De facto: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Eldemet (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ορθογραφικό "Χρησομοποιείται"
Διόρθωση ορθογραφίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Επεξεργασία από εφαρμογή κινητού
Γραμμή 1:
{{πηγές|16|09|2011}}
{{Βικιλεξικό|ντε φάκτο}}
 
Η λατινική φράση '''''de facto''''' (από τις [[Λατινικά|λατινικές]] λέξεις de (από) και factum (γεγονός, πράξη), ελληνική προφορά «ντε φάκτο») σημαίνει «εκ των γεγονότων» ή «εκ των πραγμάτων». Στην νομοθεσία, συχνά σημαίνει «αυτό που εφαρμόζεται πρακτικά αλλά που δεν επιβάλλεται από τον νόμο», ή «μια πράξη ή μια πραγματικότητα όχι επίσημα κατοχυρωμένη». Χρησιμοποιείται συχνά σε αντίθεση με το ''[[de jure]]'' (το οποίο σημαίνει «κατά τον νόμο») όταν γίνεται αναφορά σε θέματα [[νόμος|νόμου]], [[κυβέρνηση]]ς, ή σε τεχνικά θέματα (όπως τα πρότυπα de facto) τα οποία αποτελούν κοινή εμπειρία όπως αυτή δημιουργήθηκε ή αναπτύχθηκε χωρίς νομοθεσία ή ακόμα και ενάντια σε αυτήν. Όταν χρησιμοποιείται σε νομικό περιεχόμενο, το ''de jure'' επισημαίνει αυτό που λέει ο νόμος, ενώ το ''de facto'' επισημαίνει εκείνο που συμβαίνει στην πράξη.
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/De_facto"