Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 39:
Παρόλα αυτά η Παπασταύρου βρίσκει έτερο τρόπο, ώστε να απαλλαγούν από την παρουσία του. Καθώς εκείνος γευματίζει στην τάξη, μπαίνει η Παπασταύρου, δήθεν για να πάρει μια σοκολάτα και του την προσφέρει. Τότε αρχίζει και γίνεται πιο φιλική απέναντί του. Όταν θα προσπαθήσει εκείνη να του φτιάξει τη γραβάτα, εκείνος θα καταλάβει ότι τον πλησιάζει πονηρά και θα την χαστουκίσει. Η Παπασταύρου, παρερμηνεύει τα γεγονότα και βάζει τη μάνα της να τηλεφωνήσει στον γυμνασιάρχη, λέγοντας ότι ζαλίζεται ακόμα και άλλα τέτοια. Ο γυμνασιάρχης οργίζεται από το γεγονός, αλλά οι συνάδελφοι καθηγητές δε συμμερίζονται αυτήν την άποψη, και τάσσονται υπέρ του Φλωρά. Τελικά, ο Φλωράς, χάνει τη θέση του. Ωστόσο, η Παπασταύρου, φιλοτιμείται και λέει την αλήθεια στη μητέρα της, ότι δηλαδή δεν τη χτύπησε τόσο πολύ όσο ισχυρίστηκε και ότι είναι κρίμα να χάσει τη δουλειά του ένας φτωχός άνθρωπος. Η Παπασταύρου θα βάλει τώρα τον πατέρα της να διορθώσει τα πράγματα. Ο πατέρας της, τάσσεται κι αυτός υπέρ του καθηγητή, λέγοντάς του, να ''γιάσει το χεράκι του''. Εν τέλει ο καθηγητής ξαναπιάνει δουλειά. Από εκεί και έπειτα, οι καθηγητές όλοι θα ακολουθήσουν αυτή τη μέθοδο του χαστουκιού, που δεν προβλεπόταν σε ένα τέτοιο κολλέγιο, και τα πράγματα θα ηρεμήσουν αισθητά.
 
Σε μια εκδρομή που πραγματοποιεί το σχολείο, η Παπασταύρου, πιάνεται στα χέρια με μια συμμαθήτριά της, η οποία θέλει να κάνει φάρσα στον Φλωρά, διότι ισχυρίστηκε ότι έχει αισθήματα για εκείνον, ακούγοντάς το αυτό η Παπασταύρου θύμωσε, όμως ήταν η αλήθεια: στη συνέχεια, στην παράδοση, θα σηκωθεί η Παπασταύρου να απαγγείλει και να μεταφράσει τον περίφημο στίχο του [[Σοφοκλής|Σοφοκλή]]:{{Ref_label|i|i|none}}
 
{{quote|''Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις,''
Γραμμή 52:
 
Κατόπιν θα βάλει τα κλάματα και θα σταματήσει την απαγγελία, δείχνοντας ότι πλέον μπορεί και να μεταφράσει, αλλά και τονίζοντας ότι πλέον είναι ερωτευμένη. Το τέλος της χρονιάς, βρίσκει τη μαθήτρια να προβιβάζεται, κι αυτό χάριν του καθηγητή, που την ενέπνευσε. Στο τέλος, αφού δεν μπόρεσε να του πει τι νιώθει για αυτόν, τον σταματάει ο πατέρας της, που πήγαινε με το αμάξι, και του ζητά να έρθει μαζί τους, κι εκείνος δέχεται, η ταινία τελειώνει, ενώ οι υπόλοιπες μαθήτριες ακολουθούν το αμάξι, απαγγέλοντας τον παραπάνω στίχο του Σοφοκλή.
 
==Σημειώσεις==
{{refbegin}}
'''i.''' {{Note_label|i|i|none}}
Έρωτα ανίκητε στη μάχη, Έρωτα, που σκλαβώνεις εκείνους που χτυπάς, συ που ξενυχτάς στα τρυφερά τα μάγουλα της κόρης, συ που γυρνάς στις θάλασσες και στις αγροτικές καλύβες και και σένα δεν μπορεί κανείς, μήτε θεός μητ' άνθρωπος εφήμερος, να σε ξεφύγει, κι αυτό που σ' έχει καταντά τρελός.<ref>Απαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, ''Σοφοκλέους Τραγωδίαι'', (ΠΑΠΥΡΟΣ, 1975) (σ, 56-57</ref>
 
''Στίχοι 781-790''.
{{refend}}
 
==Παραπομπές==
{{reflist|2}}
{{παραπομπές}}
 
 
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==