Γλωσσολογικός δομισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ο Σωσσύρ αναιρεί τη θεωρία του για τη δόμηση του γλωσσικού σημείου.
Γραμμή 1:
Ο '''στρουκτουραλισμός''', '''δομισμός''' ή '''δομολειτουργισμός''' είναι θεωρία των αρχών του 20ου αιώνα, της οποίας θεμελιωτής υπήρξε ο [[γλωσσολογία|γλωσσολόγος]] [[Φερντινάντ ντε Σωσσύρ]] ''(Ferdinand de Saussure)'', ο οποίος και έδειξε για πρώτη φορά το «αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου»: ότι η [[γλώσσα]] δεν αντιγράφει την πραγματικότητα αλλά είναι αυθαίρετη, καθώς δεν υφίσταται μια αιτιώδης σύνδεση ανάμεσα στο [[σημαίνον]] (τη λέξη που αποδίδεται σε ένα αντικείμενο) και το [[σημαινόμενο]] (το αντικείμενο). Έτσι, το [[γλωσσικό σημείο]] δεν ενώνει ένα όνομα με ένα αντικείμενο, αλλά μια ιδέα του πράγματος με μια ακουστική εικόνα.
Στη σελίδα 112 του έργου του, ο Σωσσυρ λέγει ξεκάθαρα ότι `πριν τη γλωσσοποίηση δεν υπάρχουν προπαρασκευασμένες ιδέες`. Ότι `πριν τη γλωσσοποίηση, στο μυαλό είναι όλα σαν ένα νέφος και τίποτε δεν είναι υποστασιοποιημένο`. Η παρατήρηση μου είναι πως, εφόσον κατά τον Σωσσύρ, πριν τη γλωσσοποίηση, δηλαδή πριν την υποστασιοποίηση του γλωσσικού σημείου( το οποίο είναι κατά τον Σωσσύρ η μικρότερη και βασική μονάδα της γλώσσας), δεν υπάρχουν ιδέες, πως είναι δυνατό, στη δόμηση του γλωσσικού σημείου να είναι δομικό μέρος ,του σημείου, η ιδέα η οποία για να υπάρχει πρέπει πρώτα να υπάρχει το σημείο; Με άλλα λόγια, δεν γίνεται η ιδέα να είναι συνάμα συστατικό του γλωσσικού σημείο αλλά και αποτέλεσμα του. Φαίνεται καθαρά ότι ο Σωσσύρ αυτοαναιρεί τη θεωρία του για τον δομισμό.
Θεόδωρος Χατζηχριστοδούλου τηλ.00357-95130133 (Κύπρος).
 
 
Η γλώσσα συνολικά επιβάλλεται αυθαίρετα και χρησιμοποιεί ως μέσο ανάδειξης και μετάδοσής της τις κοινωνίες. Έχει αποδειχθεί ότι όλος ο πλούτος μιας γλώσσας δημιουργείται από τον συνδυασμό περιορισμένου αριθμού δομικών γλωσσικών μονάδων, των [[φώνημα|φωνημάτων]]. Οι αλληλοσχετίσεις και οι αντιθέσεις μεταξύ αυτών των θεμελιωδών στοιχείων αποτελούν χαρακτηριστικά μίας αφηρημένης, υποκείμενης «δομής» της γλώσσας, την οποία ο δομισμός επιχειρεί να ανιχνεύσει.