Διεθνής Συνθήκη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εξελληνισμός+επιμέλεια με τη χρήση AWB (10111)
μ Διόρθωση επικεφαλίδων.
Γραμμή 2:
Τα μέρη εν προκειμένω, υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου μπορεί να είναι Κράτη, Αρχηγοί Κρατών, Ηγεμόνες ή Πρόεδροι, ή ακόμη και "Διεθνείς Οργανισμοί".
* Οι προφορικές συμφωνίες σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν Συνθήκες.
=== Γενικά ===
 
Στο Διεθνές Δίκαιο σε ευρύτατη χρήση είναι οι όροι «Convention» και «Treaty». Και όμως στην ελληνική γλώσσα ο όρος Convention παρότι χρησιμοποιείται με τρεις βασικές εννοιολογικές χρήσεως δεν μπορεί να αποδοθεί με μια λέξη, ο δε δεύτερος όρος Treaty χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις και ως συνώνυμος του πρώτου. Γενικά και οι δύο όροι κατά βάση σημαίνουν '''συνθήκη''' , με τις παρακάτω όμως αποκλίσεις, που παραθέτονται (με αντιστοιχία ελληνικών έναντι των αγγλικών εννοιών) για την ευρύτερη αντίληψή τους.
 
=== Χρήσεις όρων ===
 
==== 1η Περίπτωση ====
 
Convention = «<u>συμβατικότητα</u>» ή «<u>κατά συνθήκη</u>».<br />
Όταν ο όρος εκλαμβάνεται ως «πρακτική» (practice), ή ως «συνηθισμένη χρήση» (usage), ή ως κάποιος «κανόνας» (rule), επί διαγωγής (conduct) ή συμπεριφοράς (behaviour) σχετικά με το τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να κάνουν τα μέλη μιας ορισμένης ομάδας (group) ή κοινότητας (community). Στη περίπτωση αυτή ο αντίστοιχος ελληνικός όρος είναι «<u>συμβατικότητα</u>» ή η ελληνική έκφραση «<u>κατά συνθήκη</u>».
 
==== 2η Περίπτωση ====
 
Convention = (διεθνής) «<u>Σύμβαση</u>» ή «<u>Συνθήκη</u>».<br />
Όταν ο όρος χρησιμοποιείται για να καταδείξει ένα διεθνές συμβατικό μέσο – πράξη, λαμβάνοντας τον ορισμό: μια γραπτή ή προφορική σύμπτωση βουλήσεων (συμφωνία - agreement) μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών ή οργανώσεως κρατών με στόχο τη δημιουργία νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δεσμευτικών για τα μέρη που υπογράφουν (ή υπόσχονται). Στη περίπτωση αυτή ο αντίστοιχος ελληνικός όρος που αποδίδεται είναι (διεθνής) «<u>Σύμβαση</u>» ή «<u>Συνθήκη</u>».
 
==== 3η Περίπτωση ====
 
Convention = «<u>Συνέλευση</u>».<br />
Όταν ο όρος χρησιμοποιείται για την συνάντηση εξουσιοδοτημένων (απεσταλμένων - delegates) ή αντιπροσώπων (representatives) για κάποιον ειδικό σκοπό όπως στις περιπτώσεις επαγγελματικών ενώσεων, φορέων, σωματείων (professional associations), συλλόγων, πολιτικών κομμάτων. Στη περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται στην ελληνική ο όρος «<u>Συνέλευση</u>» τόσο στη καθομιλουμένη όσο και στη νομική (Αστικός Κώδικας 80 «συνέλευση μελών», 1177 και 1247 «συνέλευση μετόχων» Α.Ε. κλπ).
 
==== 4η Περίπτωση ====
 
Convention = «<u>ήθη και έθιμα</u>» ή «<u>έθιμο και χρήση</u>».<br />
Όταν ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από την Κοινωνιολογία που έχει τη τάση να εκλαμβάνεται ως «<u>ήθη και έθιμα</u>» (folkways)ή κανόνες(norms), ή από την πολιτική επιστήμη τον όρο «<u>Έθιμο και χρήση</u>» (custom and usage). Αντίστοιχα και στην ελληνική γλώσσα.
 
==== 5η Περίπτωση ====
 
Convention = γενικές ονομασίες μέσων.<br />
Τα διεθνή μέσα (συμφωνίες, αποφάσεις, ομολογίες, υποσχέσεις κλπ) που συνάπτονται μεταξύ κρατών ή μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών πολλές φορές λαμβάνουν διάφορες ονομασίες όπως: «Σύμβαση» ή «Συνθήκη» (Convention), «Δήλωση» ή «Διακήρυξη» (decleration), «Συμφωνία» (pact), Πρωτόκολλο (protocol) και «Σύμφωνο» ή «Συνθήκη» (treaty). Στις αγγλόφωνες χώρες συνηθέστερος όρος εν προκειμένω είναι treaties, ενώ οι περισσότερες διεθνείς συμφωνίες που καταρτίσθηκαν από το [[1864]] ως το [[1945]] χαρακτηρίστηκαν “Conventions” .
 
==== Παρατηρήσεις στη χρήση ====
 
Κατά το παρελθόν οι παραπάνω ονομασίες διαλέγονταν στη τύχη, χωρίς κανείς να σκοτίζεται για τη σημασία τους. Αλλά και από τότε οι συγγραφείς και κωδικογράφοι δεν διέκριναν τεχνική διάκριση αυτών των όρων θεωρώντας ότι και οι δύο παραπάνω όροι είναι εξ ίσου δεσμευτικοί έχοντας την αυτή νομική ισχύ. Τελευταία όμως από του έτους [[1953]] ο Myers αν και παραδέχεται ότι δεν υφίσταται διαφορά, αναφέρει: «Ο όρος Convention κατέληξε να είναι η καθιερωμένη ονομασία για πράξεις πολυμερών σωμάτων (multirateral bodies) επί ειδικών θέσεων – πλευρών ενός γενικού ζητήματος χωρίς να προϋποθέτει και την ολοκληρωτική ρύθμιση αυτού του τομέα σχέσεων.