Παστινάκη η εδώδιμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jaguarlaser (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 19:
}}</ref>
}}
Η '''Παστινάκη η εδώδιμος''' ''(Pastinaca sativa)'', ή κοινώς η '''παστινάκη''' ή η '''παστινάκα''', είναι ένα [[ριζώδες λαχανικό]] στενά συνδεδεμένο με το [[καρότο]] και το [[μαϊντανός|μαϊντανό]]. Πρόκειται για ένα [[διετές φυτό]] που συνήθως καλλιεργείται ως [[ετήσιο φυτό]]. Η μακρά κονδυλώδης [[Ρίζα (βοτανική)|ρίζα]] του έχει το κρεμ χρώμα του δέρματος και της σάρκας και μπορεί να παραμείνει στο έδαφος όταν ωριμάσει, καθόσον γίνεται γλυκύτερη στη γεύση, μετά από τους παγετούς του χειμώνα. Στην πρώτη καλλιεργητική του περίοδο, το φυτό έχει μια [[ροζέτα (βοτανική)|ροζέτα]] από [[πτεροειδή]] μισο-πράσινα φύλλα. Αν δεν θεριστεί, παράγει την ταξιανθία του, που ολοκληρώνεται στη δεύτερη καλλιεργητική του περίοδο, με ένα [[σκιάδιο]] από μικρά κίτρινα λουλούδια. Αυτή τη φορά όμως, ο [[βλαστός]] του είναι ξυλώδης και ο [[κονδύλος]] μη βρώσιμος. Οι σπόροι του έχουν χρώμα χλωμό καφέ και είναι επίπεδοι και φτερωτοί.
 
Η παστινάκη, είναι ιθαγενής στην [[Ευρασία]]. Έχει χρησιμοποιηθεί ως [[λαχανικό]] από την αρχαιότητα και καλλιεργήθηκε από τους [[Αρχαία Ρώμη|Ρωμαίους]], αν και υπάρχει κάποια σύγχυση στη βιβλιογραφία της εποχής, μεταξύ της και του καρότου. Χρησιμοποιήθηκε ως γλυκαντικό πριν από την άφιξη του [[ζαχαροκάλαμο]]υ στην [[Ευρώπη]]. Το 19ο αιώνα εισήχθη στις [[Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής|Ηνωμένες Πολιτείες]].
Γραμμή 37:
 
==Ιστορία==
Όπως και τα καρότα, οι παστινάκες είναι ιθαγενείς στην [[Ευρασία]] και φαγώνονταν εκεί, από τους αρχαίους χρόνους. Οι ''Zohary'' και ''Hopf'' σημειώνουν, ότι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για την καλλιέργεια της παστινάκας "εξακολουθεί να είναι μάλλον περιορισμένη" και ότι οι Ελληνικές και Ρωμαϊκές φιλολογικές πηγές, αποτελούν σημαντική πηγή για την πρώιμη χρήση του.<ref name="Zohary 2000"/> Προειδοποιούν, ότι "υπάρχουν κάποιες δυσκολίες στη διάκριση μεταξύ της παστινάκας και του καρότου (που, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ήταν λευκό ή μοβ), στα κλασσικά γραπτά, αφού και τα δύο λαχανικά, φαίνεται να ονομάζονταν μερικές φορές ''pastinaca'', εντούτοις, το κάθε λαχανικό φαίνεται να βρίσκεται υπό καλλιέργεια, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους".<ref name="Zohary 2000"/> Η παστινάκη, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και ο Αυτοκράτορας [[Τιβέριος]]{{ασαφές|q=ποιος απ`όλους}} αποδεχόταν μέρος του [[φόρος υποτελείας|φόρου υποτελείας]] που καταβαλλόταν στη [[Ρώμη]] από τη [[Γερμανία]], με τη μορφή της παστινάκας. Στην [[Ευρώπη]], το λαχανικό χρησιμοποιήθηκε ως πηγή [[ζάχαρη]]ς πριν το [[ζαχαροκάλαμο]] και τα [[τεύτλο|τεύτλα]] γίνουν διαθέσιμα.<ref name=Montana>{{cite web |url=http://townesharvest.montana.edu/documents/Parsnips.pdf |title=The Parsnip |work=Towne's Harvest Garden |publisher=Montana State University |accessdate=2013-03-30}}</ref> Όπως η ''pastinache comuni'', η "κοινή" ''pastinaca'', φιγουράρει στον μακρύ κατάλογο των βρώσιμων προϊόντων που απολάμβαναν οι Μιλανέζοι, δίνεται από τον ''Bonvesin de la Riva'', στα «Θαύματα του Μιλάνου» (το 1288).<ref>Noted by John Dickie, ''Delizia! The Epic History of Italians and Their Food'' (New York, 2008), p. 38 (where they are identified as parsnips).</ref> Αυτό το φυτό εισήχθη στην [[Βόρεια Αμερική]] ταυτόχρονα από τους Γάλλους αποίκους στον [[Καναδάς|Καναδά]] και τους Βρετανούς στις [[Δεκατρείς Αποικίες]] για χρήση του ως ριζώδες λαχανικό, αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα, αντικαταστάθηκε ως η κύρια πηγή αμύλου, από την [[πατάτα]] και κατά συνέπεια, καλλιεργήθηκε σε μικρότερη κλίμακα.<ref>{{cite journal |author = McNeill, William H |year = 1999 |title = How the Potato Changed the World's History |journal = Social Research |volume = 66 |issue = 1|pages = 67–83 |jstor =40971302 }}</ref><ref>Cain ''et al'', p. 224</ref>
 
Το 1859, μια νέα ποικιλία που ονομάζετο ''"Student"'' (ελλην. "Φοιτητής"), δημιουργήθηκε από τον ''James Buckman'' στο ''Royal Agricultural College'' της [[Αγγλία]]ς. Ο οποίος πίσω-επικονίασε ''(back-crossed)'' καλλιεργούμενα φυτά με άγρια ​​αποθέματα, στοχεύοντας στο να καταδείξει πώς τα ενδημικά φυτά θα μπορούσαν να βελτιωθούν με την επιλεκτική αναπαραγωγή. Αυτό το πείραμα ήταν τόσο επιτυχημένο, που το ''"Student"'', έγινε η κύρια καλλιεργούμενη ποικιλία στα τέλη του 19ου αιώνα.<ref name="Stocks 2009"/>
Γραμμή 168:
|-
|}
Μια τυπική παστινάκη 100 g, περιέχει 75 [[θερμίδα|θερμίδες]] (230 kJ) ενέργειας. Οι περισσότερες ποικιλίες παστινάκη αποτελούνται περίπου από: 80% [[νερό]], 5% [[ζάχαρη]], 1% [[πρωτεΐνη]], 0,3% [[Λίπος (χημεία)|λίπος]] και 5% διαιτητικές ίνες. Η παστινάκη είναι πλούσια σε βιταμίνες και ανόργανα συστατικά και είναι ιδιαίτερα πλούσια σε [[κάλιο]] με 375 mg ανά 100 g.<ref name="USDA"/> Πολλές από τις βιταμίνες της ομάδας Β είναι παρούσες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της βιταμίνης C χάνεται στο μαγείρεμα. Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις βιταμίνες και τα μέταλλα βρίσκονται κοντά στον φλοιό του, πολλές θα χαθούν, εκτός και αν αφαιρεθεί λεπτή φλούδα από τη ρίζα ή ψηθεί στο σύνολό της (αξεφλούδιστη). Κατά τη διάρκεια του παγωμένου καιρού, μέρος του αμύλου του, μετατρέπεται σε ζάχαρη και η ρίζα έχει πιο γλυκιά γεύση.<ref>{{cite web |url=http://www.selfsufficientish.com/parsnip.htm |title=Parsnips ''Pastinaca sativa'' |author=Hamilton, Dave; Hamilton, Andy |work=Selfsufficientish |accessdate=2013-04-02}}</ref>
 
Η κατανάλωση των παστινάκων, έχει δυνητικά οφέλη για την υγεία. Περιέχουν [[αντι-οξειδωτικό|αντι-οξειδωτικά]], όπως ''falcarinol'', ''falcarindiol'', ''panaxydiol'' και ''methyl-falcarindiol'' οι οποίες έχουν αντικαρκινικές, αντι-φλεγμονώδεις και αντι-μυκητιακές ιδιότητες. Οι [[διαιτητική ίνα|διαιτητικές ίνες]] στις παστινάκες είναι εν μέρει του διαλυτού και εν μέρει του αδιάλυτου τύπου και αποτελούνται από [[κυτταρίνη]], [[ημικυτταρίνη]] και [[λιγνίνη]]. Η υψηλή περιεκτικότητα σε [[φυτική ίνα|φυτικές ίνες]], των παστινάκων, μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της [[δυσκοιλιότητα]]ς και τη μείωση των επίπεδων της [[χοληστερόλη]]ς στο [[αίμα]].<ref>{{cite journal |author=Siddiqui, I. R. |year=1989 |title=Studies on vegetables: fiber content and chemical composition of ethanol-insoluble and -soluble residues |journal=Journal of Agricultural and Food Chemistry |volume=37 |issue=3 |pages=647–650 |doi=10.1021/jf00087a015 }}</ref>