Αυγουστίνος Ιππώνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Εθνικός καὶ ὄχι εθνικός.
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 90.217.80.148 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρή...
Γραμμή 20:
== Ο Βίος του ==
{{Χριστιανισμός}}
Γεννήθηκε στην Ταγάστη της [[Νουμιδία|Νουμιδίας]] της [[Αφρική|Αφρικής]], το σημερινό [[Σουκ Αράς]] της [[Αλγερία|Αλγερίας]], μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της [[Αγία Μόνικα|Αγίας Μόνικας]] - όνομα Βερβέρικο - και του Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη Εθνικούειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο πατέρας του βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πριν πεθάνει.
 
Την πρώτη μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγκάστα και ήταν λατινική αποκλειστικά, τα Μάδαυρα και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην [[Καρχηδόνα]], ακολουθώντας τις πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ένας όμως συντοπίτης του, ο Ρωμανιανός θέλησε να τον ενισχύσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε αυτόν θα αφιερώσει αργότερα το πρώτο του σύγγραμμα ο Αυγουστίνος.
Γραμμή 77:
Η επίγεια πόλη και η πόλη του Θεού δεν έπρεπε να ταυτιστούν με υφιστάμενους ανθρώπινους θεσμούς: με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εξουσία και με την Εκκλησιαστικές δομές εκείνης της περιόδου.<ref>G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ., σελ.212</ref> Οι δύο πόλεις δεν ήταν αισθητά χωρισμένες, σε όλη την επίγεια ζωή, αλλά ανακατεμένες και θα χωρίζονταν μόνο στη Δευτέρα παρουσία. <ref>G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ., σελ.213</ref>
Σύμφωνα με την τάξη πραγμάτων της εποχής του, το κράτος έπρεπε να είναι ένα χριστιανικό κράτος, να εξυπηρετεί τη χριστιανική κοινότητα και να συμβάλει στην ανθρώπινη σωτηρία διατηρώντας την αγνότητα της πίστης. <ref>G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ., σελ.215</ref>
Μια τέτοια άποψη ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με εκείνη των Εθνικώνειδωλολατρών διανοουμένων, όπως του Κικέρωνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως σκοπός μιας οργανωμένης κοινοπολιτείας ήταν η απονομή δικαιοσύνης. Μα αυτό ακριβώς δεν μπορούσε να το κάνει μια Εθνικήειδωλολατρική κοινότητα, έλεγε ο Αυγουστίνος. Ένα κράτος είναι δίκαιο μόνο αν είναι χριστιανικό τελικά. <ref>G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μτφρ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Ατλαντίς, χ.χ.,σελ.215</ref>
 
== Η φιλοσοφία της ιστορίας του Αυγουστίνου ==
Ο Αυγουστίνος επιχειρεί με το έργο του να απαντήσει στις μομφές των Εθνικώνειδωλολατρών διανοουμένων κατά των Χριστιανών ότι ο Χριστιανισμός ήταν η κύρια αιτία για τις καταστροφές που είχαν επιφέρει οι βάρβαροι με τις επιδρομές τους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Συγκεκριμένα ο [[Νεοπλατωνισμός|νεοπλατωνιστής]] [[Πορφύριος]] ισχυριζόταν πως η ίδια η ιστορική εμπειρία δεν επιβεβαίωνε την διακηρυγμένη από τους Χριστιανούς ''οικουμενική οδό σωτηρίας''<ref>Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, μτφρ.Γιάννης Κουμπουρλής, εκδ.Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σελ.215</ref> Ταυτόχρονα όμως και οι Χριστιανοί είχαν ανάλογες απορίες: πως συμβιβάζεται μια ''σοφή'' από το θεό διακυβέρνηση της ιστορίας με αυτές τις καταστροφές; Ο Αυγουστίνος έρχεται να απαντήσει με το έργο του ‘’Πολιτεία του Θεού’’. Καταρχήν ισχυρίζεται, πως οι σύγχρονές τους καταστροφές δεν είναι κάτι το εξαιρετικό και ασυνήθιστο αλλά και στο παρελθόν είχαν συμβεί πιο μεγάλες συμφορές. Επίσης, μέτρο και κριτήριο της ευημερίας δεν είναι οι υλική ευμάρεια και οι δόξες, οπότε η έκλειψή τους ή η κάμψη τους να συνιστά κι απόδειξη παρακμής της εποχής τους.
 
Κλειδί για την σωστή ανάγνωση και ερμηνεία της ιστορίας είναι η παράλληλη ύπαρξη δύο πολιτειών που διαφέρουν μεταξύ τους ριζικά: πρόκειται για την Ουράνια Πολιτεία του Θεού και την επίγεια του Σατανά. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ανήκει στην δεύτερη, ενώ μια μειονότητα στην πρώτη. Αυτή η μειονότητα προσωρινά μόνο-ως πάροικοι-ζει στην επίγεια. Αναπόφευκτος προορισμός της δεύτερης αυτής πολιτείας είναι η καταστροφή και ο θάνατος. Κι αυτό γιατί είναι πλήρης αμαρτιών, διαφθοράς και ηθικής παρακμής. Οι βάρβαροι εισβολείς δεν είναι κάτι το ασύνηθες, αλλά απότοκο αυτής του ηθικού κλίματος που επικρατεί σε αυτήν, έρχονται ως τιμωροί. Όσο δε για τους Χριστιανούς αναγνώστες του έργου του, σε αυτούς απαντούσε, πως οι συμφορές δεν τους αφορούν επειδή δεν ανήκουν σε αυτήν την Civitas Terenna αλλά στην Civitas Dei. <ref> Λυκούργος Αρεταίος, Η φιλοσοφία της ιστορίας και η ιστορία της. Από τον Ησίοδο ως τον Toynbee, εκδ. Διογένης, Αθήνα, 1985, σελ.38-42</ref>
Έτσι ο ιστορικός χρόνος χαρακτηρίζεται από μια αμφισθένεια.<ref>Ζακ Λε Γκοφ, όπ.π., σελ.173</ref>
== Οι αισθητικές αντιλήψεις του Αυγουστίνου ==
Είναι πολύ δύσκολο να συνθέσουμε μια συστηματική θεωρία του Αυγουστίνου για την τέχνη και το ωραίο, επειδή οι αναφορές είναι διάσπαρτες στα έργα του και τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονταν στην επεξεργασία ενός θεολογικού συστήματος και στην υπεράσπιση της χριστιανικής διδασκαλίας από τους Εθνικούςειδωλολάτρες λογίους . Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του μας πληροφορεί πως πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό είχε συντάξει μια πραγματεία με τίτλο ‘’De Pulchro et Apto’’ (Περί του Ωραίου και του ταιριαστού), η οποία όμως χάθηκε. Οι αναφορές του σε αυτή είναι αρκετά περιορισμένες, πάντως σε αυτήν έκανε διάκριση ανάμεσα σε ό,τι είναι ωραίο καθεαυτό και σε ό,τι είναι ωραίο επειδή εφαρμόζει σε κάτι άλλο. Ο Αυγουστίνος θεωρεί την ομορφιά ως ιδιότητα ετερογενών συνόλων: γι αυτήν την ‘’συμφωνία των μερών’’ μιλά στα έργα του ‘’De ordine’’ (Περί τάξεως), ‘’De musica’’ (Περί μουσικής), ‘’De vera religione’’ (Περί της αληθούς θρησκείας’’). Οι έννοιες της ενότητας, της ισότητας, της αναλογίας της τάξης και του αριθμού είναι κεντρικές για την αισθητική θεωρία του Αυγουστίνου. Το ωραίο πηγάζει από την ενότητα, την αναλογία την τάξη. Η ενότητα ποικίλει ως προς το βαθμό της , αφού όλα τα όντα δεν έχουν τον ίδιο βαθμό ενότητας. Ενοποίηση έχουμε όταν δεν υπάρχει ανομοιομορφία εσωτερική. Τα σύνθετα πράγματα συνιστούν ολότητες όταν είναι αρμονικά και σύμμετρα και είναι αρμονικά και σύμμετρα όταν τα μέρη τους ομοιάζουν μεταξύ τους. Επίσης η ανισότητα ή η ισότητα των πραγμάτων οδηγεί στην αναλογία, το μέτρο, και τον αριθμό. Ο αριθμός έχει μια θεμελιώδη σημασία για την τάξη, αντίληψη που την πήρε από τον [[Πλάτων|Πλατωνικό]] Τίμαιο, όπου αναπτύσσεται η άποψη πως τα αντικείμενα έχουν αριθμητικές ιδιότητες και βάσει αυτών μετέχουν των ενυπαρχουσών στον Θείο νου Μορφών.
Αφού η τάξη οδηγεί στον αριθμό και στη συνοχή, έχει έλλογο χαρακτήρα. Για να γνωσθεί η τάξη προϋποτίθεται η λογικότητα, όπως και για την ηδονή που γεννά αυτή η γνώση της τάξης προϋποτίθεται η λογικότητα. Με βάση αυτή την αρχή, της λογικότητας, διακρίνει τις ηδονές, σε ανώτερες και κατώτερες: οι πρώτες συνδέονται με τις αισθήσεις που αντιλαμβάνονται την τάξη και είναι η οπτική και η ακουστική και οι δεύτερες που δεν εντοπίζουν τάξη αλλά ποιότητες όπως η γεύση και η όσφρηση.
Η αισθητική εμπειρία στην ανώτατη μορφή της απολήγει στη θρησκευτική σοφία.
Γραμμή 94:
 
== Το συγγραφικό του έργο ==
Το συγγραφικό έργο του είναι πληθωρικό :έγραψε για να απολογηθεί για την μεταστροφή του στην Εκκλησία, και να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους για την ορθότητα της επιλογής του αυτής. Για να καταπολεμήσει τους Εθνικούςεθνικούς και τους Μανιχαίους που αρχικά τον είχαν προσελκύσει, να ανατρέψει τους Δονατιστές και τους Πελαγιανούς, να οικοδομήσει τους πιστούς επιλύοντας πρακτικά προβλήματα ηθικής και πνευματικής ζωής, να αναλύσει και να υποστηρίξει τη δογματική διδασκαλία. Να αναλύσει τη σχέση της σώζουσας εκκλησίας και του κοσμικού κράτους στην ιστορία και να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή.<ref>Στυλιανός Παπαδόπουλος, « Αυγουστίνος Ιππώνος . Ο μέγιστος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως», Θεολογία, τομ.79, τ/χ.2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος) 2008,σελ. 462</ref>
Τα χαρακτηριστικά του είναι η δημιουργικότητα, η ορμητικότητα, ο έντονα συναισθηματικός και πολεμικός χαρακτήρας του. Ο λόγος του είναι προσωπικός, εξομολογητικός, προσευχητικός . Επίσης η απουσία στέρεης δομής, ενώ όχι σπάνια είναι φλύαρος για να καλύπτει την θεολογική του αδυναμία.<ref>Στυλιανός Παπαδόπουλος, « Αυγουστίνος Ιππώνος . Ο μέγιστος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως», Θεολογία, τομ.79, τ/χ.2 (Ιούλιος-Δεκέμβριος) 2008,σελ. 496</ref>