Σκάνδαλο Κοσκωτά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διαφωτιστικές του γενικότερου κλίματος
Γραμμή 2:
Το '''Σκάνδαλο Κοσκωτά''' αφορούσε ένα μεγάλο [[πολιτική|πολιτικό]] και [[οικονομία|οικονομικό]] σκάνδαλο το οποίο κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα σηματοδότησε, κυρίως, τον αγώνα για τον έλεγχο των [[Μέσα ενημέρωσης|Μ.Μ.Ε.]] και των τραπεζών. Κεντρικό πρόσωπο του σκανδάλου υπήρξε ο τραπεζίτης [[Γιώργος Κοσκωτάς]], πλην όμως ενεπλάκησαν σ΄ αυτό και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη της τότε κυβέρνησης του [[ΠΑΣΟΚ]].
 
Παραπέμφθηκαν σε δίκη ο [[Ανδρέας Παπανδρέου]], πρώην Πρωθυπουργός, ο [[Παναγιώτης Ρουμελιώτης]], τέως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο [[Μένιος Κουτσόγιωργας]], πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, ο [[Δημήτρης Τσοβόλας]], πρώην Υπουργός Οικονομικών και ο [[Γιώργος Πέτσος]], πρώην Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας. Από αυτούς, ο Ανδρέας Παπανδρέου κρίθηκε αθώος σε όλες τις κατηγορίες, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης δεν δικάστηκε γιατί είχε ήδη εκλεγεί Ευρωβουλευτής και το [[Ευρωκοινοβούλιο]] δεν ήρε την ασυλία του, ενώ ο Μένιος Κουτσόγιωργας πέθανε από [[εγκεφαλικό επεισόδιο]] κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος κρίθηκαν ένοχοι για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Οι ποινές τους ήταν 2,5 χρόνια (εξαγοράσιμη) για τον πρώτο και 10 μήνες με αναστολή για τον δεύτερο, με αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων και των δύο, για τρία και δύο χρόνια αντίστοιχα. Η ολοκληρωτική αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1992, με οριακή πλειοψηφία, επιβεβαίωσε το κύρος του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, και η επιστροφή του στην εξουσία το 1993 ερμηνεύθηκε ως προσωπικός θρίαμβος ενάντια στους κατηγόρους του.<ref>Τα Νέα, 21/10/1993</ref> Αντίθετα, η απόφαση της ηγεσίας της Αριστεράς να συμπράξει με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη οδήγησε στην εκλογική καθίζησή της, και η περίοδος συγκυβέρνησης είναιχαρακτηρίστηκε γνωστήαπό ωςπολλά μέλη του ΠΑΣΟΚ '''«βρώμικο '89»'''.<ref>Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, 2002</ref> Αξίζει να αναφερθεί βέβαια πως και οι κινήσεις της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου πρίν την εκλογή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη δέχθηκαν έντονη κριτική από μεγάλο μέρος της πολιτική σκηνής και της κοινωνίας καθώς η μετατροπή του εκλογικού συστήματος σε σχεδόν απόλυτα αναλογικό θεωρήθηκε ανήθικη κίνηση που στόχευε στην παρακώληση της ανάδειξης κυβερνησης της Νεας Δημοκρατίας που παρά τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά που άγγιζαν και το 47% δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση.
 
Η δίκη ξεκίνησε τον ΑπρίλοΑπρίλιο του 1991. Νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1990, ο Μένιος Κουτσόγιωργας είχε κριθεί προφυλακιστέος και είχε οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους που παρέμειναν ελεύθεροι. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνήθηκε να εμφανιστεί στη δίκη και δεν πήγε ούτε μία φορά στο δικαστήριο. Επίσης αρνήθηκε να ορίσει συνηγόρους υπεράσπισής του. Έτσι ήθελε να δείξει ότι θεωρούσε την όλη διαδικασία παράνομη και δεν την υπολόγιζε καθόλου. Αυτή η κίνηση τον βοήθησε να κερδίσει τις εντυπώσεις στο επικοινωνιακό επίπεδο, αλλά ήταν επικίνδυνη για τον ίδιο, καθώς οι δικαστές είχαν δικαίωμα να διατάξουν την βίαιη προσαγωγή του στο δικαστήριο, κάτι το οποίο τελικά σκανδαλωδώς δεν έπραξαν. Αντίθετα, οι Μένιος Κουτσόγιωργας, Δημήτρης Τσοβόλας και Γιώργος Πέτσος έδωσαν κανονικά το παρόν στη δίκη, με τον Τσοβόλα να έρχεται συχνά σε έντονη αντιπαράθεση με τους δικαστές.
 
Μέσω του Γιώργου Κοσκωτά, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να απαλλαγεί τελείως από τους «βαρώνους των μίντια» και να ελέγξει και το τραπεζικό σύστημα της χώρας, εξουδετερώνοντας έτσι την επιχειρηματική ελίτ που τον πολεμούσε. Πράγματι, ως το καλοκαίρι του 1988, ο Κοσκωτάς είχε αποκτήσει την Τράπεζα Κρήτης και πλήθος ισχυρών ΜΜΕ. Η ξαφνική όμως ασθένεια του πρωθυπουργού και η νοσηλεία του στο Χέρφιλντ του Λονδίνου οδήγησε στο ξέσπασμα του σκανδάλου.