, μοναξιά, δυσκολίες και γενικώς «οριακές καταστάσεις» τού θανάτου, τής ενοχής ή τής ματαίωσης), απέναντι στις οποίες αισθανόμαστε αδύναμοι να αμυνθούμε. Η αγωνία εκδηλώνεται συνήθως και με ψυχοσωματικά συμπτώματα (αύξηση της πίεσης, παραληρηματική σκέψη, σύγχυση κ.λπ.). Συνεκδοχικώς, η αγωνία χρησιμοποιείται και με την έν-νοια τής μέριμνας ή/και της μελλοντικής πορείας ενός έργου, θεσμού ή κατάστασης. Κατά την Ψυχολογία, η αγωνία δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο. Δεν μπορεί να προσδιορίσει κανείς μπροστά σε τι αγωνιά. Εντούτοις, τις περισσότερες φορές την αγωνία του ο άνθρωπος «εξαπατά» ασυνειδήτως με διάφορους μηχανισμούς άμυνας. Διακρίνουμε τη φυσιολογική από την παθολογική (νευρωσική) αγωνία (χρόνια ή τραυματική αγωνία, που σχετίζεται με μελαγχολικές καταστάσεις). Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγωνία έγινε το κύριο θέμα τής Φιλοσο-φίας, τής σύγχρονης Λογοτεχνίας και της Τέχνης, όπως για παράδειγμα, του Ισπανού ζωγράφου Francisco José de Goya y Lucientes (1746–1828). Φιλοσοφικώς, η αγωνία αναφέρεται σε ένα βαθύ και ακαθόριστο υπαρξιακό συναίσθημα φόβου. Πράγματι, ο φόβος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αγωνία. Κατά τον M. Heidegger, η αγωνία καθιστά τον φόβο δυνατό. Ομοίως, κατά τον P. Tillich, το κεντρί τού φόβου είναι η αγωνία. Η στενή αλληλεξάρτηση ανάμεσα στον φόβο και στην αγωνία φαίνεται και από την τάση τής αγωνίας να μετατραπεί σε φόβο. Η αγωνία, όπως είπαμε, δεν συν-δέεται με καμία συγκεκριμένη αιτία· αναβλύζει από τα εσώτερα βάθη τής υπάρξεως. Πρόκειται, συνεπώς, για μία ηθική οδύνη ή «οντολογική αγωνία» (Kierkegaard, Til-lich). Ακόμα και οι πιο ώριμοι πνευματικώς, σύμφωνα με τα κριτήρια του A. Maslow, τη γεύονται. Έτσι, λογικώς η αγωνία είναι και φαίνεται αβάσιμη. Όντως, το αβάσιμο και ακαθόριστο (που αφήνει το άτομο αβέβαιο, έκθετο και αβοήθητο) ανήκουν στη βαθύτερη ουσία τής αγωνίας, και αυτό τής προσδίδει χαρακτήρα επαχθή. Η αγωνία, λοιπόν, συνιστά θεμελιώδη βιωματική εμπειρία τού ανθρώπου, μέσω τής οποίας κα-τανοείται ο άνθρωπος στην υπαρξιακή κυρίως Φιλοσοφία τού S. Kierkegaard. Στους νεότερους υπαρξιακούς φιλοσόφους (M. Heidegger, J.-P. Sartre, A. Camus, K. Jas-pers), με εξαίρεση τους G. Marcel, L. Schestow, P. Tillich και R. May, η έννοια τής αγωνίας εκκοσμικεύεται με βάση κάποιες αναγεννησιακές δομές. Η εκκοσμίκευσή της όμως αυτή, παρά τις περί τού αντιθέτου απόψεις τού Nietzsche (ότι δηλ. εκείνος που δεν έζησε τη ζωή του στην ευδαιμονική πληρότητά της, φοβάται τον θάνατο), δεν τη διασώζει από τον σκεπτικισμό, την ασθένεια της απελπισίας ή ακόμα και τη «θεο-ποίηση» του παραλόγου (F. Kafka) και τη «ναυτία» (nausée) λόγω τού απόλυτου κο-ρεσμού και της αηδίας που αισθάνεται ο αγωνιών, οπότε οι εμμονοκρατικοί Υπαρξισ-τές παραμένουν στην ίδια τη σφαίρα τής σωκρατικής αυτοαναζήτησης, δηλ. πάλι τής αγωνίας, την οποία καλούνταν να μελετήσουν και υπερβούν. Ο άνθρωπος, απ’ εκεί που προηγουμένως ήταν οικείος και φιλικός με τον κόσμο, αισθάνεται τώρα «ριγμέ-νος» μέσα σ’ έναν αφιλόξενο τεχνοκρατικό (αλλοτριωμένο) κόσμο (στο έρεβος μιας ατέρμονης κοσμικής νύχτας ―προτύπωση του αιώνιου σκότους (Σ. Σολ. 17, 20)―, που δεν προσφέρει κανενός είδους νόημα (η αγωνία τής έλλειψης νοήματος) ή στή-ριγμα (η απώλεια ενός πνευματικού κέντρου) για την ανθρώπινη ύπαρξη (η αγωνία τής κενότητας), καταδικασμένος (αυτός ο άνθρωπος) στο χάος ή στη «ναυτία» (Sartre) και τον «ίλιγγο» τής ίδιας του τής ελευθερίας (βλ. αυτοπροσδιοριζόμενη προσωπικότητα). Με άλλα λόγια, «αντικείμενο» της αγωνίας καθίσταται ένα απειλητικό Μηδέν ως το «μη-Ον». Αλλ’, η απειλή τού «μη-Όντος» δεν είναι απολύτως αφηρημένη και αόριστη, όσο με μία πρώτη ματιά μπορεί τούτο να φαίνεται. Η αγωνία είναι «η υπαρξιακή συνειδητοποίηση της ανυπαρξίας» μας (η αγωνία τού θανάτου), τής ανεπάρκειάς μας (Spranger), του ενδεχομένου δηλ. να καταντήσουμε «μη-Ον» (Tillich). Αλλ’, ο-ποιαδήποτε ηθική μας έκπτωση μπορεί να συμβεί, μόνο αν εμείς οι ίδιοι το επιτρέψο-υμε. Με άλλες λέξεις, το πρόσωπο εδώ φοβάται την ίδια του τη δράση, και υποφέρει με τη σκέψη ότι θα την εκτελέσει. Έτσι, σταματά οριστικώς κάθε του αληθινή δρασ-τηριότητα (βλ. απόγνωση), μη υποφέροντας όμως πάλι έτσι αυτήν του την ύπαρξη. Κατά συνέπεια, «η αγωνία αποκαλύπτει το Μηδέν», συντελώντας (αρνητικώς) στην αφύπνιση της ύπαρξης (Unamuno), η οποία έτσι συνειδητοποιεί τη μοναξιά της στον κόσμο και αποσπάται από την ανωνυμία, τα «ενδοκόσμια όντα» και γενικώς τη βιο-μέριμνα, προκειμένου να καταστεί ικανή για μια αυθεντική παρουσία (Heidegger) ή για ένα «στήριγμα στο Άπειρο» (Jaspers). Κάτι τέτοιο, όμως, απαιτεί, στην πράξη, υ-πευθυνότητα (Jaspers), αγώνα (Unamuno) και θάρρος (Tillich). Στην Π.Δ., η αγωνία συνδέεται με την ατομική ή συλλογική απορία (Ησ. 5, 30. 24, 19, Ιερ. 8, 18. 21) και τη στενοχώρια (Ησ. 8, 22). Ο Χριστιανισμός για τον Ισπανό ποιητή και φιλόσοφο Miguel de Unamuno y Jugo (1864–1936) θεωρείται Θρησκεία τής (ηθικής/υπαρξιακής) αγωνίας. Η αγωνία θεολογικώς έχει απασχολήσει μεγάλως τούς ανατολικούς Πατέρες τής Εκκλησίας, τον ιερό Αυγουστίνο και τον Pascal. Ο Χριστός στον κήπο των Ελαιών κυριεύθηκε από λύπη, φόβο, στενοχώρια και φρίκη (Μάρκ. 14, 33). Κατεβαίνοντας στο βάθος τής ανθρώπινης αγωνίας, ο Ιησούς γίνεται «τοις υπακούουσιν αυτώ πάσιν αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ. 5, 9). Αλλ’, ο αι-ματηρός ιδρώτας τής αγωνίας Του αυτής στη Γεσθημανή δεν οφειλόταν στο αν θα μπορούσε ο ίδιος να θεωθεί (αφού ήταν και είναι Θεός), ή να κατακτήσει πάντα τα μυστήρια (αφού αυτός ήταν και είναι ο Λόγος και η Αυτοσοφία), ή, τέλος, να κατορθώσει να υπερβεί τον πειρασμό τής αμφιβολίας (αφού είχε ήδη νικήσει τούς Πειρασμούς)· ήταν αγωνία αγάπης για τους ανθρώπους, δηλ. μία πνευματική αγωνία, η οποία προερχόταν από τον έντονο, απερίσπαστο, καθαρό νοερώς και απολύτως προσωπικό προσευχητικό διάλογο με τον Θ. Πατέρα Του, σχετικά με τη σωτηρία τού κό-σμου· ένα αγαπητικό και αυτοθυσιαστικό οικουμενικό έργο, που εντός ολίγου έ-μελλε να τελειωθεί, και όμως μπορεί να παραμένει ανενεργό, αν δεν συγκατατεθεί η ελεύθερη βούληση του κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό, και υπ’ αυτή την έννοια, η θανατική αγωνία τού Χριστού διαρκεί έως τής Συντελείας. Από την άλλη μεριά, η απόλυτη προσήλωση του καθαρού νού στον Θεό είναι αναγκαία σε κάθε αυθεντική προσευχή. Γιατί η οποιαδήποτε κοσμική μέριμνα ταράττει την ειρήνη τού νού (Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΟΑ’), μην αφήνοντάς τον να στραφεί ολικώς προς τον Θεό. Γι’ αυτό, το έργο τής προσευχής απαιτεί κόπο, πόνο και δάκρυα. Κάθε αληθινός μαθητής τού Κυρίου δοκιμάζεται επίσης από την αγαπητική αγωνία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόσ-τομο, εφόσον η ψυχή τού ανθρώπου παραμένει, κατά Θεία Χάρη, αθάνατη, η αγωνία ―ακόμα και των Αγίων που απολαύουν μεγάλης παρρησίας στον Θεό― υφίσταται τόσο στην παρούσα ζωή, όσο και στη Μέση Κατάσταση των ψυχών, όπου οι ψυχές «προγεύονται» τη Βασιλεία των Ουρανών ή την αιώνια Κόλαση. Έτσι, η αγωνία για μεν τους Αγίους είναι μήπως δεν αξιωθούν τού Παραδείσου εξαιτίας τής αναιμικής αγάπης τους προς τον «πλησίον» (Ρωμ. 9, 3), για δε τούς αμαρτωλούς μήπως οδηγη-θούν στην Κόλαση. Ωστόσο, μ.Χ. η αγωνία αυτή, όπως και ο ίδιος ο θάνατος (Β’ Κορ. 4, 12), αποκτά νόημα και αξία λυτρωτική μέσω τής αγάπης τού Χριστού (Β’ Κορ. 5, 14), τής πίστης και τής εσχατολογικής ελπίδας (Ρωμ. 5, 1-5. 8, 24) για την ήττα τού θανάτου (Α’ Κορ. 15, 54) και την Ανάσταση (Β’ Κορ. 1, 9. 5, 4). Η μακραίωνη ορθόδοξη νηπτική Παράδοση γνωρίζει εμπειρικώς την πνευματική αγωνία, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της έντονης νοεράς προσευχής: «Να προσεύχεσαι υπέρ των ανθρώπων είναι ως να χύνεις αίμα» (Σωφρόνιος, σ. 62). Μεγάλοι Προφήτες τού Ισραήλ, Αναχωρητές, Ασκητές, Όσιοι και Άγιοι δοκίμασαν και δοκιμάζουν την αγωνία αυτή λόγω τής υπερβάλλουσας αγάπης τους για τη σωτηρία όλης τής κτίσης. Μάλιστα δε, η αγωνία αυτή συνοδεύεται από μετάνοια και βαθιά θλίψη (λύπη επιδεινωτική και οξύτερη από μάχαιρα) τού νού («σταυρούσθαι»), καθώς αυτός αγω-νίζεται (βλ. πνευματική πάλη) να μείνει τελείως καθαρός από τις φαντασίες (τα φάσ-ματα της αλήθειας). Το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει σε ορισμένους ευλαβείς και διακ-ριτικούς ιερείς κατά την τέλεση της Θείας Μυσταγωγίας (συλλογικής προσευχής), οι οποίοι, διαθέτοντας το Χάρισμα των δακρύων από τον φόβο Θεού, την ένθερμή τους μετάνοια και την κατάνυξη, μου-σκεύουν με τα δάκρυά τους το δάπεδο έμπροσθεν του ιερού θυσιαστηρίου, μη μπορώντας να προφέρουν τις εκφωνήσεις. Ο χριστιανικός Υπαρξισμός, αντικρούοντας τον εγελιανό Ιδεαλι-σμό, αντιμε-τωπίζει την αγωνία με μία βαθύτατα θρησκευτική και θεολογική οπτική. Ο Κίρκεγκωρ τη συνδέει άμεσα με το Προπατορικό Αμάρτημα, την προσωπική αμαρτία και την ενοχή (η αγωνία τής ενοχής). Η ψυχοσύγκρουση μεταξύ «σώματος» (Id) και «πνεύματος» (νοός) οδηγεί τον άνθρωπο στην αγωνία. Άρα, ο άνθρωπος σχετίζεται με το πνεύμα (νου) του με σχέση (χρόνιας ή αιφνίδιας) αγωνίας. Αυτό σημαίνει ότι η αγωνία κάνει τον άνθρωπο να διαισθάνεται τη σύνδεσή του με κάτι ανώτερο. Πραγ-ματικώς, η αγωνία είναι η πύλη δια τής οποίας εισέρχεται στη ζωή μας η σωτηριώδης σιγή (Cattani, p. 71). Πάντως, κατά τη χριστιανική Ηθική, η αγωνία προέρχεται από την ύπαρξη στον άνθρωπο της δυνατότητας ε-λεύθερης επιλογής. Αν, όμως, η αγωνία ενδυναμώνει τη θρησκευτικότητα, πώς ο άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί από την πρώ-τη; Υπάρχουν ποικίλες εμπειρικές έρευνες με αντιφατικά αποτελέσματα ως προς τη «θρησκευτική» (γνωσιακή ή πνευματική) θεραπεία ή μη τής αγωνίας (Shreve-Neiger & Edelstein). Αληθινώς, όχι η κάθε θρησκευτικότητα/πνευματικότητα με την κάθε μέθοδό της βοηθά τον άνθρωπο να ξεπεράσει την αγωνία. Πολλές λ.χ. αγχογόνες και ενθουσιαστικές αιρέσεις ή σέχτες από το παρελθόν μέχρι σήμερα «διοχετεύουν» την αγωνία, που (μέσω μιας θρησκευτικής τρομοκρατίας) εμβάλλουν στους οπαδούς τους, σε ορισμένα εκστατικά φαινόμενα (βλ. διαλογισμό, γλωσσολαλία κ.λπ). Άλλες, μέσω τού συλλογικού τελετουργικού τους αναστέλλουν την αγωνία (Benson & Stark, Pruyser, Hinde). Ενώ, κατά τον Πλάτωνα, η αγωνία τού ανθρώπου υπερβαίνεται μόνο μέσω τής κάθαρσης στον κόσμο των Ιδεών (Φαίδων 65 c), κατά τον Κίρκεγκωρ, η αγωνία μπροστά στην εξ αμαρτίας ενοχή σιγάζει μόνο μέσω τού παράδοξου (ποιοτι-κού άλματος) της (χριστιανικής) πίστεως (βλ. Fideismum). Σύγχρονοι φονταμεντα-λιστές Προτεστάντες αποδίδουν επίσης την υπαρξιακή αγωνία στην κατακερματισμένη πίστη (shattered faith syndrome). Η Ορθόδοξη Πατερική Πνευματικότητα παρέχει πολλά θεωρητικά (προσευχή, ελπίδα, ταπεινοφροσύνη, φιλανθρωπία κ.ά.) και πρακτι-κά (μυστήριο μετανοίας, δάκρυα, νηστεία, μελέτη Αγίας Γραφής, ελεημοσύνη, «συμ-πάσχειν»/empathy κ.ά.) «φάρμακα» για την αντιμετώπιση της αγωνίας.

ΒΙ¬ΒΛΙΟ¬ΓΡΑ¬ΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αγωνία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκ-λοπαίδεια, τ. Α’, σ. 201-203, Benson H. & Stark M., Timeless healing: The power and biology of belief, New York: Scribner 1996· Cattani G., “Bergson, Kierkegaard, and Mysticism”, transl. by A. Dru, Dublin Review 384 (Jan. 1933) 70-78· Congourdeau M. H. & Lethel F. M., Maxime le Confesseur, L’agonie du Christ, Les Peres dans la foi, 64, Paris: Migne 1997· Γκαμούρα Κ., Αγωνία και ελπίδα, Θεσσαλονίκη 1993· Hiltner S., “Anxiety”, in: J. F. Childress & J. Macquarrie (Eds.), A New Dictionary of Christian Ethics, SCM Press LTD 1986, pp. 36-37· Hinde R. A., Why Gods persist: A scientific approach to religion, London: Routledge 1999· Καραμαντζάνης Α., «Ο ιερεύς και το θυσιαστήριον», ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ 8 (2000) 84-98· Κελεσίδου Α., Φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής μας, Αθήνα 1990· Kierkegaard S., Der Begriff Angst (1844), μτφρ. Ι. Τζαβάρα (Η έννοια τής αγωνίας), εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα 1971· Lalande A., Λεξικόν τής Φιλοσοφίας, Αθήναι 1955· Léon-Dufour X., Vocabulaire de Théologie Biblique, Paris 1974, εκδ. ΒΙΒΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ `ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ’, Αθήνα 1980, σ. 28-30· Mathers J., “Anxiety”, in: A. V. Campbell, A Dictionary of Pastoral Care, Oxford 1987, pp. 16-17· Μωυσή Αγιορείτη, Καλή και κακή αγωνία, Αθήνα 1998· Νησιώτη Ν., Υπαρξισμός και Χριστιανική Πίστις, Αθήναι 1956· Nietzsche F., Also sprach Zarathustra, 1960· Ντόκας Α. Σ., Λεξικό Φιλοσοφικών Όρων, Αθήναι 1981· Παπαντωνίου Α. Κ., «Αγωνία», ΠΛΜ 2 (1997) 255-257· Pruyser P., A dynamic psychology of religion, New York: Harper & Row 1968· Σαχάρωφ Σ., Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, μτφρ. Ζαχαρίου, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 31996· Schestow L., Η Νύχτα τής Γεθσημανής, Αθήνα 1970· Σωφρόνιου, Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μονής Τιμίου Σταυρού, Έσσεξ Αγγλίας 51990· Shreve-Neiger A. K. & Edelstein B. A., “Religion and Anxiety: A Critical Review of the Literature”, Clinical Psychology Review 24 (2004) 379-397· Spranger E., “Weltfrömmigkeit” (1941), in: Gesammelte Schriften 9 (1974) 224-250· Tillich P., Der Mut zum Sein, Stuttgart 1953, μτφρ. Χ. Μαλεβίτση (Το θάρρος τής υπάρξεως), εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα 1976· Τσιτσίγκος Σ. Κ., Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2000· Unamuno M., La agonía del cristianismo, 1925· Wolman B. B. (Ed.), Handbook of Clinical Psychology, New York – London 1965.