Αρειανισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Yobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση συντακτικού κώδικα με τη χρήση AWB (10454)
Γραμμή 62:
===Α΄ Οικουμενική σύνοδος===
 
Η απόφαση του [[Λικίνιος|Λικινίου]] για παύση επικοινωνίας των επισκόπων αναμφίβολα βοήθησε τη δραστηριότητα του Αρείου, σε τοπικό επίπεδο. Η νίκη όμως του [[Μέγας Κωνσταντίνος|Κωνσταντίνου]] επί του Λικινίου επέφερε το τέλος της πολιτικής του Λικινίου και την επιρροή του [[Ευσέβιος Νικομήδειας|Ευσεβίου Νικομηδείας]] στα Αυτοκρατορικά κλιμάκια και ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα αντιμετώπισης του αρειανισμού. Έτσι ο σύμβουλος του Κωνσταντίνου, [[Όσιος Κορδούης]] μετέβη και παρέστη σε δύο συνόδους σε [[Αντιόχεια]] και [[Αλεξάνδρεια]] το [[324]] και [[325]], με επίκεντρο τον Αρειανισμό. Στην σύνοδο δε της Αντιοχείας υιοθετήθηκε και ένα σύμβολο δηλωτικό των θέσεων της εκκλησίας. Ο Κορδούης έτσι απέκτησε πλήρη εικόνα για τη διάσταση που είχε λάβει η έριδα και μεταφέροντας τα τεκταινόμενα στον Αυτοκράτορα, προέκυψε η απόφαση του ιδίου για μια οικουμενική σύνοδο, αν και αρχικά στόχο είχε τη δημιουργία μιας συνόδου, που θα αποτελείτο από εκπροσώπους των ανατολικών εκκλησιών. Έτσι αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί η [[Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας|Α΄ Οικουμενική σύνοδος]] στη Νίκαια της [[Βιθυνία]]ς, με στόχο την ακεραιότητα της αποστολικής παραδόσεως, την προσπάθεια αποκατάστασης της ενώσεως του εκκλησιαστικού σώματος και, κατ' επέκταση, ολόκληρης της ταχύτατα εκχριστιανιζόμενης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
 
Οι υπέρμαχοι των θέσεων του Άρειου θεωρούσαν ότι η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε από την άλλη πλευρά ήταν "ξένα ρήματα" και "άγραφα", λέξεις ή εκφράσεις δηλαδή που δεν υπάρχουν αυτούσιες στην [[Αγία Γραφή]], όπως αναφέρει ο Αθανάσιος.<ref>[[Αθανασίου Αλεξανδρείας]], ''Επιστολή Περί της εν Νικαία συνόδου'' 21.1.</ref> Η σύνοδος της Νίκαιας εν τέλει πήρε σαφή και ξεκάθαρη θέση κατά του Αρείου και των επισκόπων που είχαν τις ίδιες απόψεις με εκείνον, με την υιοθέτηση πρωτοεμφανιζόμενων μεν εκφράσεων —σύμφωνα με τα λεγόμενα του [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Αθανάσιου]]— αλλά όχι και πρωτοεμφανιζόμενων εννοιών,<ref>«{{Πολυτονικό|Οἱ δὲ ἐπίσκοποι, οὐχ ἑαυτοῖς εὑρόντες τὰς λέξεις ἀλλ΄ ἐκ τῶν πατέρων ἔχοντες τὴν μαρτυρίαν, οὕτως ἔγραψαν}}». ([[Θεοδώρητος Κύρου]], ''Εκκλησιαστική Ιστορία'' 37.4)</ref> γεγονός που, αν και αρειανίζων, ''"ωμολόγησε και αυτός ο [[Ευσέβιος ο Καισαρείας|Ευσέβιος Καισαρείας]]"''.<ref>Καρμίρης Ιωάννης, ''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 59</ref> Τέτοιες εκφράσεις ήταν οι «{{Πολυτονικό|ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός}}», «{{Πολυτονικό|γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα}}» και «{{Πολυτονικό|ὁμοούσιον τῷ πατρί}}» και των τελικών [[Ανάθεμα|αναθεματισμών]] «{{Πολυτονικό|τοὺς λέγοντας· ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο, ἢ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, ἢ κτιστὸν ἢ τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ ἐκκλησία}}». Αν και ο όρος «''ομοούσιος''» και οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από επισκόπους που υποστήριζαν τις απόψεις του Αθανάσιου ήταν νέες, εν τούτοις για τους εκκλησιαστικούς άνδρες, είχε επιτευχθεί αυτό που πίστευαν ότι αποτελούσε ''"την παρουσία τής κατά περιεχόμενον σχετικής διδασκαλίας εις την Αγίαν Γραφήν"'',<ref>Ξεξάκης Γ. Νικόλαος, ''Προλεγόμενα εις την Ορθόδοξον Δογματικήν'', Αθήνα 2000, σελ. 132</ref> όπως σχετικά υποστήριξε και ο Μέγας Αθανάσιος.<ref>«{{Πολυτονικό|Γινωσκέτω δὲ ὅμως, εἴ τίς ἐστι φιλομαθής, ὅτι εἰ καὶ μὴ οὕτως ἐν ταῖς γραφαῖς εἰσιν αἱ λέξεις, ἀλλά, καθάπερ εἴρηται πρότερον, τὴν ἐκ τῶν γραφῶν διάνοιαν ἔχουσι καὶ ταύτην ἐκφωνούμεναι σημαίνουσι τοῖς ἔχουσιν εἰς εὐσέβειαν τὴν ἀκοὴν ὁλόκληρον}}». (Αθανασίου Αλεξανδρείας, ''Επιστολή Περί της εν Νικαία συνόδου'' 21.2, 3 [PG 25:453ΑΒ])</ref> Απαντώντας μάλιστα ο [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Μ. Αθανάσιος]] στις "μάταιες", όπως τις περιγράφει, αιτιάσεις των αρειανών ότι στο σύμβολο χρησιμοποιήθηκαν "άγραφες" λέξεις, τους καταλόγισε τα όμοια: «{{Πολυτονικό|Ὁ γογγυσμὸς δὲ αυτών [τῶν Ἀρειανῶν], ὅτι ἄγραφοί εἰσιν αἱ λέξεις, ἐλέγχεται παρ΄ αὐτῶν μάταιος· ἐξ ἀγράφων γὰρ ἀσεβήσαντες (ἄγραφα δὲ τὸ "ἐξ οὐκ ὄντων" καὶ τὸ "ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν"), αἰτιῶνται διότι ἐξ ἀγράφων μετ΄ εὐσεβείας νοουμένων λέξεων κατεκρίθησαν. Αὐτοὶ μὲν γὰρ ὡς ἐκ κοπρίας εὑρόντες ἐλάλησαν ἀληθῶς ἀπὸ γῆς, οἱ δὲ ἐπίσκοποι, οὐχ ἑαυτοῖς εὑρόντες τὰς λέξεις ἀλλ΄ ἐκ τῶν πατέρων ἔχοντες τὴν μαρτυρίαν, οὕτως ἔγραψαν}}».<ref>Θεοδώρητος Κύρου, ''Εκκλησιαστική Ιστορία'' 36.22-37.5</ref>
Γραμμή 92:
=== Ο θάνατος του Κώνστα και οι εξελίξεις ===
 
Ο θάνατος του [[Κώνστας|Κώνστα]] ήταν μια καταλυτική εξέλιξη για την πορεία της έριδας. Ο [[Κωνστάντιος Β'|Κωνστάντιος]] πλέον απέμεινε μοναδικός αυτοκράτορας και όπως ήταν λογικό οι αρειανοί καταστάθηκαν απόλυτοι κυρίαρχοι στην μάχη της επικράτησης στην εκκλησία. Αντ’ αυτού όμως αυτήν την περίοδο οι αρειανόφρονες διασπαστήκαν σε 3 παρατάξεις. Τους «''Ομοίους''», οι οποίοι ήταν πιστοί ακόλουθοι της διδασκαλίας του Αρείου, τους «''Ομοιουσιανούς''» οι οποίοι δέχονταν τη φυσική θειότητα του Χριστού και συναϊδιότητα, απορρίπτοντας και αντικαθιστώντας το όρο «''ομοούσιος''» και τους «''Ανόμοιους''» ή και «''Ευνομοιανούς''» (εξ αιτίας του ηγέτη τους Ευνομίου), οι οποίοι έθεσαν νέες θεολογικές διαφορροποιήσεις. Μάλιστα οι αντιμαχόμενες πλευρές πολέμησε η μία την άλλη με μεγάλη σφοδρότητα. Από τις 3 παρατάξεις οι «''Όμοιοι''» παρότι αποτελούσαν το μικρότερο κομμάτι, τόσο από άποψη επισκόπων αλλά και ποιμνίου κέρδισαν την εύνοια του Αυτοκράτορα. Οι σημαντικότεροι εκφραστές των «''Ομοιουσιανών''» ήταν ο [[Βασίλειος Άγκυρας]], [[Γεώργιος Λαοδικείας]] και [[Ευστάθιος Σεβάστειας]], ενώ των «ομοίων» ο Ακάκιος Καισαρείας της Παλαιστίνης. Οι δύο παρατάξεις μάλιστα είχαν δεχθεί ως σύμβολο το σύμβολο της εν Αντιοχείας συνόδου των Αρειανοφρόνων το [[341]] και δη το δεύτερο από τέσσερα σύμβολα που συντάχθηκαν, το οποίο πρότεινε τον Υιό «όμοιο κατά πάντα το Πατρί». Παρόλα αυτά οι «όμοιοι» σταδιακά απομακρύνθηκαν από αυτή τη διδασκαλία. Οι «Ανόμοιοι» ως ηγέτη είχαν τον Αέτιο και στη συνέχεια το σημαντικότερο θεολόγο της αρειανικής διδασκαλίας και μαθητή του Αετίου, Ευνόμιο.
 
Οι εξελίξεις την περίοδο αυτή και μέχρι το θάνατο του Κωνστάντιου είχαν τη σφραγίδα του αυτοκράτορα. Ο ίδιος υποστήριξε με θέρμη τους «''ομοίους''», οι οποίοι ενώ αρχικά, όπως είδαμε συμφώνησαν προς μια πιο μετριοπαθή πολιτική που τους έφερε σε σύγκληση με τους «''ομοιουσιανούς''», υπαναχώρησαν σε προγενέστερες απόψεις διενεργώντας σύνοδο το [[351]] στο [[Σίρμιο]] και συντάσσοντας σύμβολο, το οποίο δήλωνε τον Υιό «''υποταγμένον τω Πατρί''». To σύμβολο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως θεολογική βάση για την επιβολή του Αρειανισμού σε Ανατολή και Δύση, με παράλληλη υποχρέωση όλων των επισκόπων να το αναγνωρίσουν όπως μαρτυρεί ο επίσκοπος Ρώμης [[Λιβέριος Ρώμης|Λιβέριος]] στην επιστολή προς «Ανατολικούς επισκόπους».<ref>PG 67,489-494</ref> Όσοι αρνήθηκαν εξορίστηκαν μεταξύ αυτών και οι Κορδούης Όσιος, Όσιος Μεδιολάνων Διονύσιος, Βαρκέλλων Ευσέβιος, Καλάρεως Λούκιφερ, Πικταβίου Ιλάριος κ.α., προωθώντας στις θέσεις τους επισκόπους της παρατάξεως των «''Ομοίων''». Οι «''όμοιοι''» μάλιστα σε μια επίδειξη δύναμης σε νέα σύνοδο το [[359]] στη [[Σελεύκεια]] καταδίκασαν και τον όρο «''ανόμοιος''»,<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων, 73,15</ref> όπως και τους όρους «''ομοούσιος''» ή «''όμοιος''». Οι «''ομοιουσιανοί''», σε σύνοδο στην Άγκυρα το [[358]] υπό την προεδρία του Βασιλείου Αγκύρας, εξέδωσαν 18 αναθεματισμούς σε συγκεκριμένες θεολογικές θέσεις των «''ανομοίων''», καθώς και ένα 19ο αναθεματισμό, κατά του «''ομοουσίου''» που τον χαρακτήριζαν ως [[Μοναρχιανισμός|Σαβελλιανιστινό]].<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων73, 2-11,12-22 και Σοζωμενός, Εκκλ.Ιστ.5,12</ref> Η κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών βρήκε σύμφωνο τον Κωνστάντιο ο οποίος συγκάλεσε νέα σύνοδο στο Σίρμιο, η οποία συνέταξε νέο σύμβολο το [[359]], με σύμπραξη «''ομοίων''» και «''ομοιουσιανών''», η οποία χαρακτήριζε τον Υιό «''όμοιον δε λέγομεν τον Υιόν τω Πατρί κατά πάντα, ως και αι αγίαι γραφαί λέγουσιν''».<ref>Επιφανείου, κατά Αιρέσεων, 73</ref>
Γραμμή 102:
=== H περίοδος ως την Β΄ Οικουμενική σύνοδο [[361]]-[[381]] ===
 
Η περίοδος αυτή σφραγίστηκε από τέσσερα σημαντικά γεγονότα. Τον θάνατο του Κωνστάντιου, την άνοδο στο θρόνο του [[Ιουλιανός|Ιουλιανού]] ο οποίος επέδειξε ίση μεταχείριση στις παρατάξεις, την ανάκληση των εξορισθέντων επισκόπων, με στόχο τη μεγαλύτερη εσωτερική διάσπαση της εκκλησίας και την εμφάνιση του θεολογικού προβλήματος για τη θειότητα του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τη διασαφήνιση των όρων «''ουσία''», «''υπόσταση''».
 
Αυτήν την περίοδο μέγιστη προσωπικότητα για τους Νικαϊστές αποδείχθηκε ο [[Βασίλειος Καισαρείας|Μέγας Βασίλειος]]. Ο Μέγας Βασίλειος επέδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα στους αποκλίνοντες της συνόδου της Νίκαιας, ζητώντας να καταδικαστούν θέσεις υπερμάχων της καθολικής εκκλησίας, που παρέμεναν διαφοροποιημένες από το σύμβολό της. Ο ίδιος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στα θεολογικά ζητήματα αφού όχι μόνο με πειστικά επιχειρήματα αναίρεσε τις όποιες σαβελλιανιστικές επιρροές<ref>Επιστ. 69,125,207,239,265,266</ref> στην εκκλησία, απομακρύνοντας υποψίες πως η εκκλησία κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά προέβαλλε και τη διατύπωση «περί των τριών υποστάσεων» με τον όρο «μία ουσία-τρεις υποστάσεις», η οποία θεμελιώθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες και έγινε αποδεκτή από το σώμα της εκκλησίας κατά τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο. Ο Βασίλειος συνέδεσε τον όρο «''υπόστασις''» προς τον όρο «''πρόσωπο''», διακρίνοντας τον από την «''ουσία''».