Επιτάφιος (Γιάννης Ρίτσος): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 77:
 
*<u>Μέρη X, XI, XII, XIII</u>: Το '''Μοιρολόι''': Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:
{{quote|«''Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,''
''ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.''»}}
:::::::[...]
{{quote|«''Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα –''
{{quote|«Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
''μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα''.»}}
ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»}}
:::::::[...]
{{quote|«''Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις''
{{quote|«Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα –
''κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης''.»}}
μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.»}}
:::::::[...]
{{quote|«Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις
κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»}}
 
<u>Μέρη XIV, XV, XVI, XVII</u>: '''Ο Μετασχηματισμός''': Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Αντίσταση:
{{quote| «''Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα''
''καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα''»}}
:::::::[...]
{{quote| «...''Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι''
''καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη''.»}}
:::::::[...]
{{quote| «''Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω''
''κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω''»}}
:::::::[...]
{{quote| «''Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι'',
''τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέριχέρ''ι.»}}
:::::::[...]
{{quote| «''Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω'',
''καὶ νὰ χορέψω... Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.''»}}
:::::::[...]
{{quote| «''Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει''
''κ' ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει''.»}}
:::::::[...]
{{quote| «''Καὶ δές, μ' ἀνασηκώνουνε... χιλιάδες γιούς ξανοίγω'',
''μά, γιόκα μου, ἀπ' τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω''.»}}
 
*<u>Μέρη XVIII, XIX, XX</u>: '''Η Ανάσταση''': Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:
{{quote|«''Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω,''
''γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.''»}}
:::::::[...]
{{quote|«''Νἆχα τ'ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα''
''νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα,''»}}
 
{{quote|«''Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ'ὄνειρό σου''
''νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου''.»}}
:::::::[...]
{{quote|«''Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα''
''– μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –''»}}
:::::::[...]
{{quote|«''Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου'',
''σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου''.»}}
 
==Ύφος - Τεχνική==