Αθυροστομία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ιερός (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΙΑ ή αθυρογλωττία (< α + θύρα + στόμα), indiscretion, ribaldry, Frechheit· βλ. και αδολεσχία και ακριτομυ...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 13:39, 19 Ιανουαρίου 2014

ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΙΑ ή αθυρογλωττία (< α + θύρα + στόμα), indiscretion, ribaldry, Frechheit· βλ. και αδολεσχία και ακριτομυθία.

έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα (η αδυναμία συγκράτησης, ο μη περιορισμός και η ακράτεια της γλώσσας), αδιακρισία, αυθάδεια, απρέπεια, ξετσιπωσιά, βωμολοχία, ακατάσχετη φλυαρία (βλ. πίεση ομιλίας). Ως γνωστό, οι Αρχαίοι Έλληνες ως λογο-ακουστικός λαός έδιναν μεγάλη βαρύτητα στη λεκτική καθαρότητα, τη μορφολογική καλλιέπεια και τη νοηματική ακρίβεια του προφορικού λόγου (πρβλ. σολοικισμό, βαρβαρισμό κ.λπ). Γραμματιστές, ποιητές, ρήτορες και φιλόσοφοι είχαν διαμορφώσει ειδικούς κανόνες σύνταξης, μορφής, ύφους κ.λπ. της γλώσσας. Περισσότερο από όλα όμως πρόσεχαν στην αξία των σημαινομένων, με τα οποία θα πρέπει να συμφωνεί το κάθε σημαίνον. Έτσι, πασίγνωστη καταστάθηκε η παροιμία «ἡ γλῶσσά σου μή προτρεχέτω τοῦ νοῦ» (Στοβαίου, Ανθολόγιον, βιβλ. 3, 1). Ομοίως, κυκλοφορούσαν πολλά γνωμικά για τη συγκράτηση της γλώσσας: «γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν· ὅ καί γέροντι καί νέῳ τιμήν φέρει» (Χάρητος γνώμαι). Κατά τον Ησίοδο (Έργα και Ημέραι), «γλώσσης τοις θησαυρός εν ανθρώποισιν άριστος φειδωλής πλείστη δε χάρις κατά μέτρον ιούσης». Σύμφωνα με τον Όμηρο (Οδύσσ. Α’, 64), η θεά Αθηνά επιτιμάται από τον Δία για την αθυροστομία της. Ο δε Δημόκριτος έλεγε ότι «γλῶσσαν μίαν ἡ φύσις τοῖς ἀνθρώποις δέδωκεν, ὦτα δέ δύο, ἵνα διπλασίονα, ὧν λέγομεν, ἀκούωμεν» (Fragm. 298a). Στην Π.Δ., μέσα σε ένα αυστηρό ηθικο-θρησκευτικό κλίμα, αναγνωρίζεται η ύψιστη σημασία τής ύπαρξης χαλινού στη γλώσσα (Σ. Σολ. 28, 25), τον οποίο ικετεύει ο Δαβίδ να θέσει ο Θεός στο στόμα του (Ψαλμ. 142, 3). Στις Παροιμίες (13, 3) διαβάζουμε: «ὅς φυλάσσει τό ἑαυτοῦ στόμα τηρεῖ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ὁ δέ προπετής χείλεσιν πτοήσει ἑαυτόν». Ομοίως, στην Κ.Δ. η χαλιναγώγηση της γλώσσας, που βεβαίως δεν είναι εύκολη υπόθεση (Ιακ. 3, 8), συνδέεται αμέσως με αυτή την «εικόνα» (ταυτότητα) τού Χριστιανού, τής κατεξοχήν θρησκείας τού σαρκωμένου Λόγου (σταυρώματος της γλώσσας): «Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκός εἶναι μή χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ ἀλλά ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία» (Ιακ. 1, 26). Γιατί, αν ο ανθρώπινος λόγος, που μέσω τού <κατ’ εικόνα> συνιστά το «είναι» και το «φαίνεσθαι» κάθε (λογικής) προσωπικότητας, νοσεί λόγω ασυγκρατησίας και αμετρίας, τότε σπιλώνει ολόκληρη την ύπαρξη, καταδικάζοντας σε αιώνιο θάνατο τον άνθρωπο (Ιακ. 3, 6). Γι’ αυτό, ο απόστολος Πέτρος παροτρύνει: «ὁ γάρ θέλων ζωήν ἀγαπᾶν καί ἰδεῖν ἡμέρας ἀγαθάς παυσάτω τήν γλῶσσαν ἀπό κακοῦ καί χείλη τοῦ μή λαλῆσαι δόλον» (Α’ Πέτρ. 3, 10). Οι Πατέρες τής Εκκλησίας θεωρούν ότι κυρίως μέσω τής ακόλαστης γλώσσας μάς πειράζει ο διάβολος, αφού κανένα άλλο όργανο του σώματός μας δεν τού παρέχει τόση ευκολία για να μας απατήσει και παρασύρει στην αμαρτία. Πολλοί, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, έπεσαν (φονεύτηκαν) με μάχαιρα, αλλ’ όχι τόσοι, όσοι «έπεσαν» (αμάρτησαν) με τη γλώσσα τους, αφού, κατά τον Πυθαγόρα, «ξίφους πληγή κουφοτέρα γλώσσης· τό μέν γάρ σῶμα ἡ δέ ψυχήν τιτρώσκει» (Μάξιμου Ομολογητή, Λόγος ΜΖ’, περί γλωσσαλγίας). Γι’ αυτό, ας «μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ ἀλλά ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ» (Α’ Ιω. 3, 18), καθώς μάς προτρέπει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Ο αθυρόστομος, αφού δεν θέτει φραγμούς στα λόγια του, πολλές φορές μεγαλοποιεί γεγονότα, υπερβάλλει μέσω τής φαντασίας του και επομένως ψεύδεται. Έτσι, οι αθυρόστομοι διαπρέπουν στην κατάκριση (βλ. κατάλαλο) και την αισχρολογία (βλ. αδυσώπητο, λαβρόστομο, αναιδή), αφού αγνοούν τη σημασία τής αιδούς και της συστολής: «ᾧ μή ἐφεδρεύει αἰδώς ἤ φόβος, ἀχάλινον τό στόμα καί ἀνειμένη ἡ γλῶσσα κινεῖται» (Γρηγορίου Θεολόγου, Ϛ’, Παραινετικός προς Ολυμπιάδα 1548). Συχνά, μάλιστα, ο θρασύγλωσσος για να έχει υλικό να ομιλεί, μεταξύ όλων των ανάρμοστων, χρησιμοποιεί και χονδροειδή ή/και αηδή αστεία, ανέκδοτα, κακότεχνες ευτραπελίες, βαρείς χαρακτηρισμούς, ακόμα δε και άρνηση ή χλευα-σμό παραδεδεγμένων αξιών, συμπεριλαμβανομένων των δογματικών αληθειών τής χριστιανικής Πίστεως. Έτσι, κατά τον Θεόδωρο Κύρου (MPG 83, 556-557. 1308), υπάρχουν «άθυρα» στόματα, που αρνούνται τη Θεία Πρόνοια και την αρμονία τού σύμπαντος. Η αθυροστομία εμφανίζεται στον άνθρωπο συνήθως μετά τη διάπραξη από τον ίδιο μιας αμαρτίας. Το σύμπτωμα αυτό εξηγείται ψυχαναλυτικώς μέσω των μηχανισμών άμυνας. Ο ηθικο-πνευματικώς νοσών, θέλοντας να αυτοδικαιωθεί για μία πράξη του (βλ. ακύρωση, undoing), προσπαθεί ―τρόπον τινά― να απολογηθεί, διανοητικοποιώντας (intellectualization), προβάλλοντας (projection) ή εκλογικεύοντας (rationalization) την αντίδρασή του. Έτσι, από «αμυνόμενος», περνά στην «επίθεση» (βλ. identification with the aggressor), κομπάζοντας για τις πράξεις του: «Ἀθυρόγλωσσοι, ἐν τοσούτοις καί τηλικούτοις ἐγκλήμασιν γίγνονται· ὥσπερ γάρ τοῖς κατορθοῦσι μετριάζειν μετά τά κατορθώματα ἔθος, οὕτω καί τοῖς ἁμαρτάνουσι μετά τά πταίσματα ἐπαίρεσθαι διά τῆς γλώσσης» (Ισίδωρου Πηλουσιώτη, MPG 78, 1016). Συνέπεια της αθυροστομίας είναι η αχαλίνωτη πολυλογία, από την οποία πηγάζουν πλείστα όσα κακά (Παροιμ. 10, 19): ηθικά (αυτοπροβολή, συκοφαντία), κοινωνικά (διενέξεις, άμβλυνση ή/και διάλυση των κοινωνικών δεσμών) και ψυχολογικά (γλωσσική παραδρομή, διάχυση των συναισθημάτων και γένεση σεξουαλικών παραστάσεων κ.λπ.), κυρίως. Τους καρπούς αυτούς από την αμαρτία τής αθυροστομία τονίζει ιδιαιτέρως η Σοφία Σολομώντος (19, 6. 25, 8).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αθυροστομία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 394-395, Αβούρης Σ. Ν., «Αθυροστομία», ΘΗΕ 1 (1962) 848.