Τείχος του Βερολίνου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
CHE (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 160:
== Αντιδράσεις των Συμμάχων ==
 
Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές και οι ηγέτες τους βρίσκονταν σε διακοπές, τις οποίες δεν θεώρησαν αναγκαίο να διακόψουν. 20 ώρες πέρασαν μέχρι την εμφάνιση στρατιωτικών περιπόλων στα σύνορα και 40 μέχρι την επίδοση διαμαρτυρίας στο σοβιετικό στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου. 72 ώρες χρειάστηκαν για να επιδοθούν επίσημες νότες διαμαρτυρίας σύμφωνα με τους διπλωματικούς τύπους στη [[Μόσχα]]. Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσώφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου. Ήδη στις 5 Αυγούστου είχε προκαλέσει σάλο ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Φούλμπράιτ (William Fullbright), όταν αναρωτήθηκε γιατί οι Ανατολικογερμανοί δεν κλείνουν τα σύνορά τους, όπως έχουν δικαίωμα. Μπροστά στα απειλητικά αιτήματα του ΧρουστσώφΧρουστσόφ για αποστρατικοποίηση του Βερολίνου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ [[ΤζωνΤζον ΚέννεντυΦιτζέραλντ Κένεντι]] παραιτήθηκε από τα δικαιώματα που είχαν όλες οι νικήτριες δυνάμεις σε ολόκληρο το Βερολίνο, έθεσε τα όρια της ανοχής του στην εξασφάλιση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου και σχεδόν «υπέδειξε» τη λύση της διχοτόμησης της πόλης.
 
Οι Δυτικοί, λοιπόν, είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου, «τσιμεντωνόταν» με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Κέννεντυ δήλωσε: «Δεν είναι και πολύ ωραία λύση, είναι όμως χίλιες φορές καλύτερη από τον πόλεμο». «Οι Ανατολικογερμανοί», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν (Harold MacMillan), «σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο».
 
Στις [[22 Φεβρουαρίου]] του [[1962]], ο υπουργός Δικαιοσύνης των [[Η.Π.Α.]] [[Ρόμπερτ Κένεντι]], έχοντας μαζί του τον δήμαρχο της πόλης και μετέπειτα Δυτικογερμανό καγκελάριο [[Βίλλυ Μπραντ]], επισκέφτηκε το Τείχος του Βερολίνου, το οποίο και παρατήρησε ανεβασμένος σε μία εξέδρα στην πλατεία Πότσνταμ του Δυτικού Βερολίνου.
 
Ο Κένεντυ τουλάχιστον παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου. Για να επιβεβαιώσει ότι οι προσβάσεις προς την πόλη έμειναν ανοιχτές, έστειλε 1.500 στρατιώτες μέσω της οδού τράνζιτ που τη συνέδεε με τη Δυτική Γερμανία περνώντας από ανατολικογερμανικό έδαφος, καθώς επίσης και τον αντιπρόεδρο [[Λύντον Τζόνσον]] (Lyndon B. Johnson), που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Δυτικοβερολινέζους. Η αξίωση του ηγέτη της ΛΔΓ [[Βάλτερ Ούλμπριχτ]], να ελέγχει η αστυνομία του τους αξιωματικούς και το πολιτικό προσωπικό των συμμάχων, απορρίφθηκε κατηγορηματικότατα από τους Αμερικανούς. Στο τέλος αναγκάστηκε και ο ίδιος ο διοικητής των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Γερμανία να επέμβει κατευναστικά στους κομματικούς παράγοντες της ΛΔΓ γι’ αυτό το θέμα.
 
Οι Δυτικοί αξιοποίησαν το γεγονός προπαγανδιστικά για να καταδικάσουν το ''Τείχος του αίσχους'' και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντυ θα εκφωνήσει μπροστά του την περίφημη ομιλία του, στην οποία σε άπταιστα γερμανικά, δήλωνε πως και ο ίδιος ήταν ένας Βερολινέζος, («ich bin ein Berliner»)<ref>όπ.π., σελ.207</ref>
 
== Η διαιρεμένη χώρα ==
Γραμμή 175 ⟶ 177 :
 
== Θύματα ==
Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις [[24 Αυγούστου]] [[1961]], έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος [[Γκύντερ Λίτφιν]] (Günter Litfin), που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. ΟΣτις [[Πέτερ17 ΦέχτερΑυγούστου]] (Peterτου Fechter)[[1962]], πέθανεένα από18χρονο αιμορραγίααγόρι, στιςο [[17Πέτερ ΑυγούστουΦέχτερ]] [[γαζώθηκε από τα αυτόματα των Ανατολικογερμανών μεθοριακών φρουρών, καθώς προσπαθούσε να πηδήσει πάνω από το Τείχος, μαζί με ένα φίλο του. Το σώμα του έπεσε μπροστά στο Τείχος και έμεινε εκεί, αιμόφυρτο, σπαράσσοντας, βγάζοντας απελπισμένες κραυγές για βοήθεια, επί μία περίπου ώρα, χωρίς οι Ανατολικογερμανοί στρατιώτες να τον βοηθούν. Όταν πια τον πήραν, ήταν νεκρός. Τις επόμενες μέρες αγανακτισμένοι Δυτικοβερολινέζοι διαδηλωτές λιθοβόλησαν σοβιετικά στρατιωτικά λεωφορεία που διέρχονταν από τον δυτικό τομέα της πόλης<ref>''Αίμα στο Τείχος του Βερολίνου'', Ιστορικό Λεύκωμα 1962]], στησελ. νεκρή84-87, ζώνηΚαθημερινή (1997)</ref>. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο [[Κρις Γκέφροϋ]] (Chris Gueffroy), σημειώθηκε στις [[6 Φεβρουαρίου]] [[1989]].
 
Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις [[24 Αυγούστου]] [[1961]], έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος [[Γκύντερ Λίτφιν]] (Günter Litfin), που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. Ο [[Πέτερ Φέχτερ]] (Peter Fechter) πέθανε από αιμορραγία στις [[17 Αυγούστου]] [[1962]] στη νεκρή ζώνη. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο [[Κρις Γκέφροϋ]] (Chris Gueffroy), σημειώθηκε στις [[6 Φεβρουαρίου]] [[1989]].
 
Σύμφωνα με εκτιμήσεις 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας». Το αδίκημα τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι και οκτώ χρόνων σύμφωνα με την παράγραφο 213 του Ποινικού Κώδικα της Ανατολικής Γερμανίας. Όποιος κατά την απόπειρα έφερε όπλο ή προκαλούσε καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν ενώ υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις ή γενικά σε θέσεις που διαχειρίζονταν κρατικά μυστικά, γλίτωναν σπάνια με κάθειρξη μικρότερη των πέντε χρόνων. Όποιος μάλιστα υποβοηθούσε άλλους στην «εγκατάλειψη της χώρας», μπορούσε να τιμωρηθεί με ισόβια.