Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ WPCleaner v1.33b - Fixed using Βικιπαίδεια:WikiProject Check Wikipedia (Ιεραρχία επικεφαλίδων)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
Η '''Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία''' είναι ἀνεξάρτητηανεξάρτητη καίκαι ΑὐτοκέφαληΑυτοκέφαλη Εκκλησία και Πατριαρχείο.
 
==Ιστορία==
 
=== Από τη διάδοση του Χριστιανισμού μέχρι τον 3ο αιώνα ===
Οι καταβολές διάδοσης του ΧριστιανιασμούΧριστιανισμού στην περιοχή που συνιστά την πνευματική δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Ρουμανικής Εκκλησίας, εντοπίζονται στους ΑποστολκούςΑποστολικούς κιόλας χρόνους. Οι [[Ωριγένης]], [[Ευσέβιος Καισαρείας]], [[Ευχέριος Λυώνος]], [[Βασίλειος Σελευκείας]] και [[Σωφρόνιος Ιεροσολύμων]], αλλά και ο μοναχός Επιφάνειος της Μονής Καλλιστράτων στην Κωνσταντινούπολη και ο [[Νικήτας Δαβίδ Παφλαγών]], συνδέουν τον [[Απόστολος Ανδρέας|Απόστολο Ανδρέα]] με το κήρυγμα του χριστιανισμού στην περιοχή της Μικράς Σκυθίας (σημερινή [[Δοβρουτσά]]). Ενισχυτική όλων αυτών των μαρτυριών έρχεται η λαϊκή ρουμανική παράδοση μέσα από τα τραγούδια και τα κάλαντα τα σχετικά με το βίο και τη δράση του [[Απόστολος Ανδρέας|Απόστολου Ανδρέα]]. Επίσης, εξωχριστιανικές πηγές επιβεβαιώνουν τη διάδοση του Χριστιανισμού, όπως ο [[Πλίνιος ο νεώτερος]], διοικητής της Βιθυνίας. Τέλος δεν απουσιάζουν και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες, παλαιοχριστιανικά αντικείμενα που βρέθηκαν στην [[Τρανσυλβανία]] και στη [[Δοβρουτσά]].<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελίδες 37–42.</ref> Από τον 3ο αιώνα υπάρχει στην περιοχή οργανωμένη Εκκλησία. Η πόλη Τόμη (σημερινή [[Κωνστάντζα]]) ήταν έδρα Επισκόπων και Αρχιεπισκόπων.<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελ. 43.</ref>
Ενισχυτική όλων αυτών των μαρτυριών έρχεται η λαϊκή ρουμανική παράδοση μλεσα από τα τραγούδια και τα κάλαντα τα σχετικά με το βίοκαι τη δράση του [[Απόστολος Ανδρέας|Απόστολου Ανδρέα]].
Επίσης και εξωχριστιανικές πηγές επιβεβαιώνουν τη διάδοση του Χριστιανισμού, όπως ο [[Πλίνιος ο νεώτερος]],διοικητής της Βιθυνίας.
Τέλος δεν απουσιάζχουν και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες: παλαιοχριστιανικά αντικείμενα που βρέθηκαν στην [[Τρανσυλβανία]] και στη [[Δοβρουτσά]]<ref>Μιχαήλ Τρίτος, Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ.37-42</ref>.
Από τον 3ο αιώνα υπάρχει στην περιοχή οργανωμένη Εκκλησία και στην πόλη Τόμη (σημερινή Κωνστάντζα) ήταν έδρα Επισκόπων και Αρχιεπισκόπων<ref>Μιχαήλ Τρίτος, Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ.43</ref>.
 
Οι παράγοντες που καθόρισαν τη διάδοση του Χριστιανισμού στην περιοχή ήταν α) η παρουσία ισχυρών ελληνικών αποικιών από τους Μακεδονικούς χρόνους. ΟιΑρχικά εκχριστιανίσθηκαν οι ελληνικές και ελληνίζουσες περιοχές εκχριστιανίσθηκαν αρχικά και μετά οι ιθαγενείς. β) Η ενσωμάτωση της επαρχίας Δακίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας37,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ40–41.37, 40-41</ref>.
 
=== Από τον 4ο αιώνα μέχρι τη σύσταση της Μητροπόλεως Ουγγροβλαχίας (14ος αιώνας) ===
ΤέληΣτα τέλη 3ου αρχές 4ου αιώνα και επί [[Διοκλητιανός|Διοκλητιανού]] έχουμε αναφορές για τους μητροπολίτες Ευαγγελικό και Εφραίμ -ο δεύτερος μαρτύρησε στο διωγμό του Διοκλητιανού-αρχές 4ου αιώνα μαρτυρείται ως υπογράψας τις απόφάσειςαποφάσεις της [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Α' Οικουμενικής]](325 μ.Χ.) ο ''Γοτθίας'' Θεόφιλος, ο Βρετάνιος ο οποίος αντιμετώπισε τον [[αρειανισμός|αρειανό]] [[Ουάλης|Βάλεντα]], ο Γερόντιος ή Τερέντιος που συμμετείχε στη [[Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης|Β' Οικουμενική]] σύνοδο, ο Θεότιμος ή Τιμόθεος που συμμετείχε στην [[Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου|Γ' Οικουμενική Σύνοδο]] (431 μ.Χ), ο Αλέξανδρος που συμμετέχεισυμμετείχε στην [[Σύνοδος της Χαλκηδόνας|Δ' Οικουμενική]] (451 μ.Χ.). Εκπρόσωποι της χριστιανικής γραμματείας της περιόδου είναι οι [[Ιωάννης Κασσιανός]] ή Ρωμαίος (360-435), άγιος Διονύσιος ο Βραχύς (470-545) και Ιωάννης Μαξέντιος.<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελίδες 43–44.</ref>
Επί του αυτοκράτορα [[Ζήνων (αυτοκράτορας)|Ζήνωνα]] (5ος αι.), οι Ρουμανικές Εκκλησίες υπάγονται στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της πόλεως Τόμεως. Τη διοίκηση ασκούν οι Χωρεπίσκοποι λόγω των συχνών επιδρομών στην περιοχή. Στα μέσα του 6ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα, λαμβάνει χώρα μια προσωρινή μεταβολή με την ίδρυση της Πρώτης Ιουστινιανής στο Ταυρήσιο, η οποία θα περιλαμβάνει τις δύο Δακίες, την Άνω Μοισία, τη Δραδανία, την Παννονία, την Πρεβελιτάνη<ref>Μιχαήλ Τρίτος, Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004,σελ.43-45</ref>. Η Τόμη θα καταστραφεί στα 602-603 μ.Χ. από τους Άβαρους. Τη διαδέχθηκε η Αρχιεπισκοπή Βιτζίνας, η οποία θα έχει υπό την δικαιοδοσία της μέχρι τον 14ο αιώνα τις περιοχές Τρανσυλβανίας, νότιας Μολδαβίας και Ουγγροβλαχίας. Αρχές του 11ου αιώνα η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος έχει υπό τη δικαιοδοσία της τις παρίστριες Επισκοπές Σιλιστρίας και Βιθυνίου, ενώ με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Τυρνόβου (1235) περίήλθαν στα όριά της παραδουνάβιες πόλεις με επισκόπους χειροτονημένους από τον Αρχιεπίσκοπο Τυρνόβου.
Η Μητρόπολη Ουγγροβλαχίας ιδρύθηκε το [[1359]] με πατριαρχική και συνοδική πράξη υπογεγραμμένη από τον [[Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄|Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄]],μετά από επίμονες αιτήσεις του Βλάχου ηγεμόνα [[Βασάραβα Α΄|Αλεξάνδρου Βεσσαράβα]]. Με την ίδρυσή της ενισχύθηκε η ενότητα του ρουμανικού έθνους, ανακόπηκε η Ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα και εδρεώθηκε η βυζαντινή παρουσία στην περιοχή.
Το [[1370]] ιδρύεται δεύτερη Μητρόπολη Ογγροβλαχίας και υπάρχει έως το [[1376]],οπότε οι Ούγγροι κατέλαβαν το Σεβηρίνο.
Στο β' μισό του 14ου αιώνα, Ρουμάνοι ηγεμόνες ενισχύουν τους Ρωμαιοκαθολικούς (π.χ.ο Latcu Voda),ενώ ο Πέτρος Μουσάτ ζητά να αναγνωρίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Μητροπολίτη Μολδαβίας πρόσωπο δικής του επιλογής, τον Ιωσήφ, αλλά ο [[Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄]] δεν τον αναγνωρίζει και ιδρύει Μητρόπολη Μολδαβίας στην οποία τοποθετεί τον Ιερεμία το [[1392]]. Τελικά θα προβεί σε αφορισμό του Ρουμάνου ηγεμόνα, των επισκόπων της επιλογής του και της χώρας του. Ακολούθησαν διαδοχικές αποστολές αντιπροσωπειών εκατέροθεν με σκοπό την άρση του αναθέματος και την λύση της κρίσης. Η ανώμαλη κατάσταση θα παραμείνει μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα (περίπου 1401),οπότε ήρθη το ανάθεμα και αναγνωρίστηκε ο Ιωσήφ Μητροπόλίτης Μολδαβίας.
 
Επί του αυτοκράτορα [[Ζήνων (αυτοκράτορας)|Ζήνωνα]] (5ος αι.), οι Ρουμανικές Εκκλησίες υπάγονταιυπάγονταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της πόλεως Τόμεως. Τη διοίκηση ασκούνασκούσαν οι Χωρεπίσκοποι λόγω των συχνών επιδρομών στην περιοχή. Στα μέσα του 6ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα, λαμβάνειέλαβε χώρα μια προσωρινή μεταβολή με την ίδρυση της Πρώτης Ιουστινιανής στο Ταυρήσιο, η οποία θα περιλαμβάνειπεριλάμβάνε τις δύο Δακίες, την Άνω Μοισία, τη Δραδανία, την Παννονία, την Πρεβελιτάνη.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ43–45.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004,σελ.43-45</ref>. Η Τόμη θα καταστραφείκαταστράφηκε στα 602-603 μ.Χ. από τους Άβαρους. Τη διαδέχθηκε η Αρχιεπισκοπή Βιτζίνας, η οποία θα έχειείχε υπό την δικαιοδοσία της μέχρι τον 14ο αιώνα τις περιοχές Τρανσυλβανίας, νότιας Μολδαβίας και Ουγγροβλαχίας. Αρχές του 11ου αιώνα η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος έχει υπό τη δικαιοδοσία της τις παρίστριες Επισκοπές Σιλιστρίας και Βιθυνίου, ενώ με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Τυρνόβου (1235) περίήλθαν στα όριά της παραδουνάβιες πόλεις με επισκόπους χειροτονημένους από τον Αρχιεπίσκοπο Τυρνόβου.
Τέλη 3ου αρχές 4ου αιώνα και επί [[Διοκλητιανός|Διοκλητιανού]] έχουμε αναφορές για τους μητροπολίτες Ευαγγελικό και Εφραίμ -ο δεύτερος μαρτύρησε στο διωγμό του Διοκλητιανού-αρχές 4ου αιώνα μαρτυρείται ως υπογράψας τις απόφάσεις της [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Α' Οικουμενικής]](325 μ.Χ.) ο ''Γοτθίας'' Θεόφιλος, ο Βρετάνιος ο οποίος αντιμετώπισε τον αρειανό [[Ουάλης|Βάλεντα]],ο Γερόντιος ή Τερέντιος που συμμετείχε στη [[Πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης|Β' Οικουμενική]] σύνοδο, ο Θεότιμος ή Τιμόθεος που συμμετείχε στην [[Πρώτη Σύνοδος της Εφέσου|Γ' Οικουμενική Σύνοδο]] (431 μ.Χ),ο Αλέξανδρος που συμμετέχει στην [[Σύνοδος της Χαλκηδόνας|Δ' Οικουμενική]] (451 μ.Χ.)
 
Εκπρόσωποι της χριστιανικής γραμματείας της περίοδου είναι οι [[Ιωάννης Κασσιανός]] ή Ρωμαίος (360-435), άγιος Διονύσιος ο Βραχύς (470-545) και Ιωάννης Μαξέντιος<ref>Μιχαήλ Τρίτος, Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004σελ.43-44</ref>.
Στις αρχές του 11ου αιώνα η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος είχε υπό τη δικαιοδοσία της τις παρίστριες Επισκοπές Σιλιστρίας και Βιθυνίου, ενώ με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Τυρνόβου (1235) περιήλθαν στα όριά της παραδουνάβιες πόλεις με επισκόπους χειροτονημένους από τον Αρχιεπίσκοπο Τυρνόβου. Η Μητρόπολη Ουγγροβλαχίας ιδρύθηκε το [[1359]] με πατριαρχική και συνοδική πράξη υπογεγραμμένη από τον [[Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄|Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄]], μετά από επίμονες αιτήσεις του Βλάχου ηγεμόνα [[Βασάραβα Α΄|Αλεξάνδρου Βεσσαράβα]]. Με την ίδρυσή της ενισχύθηκε η ενότητα του ρουμανικού έθνους, ανακόπηκε η Ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα και εδρεώθηκεεδραιώθηκε η βυζαντινή παρουσία στην περιοχή. Το 1370 ιδρύεται δεύτερη Μητρόπολη Ογγροβλαχίας και υπήρξε έως το 1376, όταν οι Ούγγροι κατέλαβαν το Σεβηρίνο.
 
Στο β' μισό του 14ου αιώνα, Ρουμάνοι ηγεμόνες ενισχύουνενίσχυσαν τους Ρωμαιοκαθολικούς (π.χ.ο Latcu Voda), ενώ ο Πέτρος Μουσάτ ζητάζήτησε να αναγνωρίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Μητροπολίτη Μολδαβίας πρόσωπο δικής του επιλογής, τον Ιωσήφ, αλλά ο [[Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄]] δεν τον αναγνωρίζειαναγνώρισε και ιδρύειίδρυσε Μητρόπολη Μολδαβίας στην οποία τοποθετείτοποθέτησε τον Ιερεμία το [[1392]]. Τελικά θα προβείπροέβη σε αφορισμό του Ρουμάνου ηγεμόνα, των επισκόπων της επιλογής του και της χώρας του. Ακολούθησαν διαδοχικές αποστολές αντιπροσωπειών εκατέροθενεκατέρωθεν με σκοπό την άρση του αναθέματος και την λύση της κρίσης. Η ανώμαλη κατάσταση θα παραμείνειπαρέμεινε μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα (περίπου 1401), οπότε ήρθη το ανάθεμα και αναγνωρίστηκε ο Ιωσήφ Μητροπόλίτης Μολδαβίας.
 
=== Από τον 15ο αιώνα μέχρι τη δημιουργία ανεξάρτητου Ρουμανικού κράτους (1862) ===
Στο β' μισό του 15ου αιώνα η Εκκλησία διέρχεταιδιερχόταν κρίση, (διοικητική και πνευματική:. εντόςΕντός των κόλπων της Μητροπόλεως ΜλδαβίαςΜολδαβίας αναπτύχθηκε ισχυρή ανθενωτική προς το [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]] μερίδα η οποία χειροτόνησε δικό της Μητροπολίτη στα 1449 με 1454),. πουΗ κρίση αντιμετωπίστηκε από τον [[Νήφων Β΄|Νήφωνα Β']] που σύστησε νέες επισκοπές ενώ συγκρούσθηκε και με τον ηγεμόνα Ράντο τον Μέγα επειδή απέτρεψε το γάμο της αδελφής του με έναν ήδη παντρεμενοπαντρεμένο ηγεμόνα. Την ίδια περίοδο αρχίζουνάρχισαν να πολλαπλασίάζονταιπολλαπλασιάζονται οι σχέσεις των Ρουμανικών χωρών με το Άγιον Όρος: αθρόα είσοδος Αγιορειτών μοναχών στη Ρουμανία και δωρεές Ρουμάνων ηγεμόνων στις Αγιορείτικες Μονές. Η Μητρόπολη Μολδαβίας με έδρα τη Σουτσεάβα στη Βουκοβίνα, από το 1565 μεταφέρθηκε στο Ιάσιο. Από τα [[1715]] αρχίζει η περίοδος των [[Φαναριώτες|Φαναριωτών]]. Την περίοδο αυτή η Ρουμανική Εκκλησία βρίσκεταισεβρισκόταν σε εξάρτηση από το [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]], αφού οι Μητροπολίτες Ουγγροβλαχίας εκλέγονταν μεν στην Ρουμανία αλλά εγκρίνονταν από το [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως]]. Η εξάρτηση αυτή ενίσχυε την εκεί Εκκλησία απόενάντια τιςστις ξένες προπαγάνδες.
 
Την περίοδο από τον 16ο αιώνα και με αποκορύφωμα τον 18ο αιώνα, εμφανίζεταιεμφανίστηκε στη Ρουμανία ο θεσμός των ''Αφιερωμένων Μοναστηριών'', όταν οι ιδρυτές των μονών διέθεταν τις τακτικές χρηματικές εισφορές για την υποστήριξη θεσμών εκτός συνόρων των δύο Ηγεμονιών. Καθώς όμως πέρασαν οι μονές στην επιρροή Ελλήνων ηγουμένων αυτά τα εισοδήματα διατίθεντο κατά βούληση και κυρίως στο εξωτερικό. Η στενή συνεργασία των βογιάρων με τον ανώτερο κλήρο φέρνει τις δύο αυτές κοινωνικές δυνάμεις αντιμέτωπες με τις αγροτικές μάζες.<ref>Μαριλένα [[#Κοππά|Κοππά]], Η συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια (19ος αιώνας) Τρεις και μία περιπέτειες,εκδσελ.Α.Α.Λιβάνης, Αθήνα, 2002, σελ334.334</ref>
 
=== Από τη δημιουργία ανεξάρτητου Ρουμανικού κράτους μέχρι τη δημιουργία Πατριαρχείου (1925) ===
Ο εκλεγμένος από τις εθνοσυνελεύσεις της Βλαχίας και της Μολδαβίας κοινός Ηγεμόνας [[Αλέξανδρος Κούζας]] προέβη σε κρατικοποίηση της μοναστηριακής περιουσιαςπεριουσίας της χώρας, ενώ αποζημίωσε τα απαλλοτριωθέντα κτήματα και δάση που είχαν δωρηθείδωριθεί σε μονές του ΑγιούΑγίου Όρους, τη Μονή Σινά και τα Πατριαρχεία με το ποσό των 82.000.000 γροσίων που στη συνέχεια ανέβηκε στα 150.000.000 γρόσια. Τελικά τα ελληνικά ιδρύματα δεν αποζημιώθηκαν παρά τις διακαστικέςδικαστικές διεκδικήσεις. Ο Μητροπολίτης Μολδαβίας και όσοι κληρικοί διαμρτυρήθηκανδιαμαρτυρήθηκαν τους επιβλήθηκε περιορισμός. Η επιδείνωση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλιμάκωσε τα μέτρα που έλαβε ο Κουζάς και αφάιρεσεαφαίρεσε τη διέθυνσηδιεύθυνση των ιερατικών σχολών από την αρμοδιότητα της Ρουμανικής Εκκλησίας, έκλεισε τα τυπογραφεία της, απαγόρευσε τη χρήση τηςελληνικήςτης ελληνικής γλώσσας στους ρουμανικούς ναούς (εκτός των Ελληνικών κοινότήτωνκοινοτήτων), έπαυσε τους έλληνες ηγουμένουςηγούμενους από τις μονές και δήμευσε τις περιουσίες τους. Κατάργησε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εισήγαγε το θεσμό του πολιτικού γάμου και υπήγαγε το διαζύγιο στα πολιτικά δικαστήρια.
Στα 1864 ψηφίζεται από την Εθνοσυνέλευση ''Οργανικό διάταγμα για τη λειτουργία μιας κεντρικής ανώτατης αρχής της Συνόδου'': βασικά χαρακτηριστικά της νέας διοίκησης της Ρουμανικής Εκκλησίας ήταν η διοικητική ανεξαρτησία της από κάθε ξένη αρχή,η διοίκησή της από μια Γενική Σύνοδο απαρτιζόμενη από κληρικούς (Μητροπολίτες), και λαϊκούς (καθηγητές εκκλησιαστικών σεμιναρίων και κοσμήτορες Θεολογικών Σχολών Ιασίου και Βουκουρεστίου), αλλά και ο υπουργός των Εκκλησιαστικών με συμβουλευτική ψήφο. Η Σύνοδος είχε νομοθετική,δικαστική και διοικητική εξουσία σε θέματα πνευματικά και θρησκευτικά. Οι αποφάσεις της Συνόδου ήταν εκτελεστές μόνο μετά από έγκριση του ηγεμόνος.
Στα 1864 ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση ''Οργανικό διάταγμα για τη λειτουργία μιας κεντρικής ανώτατης αρχής της Συνόδου''. βασικά χαρακτηριστικά της νέας διοίκησης της Ρουμανικής Εκκλησίας ήταν η διοικητική ανεξαρτησία της από κάθε ξένη αρχή, η διοίκησή της από μια Γενική Σύνοδο απαρτιζόμενη από κληρικούς (Μητροπολίτες) και λαϊκούς (καθηγητές εκκλησιαστικών σεμιναρίων και κοσμήτορες Θεολογικών Σχολών Ιασίου και Βουκουρεστίου), αλλά και τον υπουργό των Εκκλησιαστικών, με συμβουλευτική ψήφο. Η Σύνοδος είχε νομοθετική, δικαστική και διοικητική εξουσία σε θέματα πνευματικά και θρησκευτικά. Οι αποφάσεις της Συνόδου ήταν εκτελεστές μόνο μετά από έγκριση του ηγεμόνος. Αποκορύφωμα των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων του [[Αλέξανδρος Κούζας|Αλέξανδρου Κούζα]] ήταν ένας άλλος νόμος που προώθησε σχετικά με την εκλογή των ΜητροπόλιτώνΜητροπολιτών οι οποίοι θα διορίζονταν από τον ηγεμόνα με πρόταση του υπουργού των Εκκλησιαστικών και ύστερα από σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ61–65.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ.61-65</ref>.
Σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες αντέδρασε το [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]] και ο Ρουμανικός κλήρος και η προσπάθεια του δεύτερου ονομάστηκε ''αγών υπέρ της κανονικότητος'' (''Lupta pentru canonicitate'').<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ65–66.65-66</ref>.
Στα [[1866]] ο διάδοχος του Κουζά, Κάρολος Χοετζόλλερν, απέστειλε στο [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]] για έγκριση νέο σχέδιο νόμου που αφορούσε τα της Εκκλησίας για έγκριση και τελικά ψηφίσθηκε στα [[1872]]: αυτός προέβλεπε τη διοίκηση της Εκκλησίας από Σύνοδο συγκροτούμενη από Αρχιερείς και την συμμφωνασύμφωνα με τους ιερούς κανόνες επίλυση των όποιων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Το μόνο αρνητικό του ήταν η πρόβλεψη για προηγούμενη έγκριση από την κυβέρνηση κάθε επικοινωνίας της Ρουμανικής Εκκλησίας με άλλες εκκλησίες.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004σελ67–68.67-68</ref>.
 
Το [[1882]] η Ρουμανική Εκκλησία πρόεβη σε καθαγιασμό του αγίου μύρου προβάλοντας στο [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]] θέσεις περί ''αυτοκεφαλίας'' έναντί του. Το [[1885]] υποβλήθηκε σχετικό αίτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο τον [[Απρίλιος|Απρίλιο]] του 1885 εξέδωσε Συνοδικό Τόμο ανακήρυξης τους αυτοκεφάλου.
Το 1882 η Ρουμανική Εκκλησία προέβη σε καθαγιασμό του αγίου μύρου προβάλλοντας στο [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]] θέσεις περί ''αυτοκεφαλίας'' έναντί του. Το 1885 υποβλήθηκε σχετικό αίτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο τον Απρίλιο του 1885 εξέδωσε Συνοδικό Τόμο ανακήρυξης τους αυτοκεφάλου. Σε ανταπόδοση ο Ρουμάνος Βασιλίαςβασιλιάς Κάρολος Α' απέδωσε στον [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριάρχη]] τον σταυρό των ανωτέρων Ταξιαρχών του στέμματος της Ρουμανίας. Σε ένδειξη σεβασμού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η αυτοκέφαλη Ρουμανική Εκκλησία θα ελάμβανε το άγιο μύρο από αυτό.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας τηςσελίδες Ρουμανίας,εκδ68–72.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ.68-72</ref>.
 
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουμανία ενώθηκε εθνικά και εκκλησιαστικά κατ' επέκτασιν. Στις 4 Φεβρουαρίου 1925 η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Εκκλησίας αναγόρευσε τον Μητροπολίτη Πριμάτο Μύρων Κρίστεα Πατριάρχη Ρουμανίας με τον τίτλο ''Αρχιεπίσκοπος Βουκουρεστίου, Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας και Πατριάρχης Ρουμανίας''. Η Ρουμανική Βουλή ψήφισε τον σχετικό νόμο στις 25 Φεβρουαρίου και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο επισημοποίησε την ανύψωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ72–73.72-73</ref>.
[[Αρχείο:Patriarchenpalast Bukarest.jpg|thumb|right|Το κτίριο του Πατριαρχείου Ρουμανίας στο Βουκουρέστι ]]
 
=== Από τη δημιουργία Πατριαρχείου μέχρι το τέλος του Β΄Παγκοσμίου πολέμου ===
Βασικοί σταθμοί της εκκλησιαστικής ιστορίας της περιόδου είναι ο συντονισμένος αγώνας που κατέβαλε για την αποτροπή της αποεθνικοποίησης των Ρουμάνων της Νοτιοδυτικής Τρανσιλβανίας ο [[Μύρων Τρίστεα]] πατριάχρης της Ρουμανίας έλαβε εθναρχικές πρωτοβουλίες: κατέδειξε μέσω του τύπου το πρόβλημα της αποεθνικοποίησης των πληθυσμών των περιοχών αυτών, σύστησε σχολεία και αγροτικά και οικονομικά προγράμματα.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ98–100.98-100</ref>. Στις 10 Μαΐου 1927 συνυπογράφηκε συμφωνία με το Βατικανό από τον ρωμαιοκαθολικό βασιλιά της χώρας Φερδινάνδο Α' κάτι που ενίσχυε ακόμαπιοακόμα πιο πολύ την δράση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Ρουμανία και έδινε τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με το Βατικανό: διορισμός καρδιναλίων από Παπικό θρόνο, διορισμό ιερέων από καρδιναλίους, μισθοδοσία τους από Ρουμανικό κράτος,ελεύθερη λειτουργία εκκλησιαστικού σεμιναρίου για την εκπαίδευση του κλήρου τους,υπό την εποπτεία και των καρδιναλίων περιέρχονταν και τα σχολεία γενικής παιδείας χωρίς τον έλεγχο του Ρουμανικού κράτους.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οισελίδες Πατριάρχες100–102.</ref> τηςΣτη Ορθοδόξουδιάρκεια Εκκλησίαςτου Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μέρος της ΡουμανίαςΤρανσιλβανίας περιήλθε στην [[Ουγγαρία]] και σε αυτήν έμεινε μόνο ένας επίσκοπος,εκδ.Αφοί Κυριακίδηενώ οι υπόλοιποι απελάθηκαν,Θεσσαλονίκη ρουμανικοί ναοί καταστράφηκαν,2004 αρκετοί Ρουμάνοι εξαναγκάσθηκαν να γίνουν Ρωμαιοκαθολικοί και ορισμένοι ιερωμένοι θανατώθηκαν (Aurel Munteanu, Andrei Bujor, Traian Costea).<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελ.100- 102.</ref>
 
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μέρος της Τρανσιλβανίας περιήλθε στην [[Ουγγαρία]] και σε αυτήν έμεινε μόνο ένας επίσκοπος ενώ οι υπόλλοιποι απελάθηκαν, ρουμανικοί ναοί καταστράφηκαν, ενώ αρκετοί Ρουμάνοι εξαναγκάσθηκαν να γίνουν Ρωμαιοκαθολικοί και ορισμένοι ιερωμένοι θανατώθηκαν (Aurel Munteanu, Andrei Bujor, Traian Costea)<ref>Μιχαήλ Τρίτος, Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004, σελ.102</ref>
=== Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου και μέχρι τα τελητέλη της δεκαετίας του 80' ===
Η περίοδος αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ξεκινά με την αποκήρυξη, στις 17 Ιουλίου 1948 , του Κονκορδάτου με την Αγία Έδρα, από την τότε Ρουμανική κυβέρνηση ύστερα από πιέσεις του τότε Πατριάρχη Ιουστινιανού. Επίσης σημαντικός σταθμός αποτελεί την ίδια περίοδο η επανένταξη των Ουνιτών στην Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία, στις 3 Οκτωβρίου του 1948. Περίπου 1.250.000 Ουνίτες εγκατέλειψαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.<ref>Μιχαήλ [[#Τρίτος|Τρίτος]], Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας,εκδ.Αφοί Κυριακίδη,Θεσσαλονίκη,2004,σελίδες σελ115–119.115-119</ref>
 
=== Η γλώσσα της Εκκλησίας ===
Από το β' μισό του 9ου αιώνα και ειδικότερα από το 864 μέχρι το [[1640]] επικρατεί η [[Ρουμανική γλώσσα]].
 
==Παραπομπές==
Γραμμή 49 ⟶ 47 :
 
==Πηγές==
*{{cite book |όνομα=Μαριλένα |επώνυμο=Κοππά: ''|έτος=2002 |τίτλος=Η συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια (19ος αιώνας). Τρεις και μία περιπέτειες'', εκδ.|εκδότης=Εκδοτικός Οίκος Α. Α.Λιβάνης, Λιβάνη |τόπος=Αθήνα, 2002, σελ.327|isbn=978-370960-14-0557-5 |ref=Κοππά}}
*{{cite book |όνομα=Μιχαήλ Γ. |επώνυμο=Τρίτος: ''|έτος=2004 |τίτλος=Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας'', εκδ.|εκδότης=Αφοί Κυριακίδη, |τόπος=Θεσσαλονίκη 2004|isbn=978-960-343-764-2 |ref=Τρίτος}}
 
==Βιβλιογραφία==
*{{cite book |όνομα=Ion |επώνυμο=Croitoru, |τίτλος=Ορθοδοξία και Δύση στην Πνευματική Παράδοση των Ρουμάνων τ.Α' ( Η Ενότητα της Ορθοδοξίας και η Υπεράσπιση της Ορθόδοξης Πίστεως Έναντι της Προτεσταντικής Προπαγάνδας κατά τον ΙΖ' Αιώνα), εκδ|τόμος=τ.Σταμούλης,Α' |έτος=2001 |εκδότης=Εκδόσεις Σταμούλη 2011|isbn=978-960-351-860-0}}
*{{cite journal |first=Δ. Β. |last=Οικονομίδης, "|title=Από τας ελληνο-ρουμανικάς εκκλησιαστικάς σχέσεις", Επ.Ετ.Βυζ.|journal=Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών,τομ.23 (|year=1953),σελ. 450-471|volume=23 |pages=450–471}}
 
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==