Σταμνά Αιτωλοακαρνανίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Έγινε επικαιροποίηση και εμπλουτισμός των στοιχείων για την πληρέστερη παρουσίαση της Σταμνάς, από τον Κων/νο Τσόλκα του Αντωνίου.
Αναίρεση έκδοσης 5443365 από τον 94.64.234.107 (Συζήτηση)
Ετικέτα: μεγάλη αφαίρεση
Γραμμή 1:
= '''Σταμνά Αιτωλίας''' =
 
= '''Ιστορική αναδρομή ανά τους αιώνες''' =
 
= =
'''Α.  Μικρό οδοιπορικό στη σημερινή Σταμνά'''
 
Η Σταμνά είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση (40.000
στρέμματα) και πληθυσμό (900 περίπου κάτοικοι) χωριά του δήμου Ι.Π.
Μεσολογγίου, στον οποίο ανήκει με το σχέδιο «Καλλικράτης» ως Τοπική Κοινότητα
Σταμνάς της Δημοτικής Ενότητας Αιτωλικού από το 2010. Αποτελείται από το κυρίως
χωριό - το οποίο βρίσκεται χτισμένο πάνω σε μακρόστενο λόφο με υψόμετρο 160 μ.
σε απόσταση 14 χλμ. από το Αιτωλικό και 25 χλμ. από το κέντρο του Μεσολογγίου-
καθώς επίσης και από τους οικισμούς Σταθμός Σταμνάς, Κεφαλόβρυσο Σταμνάς και
Λουτρά Σταμνάς.
 
Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την
κτηνοτροφία, με κυρίαρχο αγροτικό προϊόν την ελιά και κατά δεύτερο λόγο τα
σιτηρά, το καλαμπόκι, το τριφύλλι και τα κηπευτικά.
 
Παλαιό και όμορφο χωριό, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό αρκετά
παραδοσιακά στοιχεία, στα κτίσματα, στα έθιμα και στις συνήθειες των κατοίκων.
Η ιστορία της περιοχής φτάνει μέχρι τα μυκηναϊκά χρόνια, κι αυτό μαρτυρούν τα
πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα της ανασκαφής που βρίσκεται σε εξέλιξη στη θέση
Κεφαλόβρυσος Σταμνάς με αφορμή τη διάνοιξη και κατασκευή της Ιόνιας Οδού.
Εκτενής αναφορά για τη σημασία των ευρημάτων έγινε στο συνέδριο που διοργάνωσε
η  ΛΣΤ’ Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών
Αρχαιοτήτων και η Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Ελλάδος, στο Μεσολόγγι
(Δεκέμβριος 2013).
 
Στο χωριό ο
επισκέπτης θα φτάσει με το αυτοκίνητο του, εάν ερχόμενος από Αιτωλικό, στην
τελευταία στροφή πριν τη Κλεισούρα στρίψει αριστερά και διανύσει μια όμορφη και
γραφική διαδρομή 5 χιλιομέτρων για τα Λουτρά (Κεφαλόβρυσος) και αλλά 3 χιλ. για
το κυρίως χωριό, αφού διασχίσει τους ελαιώνες με τις αιωνόβιες ελιές.
 
Εάν έρθει από Αγρίνιο μέσω Αγγελοκάστρου, μετά τον κόμβο
στη γέφυρα της  νέας  Ιόνιας Οδού (παράκαμψη Αγρινίου) στη θέση «25», θα
ανέβει τη μικρή ανηφόρα και με θέα στην κοιλάδα του Αχελώου δυτικά και τη
λιμνοθάλασσα Αιτωλικού-Μεσολογγίου νοτιοανατολικά, θα μπει στο χωριό από τη
βόρεια είσοδο του.
 
Εκεί θα βρει το πανέμορφο αν και παραμελημένο  κτίσμα του Δημοτικού Σχολείου το οποίο λειτουργεί εκεί από το 1907, Αγροτικό Ιατρείο, φαρμακείο, πολλά καφενεία,
ταβέρνες και οπωροπαντοπωλεία.
 
Μπορεί να επισκεφθεί την πλούσια Δανειστική Βιβλιοθήκη
του χωριού (λειτουργεί Τετάρτη και Σάββατο και περιλαμβάνει περίπου 6.000
τόμους), να περπατήσει στα στενά δρομάκια και να θαυμάσει τα παλιά διώροφα
σπίτια με τις χαρακτηριστικές καμάρες και να ξεκουραστεί πίνοντας το καφεδάκι
του αγναντεύοντας τη μαγευτική θέα προς τον Αράκυνθο και την Αγι-Αγάθη, τη
λιμνοθάλασσα και το μυθικό ποταμό Αχελώο.
 
Να περιπλανηθεί στα όμορφα μονοπάτια που απλόχερα
προσφέρει η φύση και μέσα από περιποιημένα λιοστάσια, περπατώντας δίπλα στις
ράγες του τρένου, που έπαψε να σφυρίζει το 1969 (η γνωστή γραμμή οτομοτρίς
Κρυονέρι-Αγρίνιο), να καταλήξει στην παραλία του χωριού (λιμνοθάλασσα
Αιτωλικού), που αποτελεί για τους Σταμνιώτες αλλά και για τους κατοίκους
γειτονικών περιοχών, τόπο αναψυχής και ξεκούρασης, ιδανικό για βόλτα, καφέ ή
φαγητό, στις ταβέρνες που λειτουργούν όλο το χρόνο.
 
Ιδανικός επίσης τόπος αναψυχής και ανάτασης για τους
ντόπιους είναι το ξωκλήσι της Αγι-Αγάθης, σε υψόμετρο περίπου 500 μ. απέναντι
ακριβώς από το χωριό και σε απόσταση μόλις 4 χιλιόμετρα από την παραλία.
 
Το ξωκλήσι αυτό, σημείο αναφοράς για τους Σταμνιώτες,
χτίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από το μοναχό Πανάρετο Παλαμά, ο οποίος
νωρίτερα είχε αναμορφώσει τη γνωστή μονή της Αγίας Ελεούσας (και αυτή εντός των
ορίων του πάλαι ποτέ Δήμου Ωλενείας). Εκεί ο επισκέπτης θα πάρει τον καφέ του
και θα φάει στο μισθωμένο δημοτικό αναψυκτήριο που λειτουργεί όλο το χρόνο, θα
ξεδιψάσει στο δροσερό της πηγής κάτω από τα υπεραιονόβια πλατάνια, φυτεμένα απ’
τον ίδιο τον Πανάρετο Παλαμά γύρω στα 1880 και να απολαύσει τη μοναδικότητα του
τοπίου με θέα που φτάνει έως την κορυφή του όρους Αίνος της Κεφαλονιάς.
 
Στο χώρο αυτό, κάθε χρόνο 21 – 23 Αυγούστου, συντελείται
ένα από τα πιο γνήσια πανηγύρια της χώρας μας, το πιο σημαντικό της περιοχής
μετά απ’ αυτό του Αη Συμιού στο Μεσολόγγι. Στο πανηγύρι της Αγι-Αγάθης,
Αιτωλικιώτες και Σταμνιώτες, υπό τους ήχους του ζουρνά και της πίπιζας,
ανταμώνουν στα πλατάνια σε μια ιστορική αναπαράσταση των γεγονότων του 1824.
 
Λίγο ψηλότερα, από την κορυφή «Ψηλή Παναγία», παρότι το
υψόμετρο δεν είναι πολύ μεγάλο (604 μ.), μπορεί κανείς να θαυμάσει την υπέροχη
θέα σε όλη σχεδόν την επαρχία Μεσολογγίου, το όρος Παναιτωλικό, τα Ακαρνανικά
Όρη και τα Όρη Βάλτου.
 
Το χωριό συνδέεται καθημερινά με δρομολόγια του
υπεραστικού ΚΤΕΛ με Αγρίνιο, Αιτωλικό, Μεσολόγγι και Αθήνα.
 
Πλούσια η χλωρίδα με όλα τα είδη που συναντά κανείς στην Αιτωλική γη,
θαμνώδης κυρίως η βλάστηση, ενώ κυριαρχεί παντού η ελιά, ο σκίνος,το πουρνάρι
και το πεύκο.
 
Και η πανίδα δεν υστερεί, αφού καταφέρνουν και επιβιώνουν η αλεπού, το
κουνάβι, ο ασβός, ο σκαντζόχοιρος, ενώ παλιότερα μπορούσε κανείς να δει λαγούς,
βίδρες κ.λ.π.
 
Επίσης η περιοχή θεωρείται από τους καλύτερους κυνηγότοπους πουλιών στην
Ελλάδα και γι αυτό κατά την κυνηγετική περίοδο, κατακλύζεται από κυνηγούς με
ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον αριθμό των θηραμάτων και για τη φύση.
 
'''Β.  Η ΣΤΑΜΝΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ'''
 
Κατά την εκτέλεση των
εργασιών του νέου οδικού άξονα της Ιόνιας Οδού αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες σε
τρεις θέσεις, που εντοπίζονται σε μικρή απόσταση η μία από την άλλη, κοντά στον
σημερινό οικισμό Κεφαλόβρυσου Σταμνάς. Πρόκειται για ήδη γνωστή, σημαντική θέση
των Σκοτεινών Αιώνων με τεκμηριωμένη επίσης τη Μυκηναϊκή περίοδο, σε μικρή
απόσταση από τον Άγ. Ηλία, όπου έχουν ερευνηθεί πέντε μυκηναϊκοί τάφοι (σημ.
9). Τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως κατά την εκτέλεση του εν λόγω έργου
μαρτυρούν ακόμη παλαιότερη κατοίκηση της περιοχής ήδη από τη Μεσοελλαδική
περίοδο, αλλά και νέα στοιχεία για την κατοίκηση στην ύπαιθρο χώρα της Αιτωλίας
κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
 
Με την έναρξη των
εργασιών εντοπίστηκε τμήμα νεκροταφείου πρωτογεωμετρικών-γεωμετρικών χρόνων,
που εντάσσεται στο γνωστό εκτεταμένο νεκροταφείο της περιόδου, μεγάλο τμήμα του
οποίου έχει ερευνηθεί κατά το παρελθόν (σημ. 10). Το νέο τμήμα του αναπτύσσεται
σε έκταση 4,8 στρεμμάτων και μέχρι στιγμής έχουν ερευνηθεί 103 τάφοι σε βάθος
1,50-2,50 μ. από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους (εικ. 5). Αριθμητικά
υπερτερεί ο τύπος του πίθου και ακολουθεί ο κιβωτιόσχημος τάφος. Εξήντα έξι
ταφικά πιθάρια βρέθηκαν κατά χώραν, τοποθετημένα οριζόντια στο έδαφος, καλής
διατήρησης τα περισσότερα. Σχετικά μικρών διαστάσεων, ύψους 0,50-1,70 μ. και
διαμέτρου 0,35-1,28 μ., καταλήγουν σε οξυπύθμενο άκρο, ενώ τα μεγαλύτερα σε
μέγεθος κοσμούνται με οριζόντιους πλαστικούς δακτυλίους (εικ. 7). Το στόμιό
τους έφραζε μια ασβεστολιθική πλάκα, την οποία συχνά αντιστήριζαν μικρότεροι
αργόλιθοι ή σε κάποιες περιπτώσεις μεγαλύτερος λίθος με τη μορφή πώματος. Πάνω
τους υψωνόταν σωρός χώματος ενώ τη θέση τους όριζε μικρός λιθοσωρός εν είδει
«σήματος». Στον τύπο του κιβωτιόσχημου ανήκουν είκοσι τρεις τάφοι επιμελημένης
κατασκευής. Τα τοιχώματα των κιβωτίων τους αποτελούν μονές ασβεστολιθικές
πλάκες (σε μία μόνο περίπτωση το υλικό τους ήταν ψαμμιτόλιθος). Ως κάλυψη
έφεραν επίσης από μια ασβεστολιθική πλάκα, ενώ το δάπεδό τους διαμορφωνόταν από
μικρά βότσαλα. Οι τάφοι ήταν οργανωμένοι σε συστάδες, ανεξαρτήτως τύπου και
προσανατολισμού, και βρέθηκαν όλοι ασύλητοι. Περιείχαν ως επί το πλείστον από
μία ταφή, με τον νεκρό τοποθετημένο σε πλάγια συνεσταλμένη ή ύπτια συνεσταλμένη
στάση. Μόνο τρία πιθάρια περιείχαν και δευτερογενείς ταφές. Καύσεις δεν
διαπιστώθηκαν στους τάφους αυτούς, πρακτική ωστόσο γνωστή στο συγκεκριμένο
νεκροταφείο.
 
Τις ταφές συνόδευαν
πήλινα αγγεία και σφονδύλια, χρυσά, χάλκινα και σιδερένια είδη ένδυσης και
κόσμησης (περόνες, πόρπες, σφηκωτήρες, δαχτυλίδια, ψέλλια), χάλκινα και
σιδερένια όπλα (ξίφη, αιχμές δοράτων, μαχαίρια). Τα κτερίσματα των ταφικών
πίθων περιελάμβαναν κατά κύριο λόγο πήλινα αγγεία, ενώ τα περισσότερα κοσμήματα
και όπλα βρέθηκαν στους κιβωτιόσχημους τάφους, στοιχείο που πιθανόν αντανακλά
μια κοινωνική-οικονομική διαστρωμάτωση. Τα περισσότερα αντικείμενα είναι
εξαιρετικά καλής διατήρησης, κάτι που οφείλεται στη σύσταση του εδάφους της
περιοχής. Στα πήλινα αγγεία περιλαμβάνονται τα συνήθη σχήματα που απαντούν την
περίοδο αυτή στην περιοχή, οινοχόες, πρόχοι, αμφορίσκοι, κάνθαροι, κύπελλα,
ασκοί, φλασκιά κ.ά., με διακόσμηση που ακολουθεί τύπους ήδη γνωστούς τόσο από
το ίδιο νεκροταφείο όσο και από τα νεκροταφεία των γειτονικών περιοχών
Παλαιομάνινας (σημ. 12), Πλευρώνας (σημ. 13) και Καλυδώνας (σημ. 14) και εντάσσονται
στη «Δυτική Κοινή».
 
Σε μικρή απόσταση
προς νότια αποκαλύφθηκαν δύο αψιδωτά κτίρια διαστάσεων, με προσανατολισμό Β-Ν
και βρίσκονταν στον ίδιο άξονα. Οι τοίχοι τους, πάχους 0,50-0,65 μ. ήταν
κατασκευασμένοι από ποταμίσιες κροκάλες, ενώ σώζονταν σε ύψος μόλις 0,20-0,40
μ. Η κεραμική από το εσωτερικό τους χρονολογείται στη Μεσοελλαδική περίοδο
(σημ. 16).
 
Τέλος, περί τα 500 μ. ανατολικότερα (Χ.Θ. 26+930)
ερευνήθηκε αγροτικό συγκρότημα ελληνιστικών χρόνων. Το κτίριο, διαστ.
12,00×11,50 μ., βρισκόταν σε βάθος 1 μ. από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους
και περιελάμβανε τέσσερις τουλάχιστον χώρους. Οι τοίχοι, που διατηρούνταν στο
επίπεδο θεμελίωσης, ήταν χτισμένοι από αργόλιθους της περιοχής. Σε έναν από
τους χώρους (Α) αποκαλύφθηκε δεξαμενή διαστ. 1,20×1,05 μ., και σε όμορο χώρο
τμήμα βοτσαλωτού δαπέδου. Ο χώρος Γ ήταν αποθηκευτικός, καθώς σε αυτόν βρέθηκαν
in situ δύο πίθοι κάθετα τοποθετημένοι στο χώμα. Στα κινητά ευρήματα
περιλαμβάνονται ο τυπικός εξοπλισμός μιας αγροικίας, πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης
και αποθήκευσης, πήλινα υφαντικά βάρη, λίθινα τριβεία, σιδερένια καρφιά και
μολύβδινοι σύνδεσμοι, καθώς και λιγοστά κοσμήματα των ενοίκων της, ενώ βρέθηκαν
και θαλάσσια όστρεα, που πιθανόν σχετίζονται με τη λειτουργία της δεξαμενής.
Στο χώρο γύρω από το κτίριο ερευνήθηκαν τμήματα δύο αποχετευτικών αγωγών, καθώς
και στοιχεία που υποδηλώνουν την ύπαρξη και άλλων πρόχειρων βοηθητικών
κατασκευών.
 
Τα νέα αυτά δεδομένα προστίθενται στο ήδη πλούσιο
αρχαιολογικό υπόβαθρο της περιοχής του μυχού του Αιτωλικού κόλπου.
 
Δρ. Ολυμπία Βικάτου
 
Αρχαιολόγος Προϊσταμένη της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών
Αρχαιοτήτων
 
''πηγή:
archaiologia.gr''
 
Η
γη της Σταμνάς λοιπόν κρύβει μέσα στα σπλάχνα της μοναδικούς αρχαιολογικούς
θησαυρούς που μόνο μια συστηματική ανασκαφική έρευνα μπορεί να φέρει στο φως.
 
Δυστυχώς μέχρι σήμερα ο τόπος της Σταμνάς δεν
έτυχε οργανωμένης ανασκαφής. Εν τούτοις από τις περιγραφές των ξένων περιηγητών
κυρίως του Pouqueville και του Woodhouse καθώς και από
τη διενέργεια κάποιων σωστικών ανασκαφών καταδεικνύεται η αρχαιολογική και
ιστορική σημασία της περιοχής που παρουσιάζει συνεχή εγκατάσταση από τους
προϊστορικούς χρόνους ως την ύστερη αρχαιότητα με αδειάλειπτη συνέχεια στο
μεσαίωνα και τη Τουρκοκρατία ως τη σύγχρονη εποχή.
 
Κατάσπαρτος είναι ο χώρος του χωριού από
τάφους. Ήρθαν στο φως σημαντικές ταφές των πρωτογεωμετρικών ή γεωμετρικών
χρόνων (10<sup>ος</sup> αι. π.Χ.) που έδωσαν πλούσια κτερίσματα, πήλινα
διάφορα, χάλκινα και μικροαντικείμενα. Σε μεγάλη συχνότητα απαντούν ταφές σε
πίθους, σε κάποιες μάλιστα από τις οποίες παρατηρείται κανονικός εγχυτρισμός.
 
Στη θέση δε Ψηλή Παναγιά διακρίνονται
προϊστορικοί τάφοι. Έχουν εντοπιστεί θήκες σε μέγεθος ακόμη και δωματίων.
Πλήθος ακόμη τάφων έχουν επισημανθεί στην ευρύτερη περιοχή, ενώ εκατοντάδες
έχουν συληθεί από αρχαιοκάπηλους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και κάποιοι
τύμβοι που στους ντόπιους είναι γνωστοί ως «τούμπα Μαδούρα» και «τούμπα
Τσικρίκα».
 
Πέραν
αυτών, σημαντικό λιμάνι των Μυκηναϊκών χρόνων έχει εντοπιστεί κοντά στο ναό των
Αγίων Ταξιαρχών. Η ύπαρξη του καταδεικνύεται από τα όστρακα που κατά καιρούς
περισυνελέγοντο από τους γύρω αγρούς αλλά και από τα κλυζόμενα από τη θάλασσα,
σύμφωνα με πληροφορίες αυτόπτων ερειπίων, μώλου ή νεόσοικων.
 
Το λιμάνι είχε σημαντικές εμπορικές σχέσεις
ακόμη και με την Αίγυπτο, όπως καταφαίνεται από τα ευρήματα των προϊστορικών
τάφων (κυρίως της εύρεσης Δέλτου επί σκαραβαίου του Φαραώ Αμένοφιου Γ’) κοντά
στον Άγιο Ηλία που ανέσκαψε ο Ευθύμιος Μαστροκώστας τη δεκαετία του ’60. Το
λιμάνι εξυπηρετούνταν προφανώς από κάποιον δίαυλο που θα διέσχιζε τη
λιμνοθάλασσα από το νότιο άκρο της στο Πατραϊκό ως το Βορειότερο άκρο της όπου
και η μυκηναϊκή θέση.
 
Ορισμένοι μάλιστα ερευνητές κάνουν λόγο και
για την ύπαρξη δευτέρου λιμανιού στη θέση Αμπελάκια προς τον Αχελώο.
 
Μέγιστο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα
λείψανα αρχαίου τείχους που διακρίνονται στη κορυφή ενός λόφου στη θέση Ψηλή
Παναγιά που έλαβε το όνομα της από την ύπαρξη εκεί ομώνυμου ερειπωμένου ναΐσκου.
 
Τα τείχη περικλείουν μεγάλη έκταση κατερχόμενα
προς Βορρά μέχρι τους πρόποδες του όρους παρά τη λίμνη Λυσιμαχεία, ενώ νότια
φθάνουν μέχρι τη λιμνοθάλασσα του χωριού. Η ταύτιση των τειχών αυτών με κάποιο
από τα πολίσματα που μας είναι γνωστά από φιλολογικές ή άλλες μαρτυρίες,
αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα της αρχαίας Αιτωλικής τοπογραφίας
στο οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί ικανοποιητική απάντηση, που μόνο οι
ανασκαφικές έρευνες μπορούν να δώσουν.
 
Ο Θωμάς Μποκόρος ανιχνεύοντας τη πόλη του
Οδυσσέα, έχοντας ως πολύτιμο οδηγό τα ομηρικά έπη εντυπωσιάστηκε από την έκταση
των τειχών και την περίοπτη θέση τους, ώστε να τα ταυτίζει με τη πόλη Σχερία,
της χώρας των Φαιάκων.
 
Η παράδοση του χωριού μας κάνει λόγο για την
πόλη Ώλενο. Πρώτη μνεία της βρίσκουμε στον Όμηρο όπου αναφέρεται ως μια από τις
πέντε πόλεις (Καλυδώνα, Πλευρώνα, Χαλκίδα, Ώλενος και Πυλήνη) που συμμετείχαν
με σαράντα πλοία στην Τρωική Εκστρατεία και αρχηγό τον Θόα, γιο του Ανδραίμονα.
 
Την πόλη μνημονεύει και ο γεωγράφος Στράβων «την
μέν Ώλενον…. Αιολείς κατάσκαψαν, πλησίον ούσαν της νεωτέρας Πλευρώνας, τής δε
χώρας ημφισβήτον Ακαρνάνες» και σε άλλο χωρίο του «της δε μεσογαίας… κατά την
Αιτωλίαν ην Ώλενος… ίχνη δ’ αυτής λείπεται μόνον εγγύς της Πλευρώνος υπό τω
Αρακύνθω». Από τις μαρτυρίες αυτές του Στράβωνα συνάγεται ότι η Ώλενος
βρίσκονταν κοντά στη Νέα Πλευρώνα και διεκδικούνταν μάλιστα από τους Ακαρνάνες.
Ακόμη ότι τη πόλη κατέστρεψαν ολοσχερώς οι Αιολείς.
 
Οι συγκεχυμένες αυτές πληροφορίες δημιούργησαν
χάος στους νεώτερους τοπογράφους. Χαρακτηριστικά κάποιοι υποστήριξαν ότι η πόλη
βρισκόταν βόρεια του Μεσολογγίου, πολύ κοντά στο Αιτωλικό στη θέση Ζαμπαράκι. Ο
Leake αδυνατώντας να
πιστέψει ότι η Ώλενος βρισκόταν τόσο κοντά σε μια άλλη ισχυρή πόλη την
Πλευρώνα, τη τοποθετεί κοντά στο χωριό Γαβαλού, στη θέση όπου αργότερα χτίστηκε
το Τριχώνιον.
 
Ο Κων/νος Στεργιόπουλος κάνοντας λόγο για τα
σωζόμενα λείψανα στο λόφο Ψηλή Παναγιά τα αποδίδει μεν στην Ώλενο εικάζοντας δε
ότι με την κάθοδο των νέων φύλων ο συνοικισμός μετονομάστηκε σε Υρία και
αργότερα σε Λυσιμάχεια. Ο Woodhouse κάνοντας κριτική στις προταθείσες γνώμες και
αναλύοντας τα παραδιδόμενα από τους αρχαίους συγγραφείς Όμηρο, Στράβωνα και
Ελλάνικο διατυπώνει μια διαφορετική εκδοχή με αρκετές αξιώσεις.
 
Αναφέρεται σε κάποιο ολίσθημα του γεωγράφου
Στράβωνα ο οποίος βλέποντας προφανώς τα ερείπια στους λόφους Γυφτόκαοτρο ή
Πετροβούνι όπου βρισκόταν η Παλαιά Πλευρώνα στην Ομηρική Ώλενο.
 
Στη θέση όμως αυτή δε κείτονταν η ομηρική πόλη
αλλά πιθανότατα μετά την καταστροφή της Παλαιάς Πλευρώνας το 234 π.Χ. κατά τη
διάρκεια του λεγόμενου Δημητριακού πολέμου, οι Αιτωλοί επανασύστησαν τη πόλη με
την ονομασία Ώλενος, για λόγους εθνικής υπερηφάνειας.
 
Η ομηρική δε πόλη κατά τον Woodhouse βρισκόταν στη
θέση όπου αργότερα χτίστηκε η Ιθωρία, στο λόφο του Αγίου Ηλία.
 
Εικάζει
ο περιηγητής ότι μετά την καταστροφή της από τους Αιολείς η Ώλενος ξαναχτίστηκε
με το νέο όνομα Ιθωρία.
 
Σ” αυτή τη ταύτιση συνηγορούν και τα αρχαία
λείψανα που σώζονται στο λόφο του Αη-Λιά, καθώς ένα τμήμα του οχυρωματικού
περιβόλου είναι προϊστορικό. Έτσι εξηγείται και γιατί οι Ακαρνάνες προσπάθησαν
να αδράξουν την ευκαιρία που τους δόθηκε από την εισβολή των Αιολέων να
διαρπάξουν τη περιοχή της Ωλένου.
 
Ακόμη δικαιολογείται κι ο χαρακτηρισμός του
Στράβωνα «μεσογαία». Με την άποψη του Woodhause συντάχθηκαν πολλοί νεότεροι ερευνητές
ανάμεσα τους και η Σ. Κ. Αλεξανδροπούλου.
 
Μια σειρά από φυλακτήριους πύργους όπως
αναφέρει ο ιστορικός Πολύβιος συνδεόταν με την αρχαία πόλη Ιθωρία. Όλους τους
κατέστρεψε ο Φίλιππος Ε’, όπως και τη πόλη, το 219π.Χ.
 
Ο βορειότερος απ” αυτούς βρίσκεται στη
περιφέρεια του χωριού μας γνωστός ως «Ελληνικά». Απέχει περίπου 300μ. από την
όχθη του Αχελώου και 800μ. προς τα ανατολικά από τα ναύδρια «Δυο Εκκλησιές».
Πρόκειται για ένα τετράγωνο κτίσμα χτισμένο με ασβεστόλιθους κατά το ισόδομο
τραπεζιόσχημο σύστημα.  
 
'''Γ.  ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΜΝΑΣ'''
 
'''''O «Πύργος» των Ελληνικών Σταμνάς.'''''
 
Στη θέση «Ελληνικά» της
κοινότητας Σταμνάς ΒΔ του χωριού 3 Κm από αυτό, αριστερά από τον κατηφορικό δρόμο που
οδηγεί στον κάμπο «Τουρκιάδες», 300 μ από τον Αχελώο ποταμό στην αριστερή του
όχθη, στη κορυφή χαμηλού λόφου υψόμετρου 30μ που δεσπόζει στην περιοχή,
ιδιοκτησίας Αφών  Παπουτσή, κρύβονται
μέσα σε πουρνάρια, θάμνους και αγριελιές, τα ερείπια ενός αρχαίου πύργου.
 
Το μνημείο καλυμμένο σχεδόν εσωτερικά και εξωτερικά από την συσσώρευση
χωμάτων και λίθων μέσα σε πυκνή άγρια βλάστηση, παραμένει ως σήμερα άγνωστο
στους χωριανούς μας που το θεώρησαν ως σωρό ερειπίων ανάξιο λόγου.
 
Ο πύργος δεν έπαθε μετατροπές ή παρεμβάσεις διατήρησε την αρχική του μορφή
και μετά την καταστροφή του λησμονήθηκε.
 
Αρχιτεκτονικά στη κάτοψη σχηματίζεται τετράγωνο (διαστάσεων 7μ Χ 7μ).
 
Το σχήμα τοιχοδομίας και ο τρόπος σύνδεσης 
είναι το λεγόμενο ισόδομον τραπεζιόσχημον σύστημα από ελαφρά
επεξεργασμένους εγχώρηγους ασβεστόλιθους με κατακόρυφες διακοσμητικές βελονιές
σκαλισμένες από την σμίλη του λιθοξόου, τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις
(δόμοι).
 
Σώζονται δύο (2) δόμοι (υψ. του 2<sup>ου</sup> δόμου 0,66μ), αντί των
τριών, τους οποίους αναφέρει ο άγγλος αρχαιολόγος William J.Woodhouse που περιηγήθηκε στην Αιτωλία την διετία 1892-93
και τον περιγράφει σε βιβλίο του.
 
Η τοιχοποιία κυμαίνεται σε πλάτος
από 0,60-0,80μ. Το λάξευμα των λίθων όσο και η εφαρμογή των αρμών φαίνονται
επιμελημένα από έμπειρο τεχνίτη.
 
Το εσωτερικό του πύργου έχει εμβαδόν 36m2, εκεί υπάρχουν πολλοί ισόδομοι λίθοι γκρεμισμένοι
καθώς και γύρω- γύρω από αυτόν.
 
Ο πύργος έχει μόνο μία είσοδος στη νότια πλευρά του πλάτους 1,20μ. Η
ανισοϋψής έξαρση του εδάφους δημιουργεί ένα πλάτωμα, όπου βρίσκεται ο πύργος
και πέριξ αυτού ίσως χαμηλότερος τοίχος- προτείχισμα, κατασκευασμένος από
λογάδους λίθους, δηλ. τυχαίους χωρίς ορισμένο σχήμα και καμίας επεξεργασίας
στην ορατή επιφάνειά τους και στους αρμούς τους.
 
Νότια του πύργου διακρίνονται ερείπια ενός άλλου οικοδομήματος, το οποίο
παρατήρησε και ο Woodhouse, αλλά τα ελάχιστα στοιχεία που σώθηκαν δεν μας
επιτρέπουν λεπτομερέστερη περιγραφή.
 
Η κατασκευή του πύργου χρονολογείται τον 3<sup>ο</sup> ή το πολύ τα τέλη
του 4<sup>ου</sup> αιώνα π.Χ., πιθανόν ελληνιστικής εποχής, κατά την οποία οι
Αιτωλοί κινδύνευσαν από τους Μακεδόνες.
 
Πριν κατά τον ιστορικό Θουκυδίδη (Βιβλ.Γ΄94),τον 5<sup>ο</sup> π.Χ. αιώνα
οι Αιτωλοί ήταν έθνος πολυάριθμο και πολεμικό που κατοικούσαν σε μικρές
«κώμαι», που και ατείχιστες ήταν και απείχαν και μακριά μεταξύ τους.
 
Όμως η επιδρομή των  Γαλατών (301-289
π.Χ), έκαμε τους Αιτωλούς να αναγάγουν την οχύρωση της χώρας τους σε τέλειο
σύστημα άμυνας, αφού προηγουμένως είχαν ιδρύσει την «Αιτωλική Συμπολιτεία» ή
«Κοινόν των Αιτωλών» (334 π.Χ).
 
Η καταστροφή του τοποθετείται
χρονικά το καλοκαίρι του 219 π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε΄
κατά τον Συμμαχικό πόλεμο (220-217 π.Χ), κατέστρεψε εντελώς την πόλη της
Ιθωρίας (σημερινός Άγιος Ηλίας) και κατεδάφισε τους φυλακτήριους πύργους σε
θέσεις κατά μήκος της αριστερής όχθης του Αχελώου, σύμφωνα με τον ιστορικό
Πολύβιο, που μονάχα αυτός μας βοηθάει στην αναγνώριση του πύργου με τη φράση
του : «παραπλησίως δε και τους λοιπούς πύργους τους κατά την χώραν επέταξε τοις
προνομεύουσι καταφέρειν» [Ιστορίαι βιβλ.Δ΄64,9], όμοια δηλαδή φέρθηκε και ως
προς τους λοιπούς πύργους της περιοχής, που διέταξε να λαφυραγωγηθούν και να
καταστραφούν, που ο βορειότερος από αυτούς είναι ο εν λόγω αναφερόμενος.
 
Ίδιας τεχνικής και μεγέθους πύργοι, ισοπεδωμένοι και αυτοί, πάνω σχεδόν
στην ευθεία, στους πρόποδες λοφοσειρών 
δίπλα στον Αχελώο κατά μήκος της ανατολικής του όχθης υπάρχουν: στα
«Ελληνικά», στον «Αϊ-Γιάννη»,στη «Λάκκα του Μόσχου», στα «Παλιοελληνικά», στις
θέσεις «΄Άγιος Αθανάσιος», «Ρουπακιά», και «Καμίνι» όλοι της κοινότητας
Γουριάς.
 
Όλοι οι πύργοι και ο δικός μας υποστήριζαν τον στρατιωτικό δρόμο Κωνώπης-
Ιθωρίας- Παιανίου- Οινιαδών, δρόμο που ακολούθησε κατά την επιδρομή του ο
Φίλιππος ο Ε΄, και προστάτευαν τις πόλεις και τους οικισμούς,  κάτι σαν τα σημερινά φυλάκια με στρατηγική
σπουδαιότητα, όπου με μικρή φρουρά 5-10 ανδρών 
θα επόπτευαν την ύπαιθρο- μεσόγειο χώρα κατά μήκος και παράλληλα των
οχθών του Αχελώου, θα έλεγχαν την διάβαση προς την Ακαρνανία, θα επιβράδυναν
προσωρινά τυχόν προσπελάσεις και την είσοδο στη Νότια Αιτωλία στους
επιτιθέμενους Ακαρνάνες και θα ήταν ασφαλείς βραχυπρόθεσμα μέσα σε αυτόν σε
αιφνίδιες ολιγομελείς επιθέσεις- εχθροπραξίες από την πλευρά της Ακαρνανίας.
 
Ο Woodhouse θέλει τους πύργους αυτούς όχι οχυρά, με την έννοια φυσικά της αρχαίας
πολεμικής τέχνης, αλλά μάλλον  πρόχειρα
καταφύγια-οχυρά, όπου κατέφευγαν οι εργαζόμενοι 
κάτοικοι της πεδιάδας σε περίπτωση αιφνιδιαστικής εισβολής από μέρους
του ποταμού και της πέραν αυτού εχθρικής Ακαρνανίας.
 
Το τείχος που τους περιέβαλλε ήταν χαμηλό χωρίς πόρτες και οι άνθρωποι
έμπαιναν σε αυτόν πηδώντας από πάνω.
 
Επίσης ενδέχεται να χρησιμοποιούνταν ως πύργος φρυκτωρικός (σταθμός
αναμετάδοσης φωτιστικών μηνυμάτων με την μέθοδο της φωτιάς) στην πόλη της
Ιθωρίας, όπου ανήκαν και είχαν ανοιχτή θέα επικοινωνίας προς αυτή.
 
Ο Woodhouse υποθέτει ότι η Ιθωρία κτίσθηκε πάνω στην ομηρική πόλη της Ωλένου Πολλοί
ογκόλιθοι του πύργου και του τειχίσματος, χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα για την
κατασκευή  συνόρων- μανδρών από τους
περίοικους αγρότες.
 
Μια μελλοντική ανασκαφή θα φέρει το μνημείο στο φως καθώς και κάποια
μικροευρήματα στρατιωτικού χαρακτήρα. Χρειάζεται να γίνει αποψίλωση του χώρου,
συστηματική ανασκαφή, συντήρηση και αναστήλωση, επισήμανση και οριοθέτηση με
περίφραξη, στέγαση, ενημερωτική σήμανση (πινακίδες) καθ΄ οδόν και στο ίδιο το
μνημείο και διάνοιξη δρόμου για την ευκολότερη πρόσβαση προς αυτόν που αξίζει
όλοι μας να τον επισκεφτούμε και να τον προβάλλουμε.
 
''ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
(για τον  «Πύργο» των Ελληνικών
Σταμνάς)''
 
1) Κατωπόδης  Γερ. Αρχαία Ακαρνανία, Αγρίνιο 1987,σελ
42-43.
 
2) Κατωπόδης Γερ. Αιτωλική  Συμπολιτεία, Β΄ έκδοση, Ά τόμος. Αγρίνιο
1990,σελ 270-271.
 
3) Κώνστας Κων. Άπαντα, επιμ. Θ.
Πολίτη, Τόμος  9<sup>ος</sup> .Αθήνα
1990, εκδ.Διογένης, σελ 91-97, (άρθρα: Ο Πύργος στον Αη- Γιάννη Γουριάς και
Κάστρα της Αιτωλοακαρνανίας, έτος δημοσίευσης 1969).
 
4) Μαστροκώστας Ευθ., Αρχαιότητες
και μνημεία Αιτωλίας και Ακαρνανίας- Χρονικά, Αρχαιολογικό  Δελτίο, τόμος 19<sup>ος</sup> , Αθήνα 1964,
σελ.300.
 
5) Μαστροκώστας Ευθ. 25 Ανασκαφή
Αγίου Ηλία Μεσολογγίου- Ιθωρίας, Πρακτικά 
της Αρχαιολογικής Εταιρείας έτους 1963, Αθήνα 1966, σελ.212,217.
 
6) Στεργιόπουλος Κων,  Η αρχαία Αιτωλία,  Αθήνα 1939, σελ.146.
 
7) Χαβέλλας Θεόδ, Ιστορία των
Αιτωλών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1829, τόμος Α΄, Αθήνα 1883,σελ 129.
 
8) Woodhouse Wil. Aetolia, Its Geography, Topography and Antiquities.Oxford 1897,
σελ. 154.                            
                    
Επίσης σε ένα μικρό λοφίσκο σε μικρή απόσταση από τις
«Δυο Εκκλησιές» παρατηρούνται τα ερείπια μικρού τετράγωνου οχυρού αποτελούμενο
από μεγάλους λίθους τιθεμένων σύμφωνα με το ψευδοϊσοδομικό σύστημα. Λίγα βήματα
πιο πέρα διακρίνονται τα πενιχρά ίχνη ενός μικρού οικοδομήματος. Οι μικρές
διαστάσεις, το χαμηλό ύψος, η απουσία θυρών δε συνηγορεί για την ταύτιση τους
με οχυρά, που επιτελούσαν σημαντικούς στρατιωτικούς σκοπούς.
 
Πρόκειται για πύργους παρατηρητήρια που
κατόπτευαν τους πόρους του Αχελώου.
 
Χρησίμευαν ακόμη ως προσωρινά καταφύγια των
κατοίκων της περιοχής σε περίπτωση Ακαρνανικής εισβολής.
 
Σπουδαίος αρχαίος οικισμός της περιοχής και η
Φάνα, άνθισε στη θέση «Σιδερόπορτα». Η περιοχή συνίσταται από μια συστάδα
τεσσάρων χαμηλών και κυκλικών λόφων που προβάλλονται ανάμεσα στις πλαγιές του
Αρακύνθου και την ανατολική όχθη της λιμνοθάλασσας.
 
Η θέση είναι ιδιαίτερα στρατηγική καθώς
βρίσκεται πάνω στο δρόμο που από το Αγγελόκαστρο προχωρεί ανοικτά προς το
Αιτωλικό.
 
Επίσης κυριαρχεί του κατωτέρου άκρου της
Κλεισούρας που βρίσκεται ανατολικότερα. Δυστυχώς το αρχαίο τείχος έχει σχεδόν
εκριζωθεί.
 
Ο Woodhouse αναφέρει και μικρό τμήμα του τείχους
και μέρος ενός πύργου που ξέφυγαν της καταστροφής η οποία υπήρξε ολοσχερής κατά
τη διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής. Αν και οι τέσσερις λόφοι περιβαλλόταν
με τείχη τότε η περιφέρεια της αρχαίας πόλης θα ήταν κάτι λιγότερο από ένα
μίλι. Ο Bazin αναφέρει ότι σε
κανονικά διαστήματα εκατόν είκοσι ποδιών παρεμβαλλόταν ημικυκλικοί πύργοι.
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο που δεν απαντάται σε άλλη
Αιτωλική πόλη. Η τοιχοδομία ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη ψευδοϊσόδομη.
 
Τη πόλη και τη πολιορκία της από τους Αχαιούς
μνημονεύει ο Παυσανίας όταν κάνει λόγο για τους Δελφούς. Στο ιερό του Δελφικού
Απόλλωνα οι Αχαιοί αφιέρωσαν άγαλμα της θεάς Αθηνάς ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για
τη κατάληψη της Φάνας.
 
Είχαν καταφύγει μάλιστα στο Δελφικό μαντείο
για χρησμό κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης όταν είδαν ότι δεν έφερνε
κανένα αποτέλεσμα. Τελικά κατάλαβαν τη πόλη αχρηστεύοντας τη μοναδική πηγή
εφοδιασμού νερού.
 
Η πολιορκία και η κατάληψη της Φάνας πρέπει να
έλαβε χώρα μετά το 189 π.Χ. όταν η Ρώμη παραχώρησε στους Αχαιούς την Ηράκλεια
και την Πλευρώνα. Στη χρονολογία αυτή συνάδει και η μορφολογία των ερειπίων.
Από τη Φάνα επίσης προέρχονται θαυμάσια πρωτογεωμετρικά και γεωμετρικά πήλινα
ασκοειδή αγγεία, οινοχόες, αμφορείς καθώς και ένα χάλκινος τρίποδας του 9ου
π.Χ. που εκτίθεται στο μουσείο Αγρινίου.
 
Στην παραλία δε του χωριού διακρίνονται
επεξεργασμένοι λίθοι ενός αρχαίου οικοδομήματος καθώς και ένα υδραγωγείο
Ρωμαϊκών χρόνων.
 
Της εποχής αυτής (Ρωμαϊκής) μοναδικής αξίας
ευρήματα για την ιστορία της Αιτωλίας αποτελούν δύο μιλιάρια που προέρχονται
από τη θέση «Ρόγγια». Παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την Αιτωλική χώρα στα
χρόνια αυτά όπου κυριαρχεί η εικόνα μεγάλης ερήμωσης σε τέτοιο μάλιστα βαθμό
ώστε να έχει καταστεί πρόσφορη για ιπποτροφία όχι λιγότερο από τη Θεσσαλία όπως
αναφέρει ο Στράβωνας.
 
Το πρώτο μιλιάριο, κίονας από γκρίζο
λε-πτόκοκκο μάρμαρο βρέθηκε ακέραιο κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής ανασκαφικής
έρευνας που πραγματοποίησε το Σεπτέμβριο του 1983 η αρχαιολόγος Κορνηλία Αξιώτη
ύστερα από υπόδειξη του συγχωριανού μας Κωνσταντίνου Μπακατσέλου, στη κτήμα
του.
 
Στη δεκάστιχη λατινική επιγραφή που φέρει
αναφέρεται ο αυτοκράτορας Τραϊνός ως Optimus, επωνυμία που έλαβε το 114 μ.Χ. Από το
δεύτερο μιλιάριο το οποίο παρέδωσε ο ίδιος στην αρχαιολογική υπηρεσία τον
Απρίλιο του 1983, σώζεται το πάνω τμήμα του κίονα κατασκευασμένο από λευκό
χονδρόκοκκο μάρμαρο. Βρέθηκε σε απόσταση τριών μόλις μέτρων από το σημείο
εύρεσης του προηγούμενου. Φέρει επτάστιχη λατινική και στη συνέχεια ελληνική
επιγραφή στις οποίες αναγράφονται τα ονόματα των Αυγούστων Cams, Carinus και Numerianus και των
Καισάρων Κωνσταντίνου και Μαξιμιανού αντίστοιχα.
 
Τα μιλιάρια αυτά καθώς και ένα τρίτο που
προέρχεται από το Δρυμό της Βόνιτσας συμβάλλουν σημαντικά στο καθορισμό της
πορείας της via publica Romana (δημόσιας
ρωμαϊκής οδού) της Αιτωλίας και Ακαρνανίας που συνέδεε τη Νικόπολη με την
Πάτρα.
 
Η κατασκευή της οδού αυτής εντάσσεται στο
γενικό πρόγραμμα έργων οδοποιίας που εκτέλεσε ο Τραϊανός εν όψει της
εκστρατείας του εναντίων των Πάρθων στο τέλος της βασιλείας του.
 
Τέλος ενδιαφέρουσα είναι και η ζωή της
περιοχής του χωριού μας και κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας
για την οποία υπάρχουν περισσότερες μαρτυρίες και εκτενέστερη βιβλιογραφία.
 
''Βιβλιογραφία:''
 
I. Σ. Κ.
Αλεξανδροπούλου: Νότια Αιτωλία, το οδικό δίκτυο έως τα πρώτα μετεπαναοτατικά
χρόνια, Αθήνα 1993.
 
II. Αξιώτη Κορνηλία: Ρωμαϊκοί δρόμοι της Αι-τωλ/νίας, Α.Δ.
1980., τόμος 35.
 
III. Μ. Bazin Memoire sur Γ Etolia (A.M.S. r.l Serie 2me 1.2
1865.
 
IV. Leake N. Travels in Northern
Greece, Laidou 1835.
 
V. Ευθ. I. Μαστροκώστας: Ανασκαφή Αγίου Ηλία
Μεσολογγίου – Ιθωρίας, Α.Δ. 1963.
 
VI. Μποκώρου Θωμά: Αιτωλία – Ακαρνανία, μνημεία, ήρωες,
θρύλοι, Αγρίνο 1968-69.
 
VII. Παραδείσης Αλεξ. Φρούρια και Κάστρα της Ελλάδας, τόμος
2, Αθήνα 1983.
 
VΙΙΙ.Στεργιόπουλος Κων/νος: Η Αρχαία Αιτωλία, Αθήνα 1939.
 
IX. Woodhouse Ν. Aetolia, hs
georgraphy, topography and antiquites, Oxford
1897.
 
Χ. Χαβάλλας Θ. Ιστορία των Αιτωλών,
συνέχεια από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1829, τ. 1-3, Αθήνα 1883. 
 
'''ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ - ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΑ  - ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ   ΧΡΟΝΙΑ'''
 
Για
την περίοδο αυτή δεν έχουμε πάρα πολλές μαρτυρίες.  Όμως μας έχει κληρονομήσει   σημαντικά μνημεία που βρίσκονται  εντός των ορίων  του χωριού μας, αρκεί να ξέρει κανείς που
είναι, αφού η σήμανση είναι ανύπαρκτη και η πρόσβαση  σε μερικά από  αυτά πολύ δύσκολη.
 
'''Άγιοι Θεόδωροι – 9<sup>ος</sup> αι.'''
 
Ναός
σταυροειδούς σχήματος,  από τα πιο
σημαντικά και σπάνια μνημεία της περιοχής της Σταμνάς αλλά και ολόκληρου του
Νομού Αιτωλ/νίας. Το μνημείο κατέγραψε και αποτύπωσε ήδη από το 1977 ο
Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Αριστοτέλειου Παν/μίου Θεσ/νίκης  κ. Βασίλης Κατσαρός. Βρίσκεται στην περιοχή
Φαμελιάς, περίπου 2 χιλιόμετρα ΒΔ του χωριού.
 
'''Άγιος Γεώργιος – 13<sup>ος</sup> αι.'''
 
Βυζαντινός
ναός του 13<sup>ου</sup> αι. Σε
απόσταση 30΄ από την παραλία Σταµνάς στις νότιες υπώρειες του Αρακύνθου, στην
θέση Κάστρο Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται ο ηµιερειπωµένος ναός του Αγίου Γεωργίου.
 
Ο
εγκαταλελειµµένος και ασκεπής σήµερα ναός, ανήκει στον τύπο του µονόχωρου
δροµικού ναού, µε µεταγενέστερο νάρθηκα. Συµπεριλαµβανοµένου του νάρθηκα έχει
µήκος 10.50 µ., δίχως την αψίδα, και πλάτος 4.60 µ. Ο µεταγενέστερος
τετράπλευρος - ακανόνιστης χάραξης - νάρθηκας έχει µήκος 5.20 µ. και πλάτος
2.10 µ. έως2.30 µ.
 
Η
πρόσβαση γινόταν αρχικά µε θύρα στην δυτική πλευρά του κύριου ναού. Μετά την
πρόσθεση του νάρθηκα η επικοινωνία πραγµατοποιούταν µε τοξωτή είσοδο στην
βόρεια πλευρά της προσθήκης
 
Καλύτερα
διατηρούνται η ανατολική, η βόρεια και η δυτική πλευρά. Η νότια πλευρά έχει
καταπέσει εκτός από ένα τµήµα στην νοτιοανατολική γωνία.
 
Η ανατολική
πλευρά διατηρείται σχεδόν ως την κορυφή της αετωµατικής επίστεψης.
 
Η
τρίπλευρη αψίδα διατρυπάται από δίλοβο παράθυρο εγγεγραµµένο σε τοξωτό πλαίσιο
από πωρόλιθους εναλλάξ µε διπλούς πλίνθους. Στο τύµπανο πάνω από το παράθυρο
σώζονται πλίνθοι µε εγκοπές. Στο ύψος της ποδιάς του παραθύρου, η ανατολική
πλευρά περιθέεται από πωρολιθικό οριζόντιο λοξότµητο κοσµήτη. Στην επίστεψη του
αετώµατος διαµορφώνεται εξέχουσα ζώνη τοιχοδοµίας, µε διπλές πλίνθους στους
κάθετους αρµούς και ενδιάµεσα πλινθάρια.
 
Στην
βόρεια πλευρά σχηµατίζεται προεξοχή που αντιστοιχεί σε εσωτερικό τυφλό αψίδωµα.
Στην οικεία πλευρά του νάρθηκα διακρίνεται ο σταθµός της τοξωτής εξωτερικής
θύρας, µε την αρχή της γένεσης του ηµικυκλίου της σε ύψος 1.70 µ. 59
 
Στην
δυτική πλευρά του νάρθηκα διακρίνεται ίχνος παραθύρου. Ανάλογο παράθυρο
ανοιγόταν και στην νότια πλευρά του ναού.
 
Στο
εξωτερικό ανατολικό τµήµα της νότιας πλευράς, µετά την αρχική κατασκευή,
σχηµατίστηκε αρκοσόλιο. Πιθανώς εξήρε εξωτερικό ταφικό µνηµείο. Πάνω και
αριστερά από το αρκοσόλιο ανοιγόταν τοξωτό παράθυρο, από το οποίο διακρίνοταν
µόνο οι παρειές.
 
Στο
εσωτερικό στην ανατολική πλευρά σχηµατίζεται το Ιερό µε την ηµικυκλικής χάραξης
αψίδα που διατρυπάται από το δίλοβο παράθυρο. Βόρεια της αψίδας σχηµατίζεται
βαθιά τοξωτή κόγχη, ορθογωνικής κάτοψης, που ενέχει θέση Πρόθεσης. Μετά την
ερείπωση του ναού, στον χώρο αυτό σχηµατίστηκε µικρό χαµηλό δωµάτιο µε
µονόκλινη στέγη από το οικοδοµικό υλικό του ναού
 
Ο
κύριος ναός χωριζόταν µε κτιστό τέµπλο, όπως διαπιστώνεται από τα ίχνη
τηςπάκτωσής του στις µακρές πλευρές. Ο χώρος του κύριου ναού είναι αδιάρθρωτος,
εκτός της σχηµατιζόµενης εσοχής στον βόρειο τοίχο. O νάρθηκας είναι αδιάρθρωτος.
 
Όσο αφορά την µέθοδο δόµησης, στα
κατώτερα τµήµατα του ναού και του νάρθηκα
χρησιµοποιήθηκε αρχαίο δοµικό υλικό µε παρεµβολή απλών στρώσεων πλίνθων στους
οριζόντιους αρµούς. Στην βάση του νάρθηκα, στην δυτική πλευρά παρατηρείται η
χρήση αρχαίων δόµων, πιθανά από τις αρχαίες οχυρώσεις του χώρου, µε επάλληλους
πλίνθους στην πλήρωση των κάθετων αρµών. Πάνω από αυτή την υποδοµή
χρησιµοποιείται κυρίως το αυστηρό πλινθοπερίβλητο σύστηµα µε καλολαξευµένους
τετραγωνισµένους λίθους. Στους οριζόντιους αρµούς παρεµβάλλονται µονές σειρές
πλίνθων. Μονοί ή πιο σπάνια διπλοί πλίνθοι παρατίθενται στους κάθετους αρµούς ή
ακόµη και επάλληλα πλινθία
 
Στα
τόξα του παραθύρου της αψίδας, το εσωτερικό αρκοσόλιο και τα υπερυψωµένα
αετώµατα παρατηρείται το σύστηµατης µεικτό δόµησης µε ενάλληλους πωρολιθικούς
λαξευµένους δόµους και διπλούςπλίνθους.
 
Ο
κεραµοπλαστικός διάκοσµος παρατηρείται κυρίως στην ανατολική πλευρά,µε την
παρουσία οδοντωτής ταινίας πάνω από το παράθυρο της αψίδας που συνεχίζειως τα
άκρα της κεντρικής πλευράς της. Μικρή ζώνη θλαστών πλίνθων παρατηρείται στο
ανατολικό αέτωµα.
 
Ο
Β. Κατσαρός τον τοποθετεί σχετικά πρώιµα στις αρχές του 13ουαιώνα, ενώ ο Κ.
Τσουρής και ο Π. Βοκοτόπουλος προτείνουν τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 14<sup>ου</sup>
αιώνα. 
 
'''Δυο Εκκλησιές – 13<sup>ος</sup> αι.'''
 
Σπουδαίος ναός αποτελούμενος από 2 κτίρια, χτίστηκε
τον 13ο αι. εποχή κατά την οποία η περιοχή της Αιτωλίας ανήκε στο Δεσποτάτο της
Ηπείρου.
 
Στη τοποθεσία «Δύο Εκκλησιές» της
κοινότητας Σταμνάς ΒΔ του χωριού 4 Κm από αυτό, κάτω και απέναντι από το χωριό
Παλαιομάνινα, στην αριστερή όχθη του Αχελώου, σώζονται πάνω σε χαμηλό λοφίσκο
ανάμεσα σε ελιές και βελανιδιές τα ερείπια δύο ναών oονομαζόμενα «Παλιοκκλήσι».
 
Λόγω ελλείψεως μαρτυριών από
φιλολογικές πηγές, από την προφορική παράδοση της περιοχής γνωρίζουμε ότι η μία
από αυτές τιμώνταν στην Αγία Κυριακή.
 
Στο χώρο των Δύο Εκκλησιών ο Γερ.
Παπατρέχας τοποθετεί την Επισκοπή Αχελώου και την ύπαρξη της ομώνυμης
βυζαντινής πόλης, στηρίζοντας την άποψή του στη ύπαρξη γειτονικής περιοχής που
σήμερα ονομάζεται «Λάκκα του Δεσπότη», στη μαρτυρία του Καντακουζηνού, ότι η
πόλη βρισκόταν κοντά στο Αγγελόκαστρο, στην πληροφορία του Ισπανοεβραίου
ραβίνου περιηγητή Βενιαμίν του εκ Τουδέλλης 
(έτος 1153), που αναφέρει «φρούριον εντός του οποίου διαμένουν τριάκοντα
Ιουδαίοι»,  και το οποίο ο ερευνητής
ταυτίζει με το φρούριο της Παλαιομάνινας, που βρίσκεται απέναντι στη δεξιά όχθη
του Αχελώου, καθώς και στον υπολογισμό του ίδιου ότι συναντά κανείς το Αιτωλικό
σε απόσταση «ημισείας ημέρας» από το φρούριο.
 
Οι δύο εκκλησιές βρίσκονταν στο χώρο της δικαιοδοσίας του επισκόπου
Αχελώου, που κατά τους επικρατέστερους υπολογισμούς είχε την έδρα του στην
Επισκοπή Μάστρου (Άγιος Ιωάννης ο Ριγανάς).
 
Η ομοιότητα στην τοιχοδομία των δύο μνημείων αποτελεί ένδειξη της εξάρτησης
αυτής.
 
Από τους δύο ναούς ο μεγαλύτερος
διασώζει περισσότερα μορφολογικά στοιχεία, που μπορούν να μελετηθούν και να
αποτιμηθούν, διότι  διατηρεί  σχεδόν όλο το ύψος του ως τη στέγη.
 
Είναι μονόχωρος δρομικός που σχηματίζει ορθογώνιο στη κάτοψη, διαστάσεων
12,25Χ5μ, με το νάρθηκα αλλά χωρίς την αψίδα, η οποία προεξέχει ανατολικά
ημικυκλικά.
 
Ο νάρθηκας που προστέθηκε στα δυτικά (4,25Χ6,30μ) είναι μεταγενέστερος και
είναι  λίγο ευρύτερος του κυρίως ναού.
 
Σε κάθε μία από τις μακριές πλευρές προεξέχουν εσωτερικά και εξωτερικά δύο
παραστάδες. Βόρεια και νότια επί των μακρών πλευρών εσωτερικά στο χώρο του
αγίου βήματος ανοίγονται τετράγωνες εσοχές για πρόθεση και διακονικό.
 
Η τοιχοποιία του είναι απλή: ελαφρά
επεξεργασμένοι λίθοι τοποθετημένοι σε οριζόντιες στρώσεις και κατά διαστήματα
παρεμβάλλονται στη σειρά πλίνθοι, έτσι ώστε να δημιουργούνται ζώνες ύψους
0,50-0,60μ.
 
Ο νάρθηκας ο οποίος σώζεται σε μικρό ύψος, είναι και αυτός κτισμένος με
αργούς λίθους, μεταξύ των οποίων παρεντίθενται οριζόντια πλινθία, άνευ όμως
πλίνθινων  ζωνών.
 
Κατά τον ίδιο τρόπο περίπου είναι
χτισμένη και η αψίδα με την διαφορά ότι στο τεταρτοσφαίριο γίνεται  μεγαλύτερη χρήση πλίνθων (λόγω βάρους)
οριζόντια τοποθετημένων πάχους 0,08-0,09μ.
 
Θύρες ανοίγονται στην δυτική και νότια πλευρά του κυρίως ναού και στην
δυτική του νάρθηκα.
 
Ως υπέρθυρα των θυρών του κυρίως
ναού χρησιμοποιήθηκαν αρχαία μέλη (βάσεις στηλών) από ασβεστόλιθο.
 
Υπεράνω της δυτικής πόρτας υπάρχει
ανακουφιστικό τόξο από λευκούς ασβεστόλιθους, που εναλλάσσονται με πλίνθους
πάχους 0,08-0,09μ. Υπάρχει τρίλοβο φωτιστικό άνοιγμα στην κόγχη της αψίδας του
ιερού με τοξωτούς ισοϋψείς λοβούς και με διαχωριστικούς πεσσίσκους από
ασβεστόπετρες  διαστάσεων 0,66Χ0,93μ,
μονόλοβο τοξωτό στο δυτικό αέτωμα και από τρία ομοιόμορφα μονόλοβα στους
πλάγιος τοίχους (βόρειο-νότιο).
 
Ο βόρειος τοίχος σώζεται σε μικρότερο ύψος από τους υπόλοιπους. Τα ακρινά
παράθυρά του διατηρούνται μόνο στο κατώτερο τμήμα τους, ενώ του μεσαίου
θεωρούμε τη παρουσία κατ’ αναλογία προς το παράθυρο της νότιας πλευράς.
 
Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του ναού περιορίζεται σε μερικές οδοντωτές
ταινίες και σε πλίνθινους σταυρούς. Οδοντωτή ταινία περιβάλλει το τόξο της
δυτικής πόρτας, που συνεχίζεται οριζόντια σε κάποια εκατοστά.
 
Άλλες ταινίες περιβάλλουν τα τόξα
των παραθύρων της νότιας πλευράς(στη βόρεια δεν διασώθηκαν τα τόξα). Δύο
σταυροί από πλίνθους εντοιχίζονται από τη μία και την άλλη μεριά της
δυτικής-κεντρικής πόρτας, και ανά ένας στη δυτική παρειά των ανατολικών
παραστάδων του νότιου τοίχους εσωτερικά και εξωτερικά.
 
Γλυπτά μέλη ή τοιχογραφίες δεν διασώθηκαν, 
όπως δεν σώθηκαν ίχνη του δαπέδου, της στέγης ή οδοντωτού γείσου.
 
Όσον αφορά τον τύπο του εξεταζόμενου
ναού είναι ασφαλώς μονόχωρος δρομικός που πρόβλημα δημιουργείται με τη στέγαση
του ναού. Η θέση των παραστάδων αποκλείει την ύπαρξη τρούλου, γιατί το μεταξύ
των παραστάδων σχηματιζόμενο ορθογώνιο είναι τόσο επίμηκες, ώστε να αποκλείεται
η στέγαση του κεντρικού χώρου με τρούλο.
 
Η θέση εξάλλου των παραθύρων της νότιας πλευράς που ανοίγονται στο ίδιο
ύψος, συνηγορεί υπέρ συνεχούς οριζόντιου γείσου με οδοντωτή ταινία που δεν
διακόπτεται από αέτωμα, όπως θα συνέβαινε εάν υπήρχε τρούλος ή εγκάρσια καμάρα.
 
Ως προς την στέγαση του ναού, δεν
διεσώθη ίχνος γενέσεως καμάρας, εάν υπήρχε αυτή ο ναός θα ήταν πάνω από το
κανονικό υψηλός.
 
Έτσι βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο
ναός στεγάζονταν με δίρριχτη ξύλινη στέγη, όπως συναντάμε κατά κανόνα και στους
μεταγενέστερους της εξεταζόμενης περιόδου δρομικούς ναούς της Δυτικής Χέρσου
Ελλάδας και της Ηπείρου.
 
Ο δεύτερος μικρός ναός σώζεται σε απόσταση 7,50μ νότια του μεγαλύτερου, σε
πολύ μικρό ύψος και στα περισσότερα σημεία μόνο τα θεμέλια.
 
Καλύτερο σωζόμενο μέρος του είναι η
νότια πλευρά. Στη κάτοψη σχηματίζει ορθογώνιο(7Χ4μ) αλλά τα ελάχιστα στοιχεία
που διασώθηκαν δεν επιτρέπουν λεπτομερέστερη περιγραφή.
 
Η αψίδα διατηρείται μέχρι ύψους 2
σχεδόν μέτρων. Είναι καθώς φαίνεται μονόχωρος δρομικός ,καμαροσκέπαστος (εάν
κρίνουμε από τα ριγμένα στο έδαφος και πλάι στο μνημείο τμήματα θολοδομίας κατά
τον Β.Κατσαρό) και η τοιχοδομία του είναι όμοια προς την τοιχοδομία του
μεγαλύτερου ναού ιδιαίτερα στις αψίδες τους 
και έτσι συμπεραίνομαι ότι και οι δύο ναοί χτίστηκαν την ίδια εποχή.
 
Ήταν πιθανόν παρεκκλήσι του. Βάσει
μορφολογικών και τεχνικών στοιχείων, χρονολογούνται και οι δύο ναοί: κατά τον
Ευθ. Μαστροκώστα  τον 12<sup>ο</sup>
αιώνα ,κατά τον Αθ. Παλιούρα τον 10<sup>ο</sup> αιώνα και στο πρώτο μισό της 10<sup>ης</sup>
εκατονταετίας(900-950 μ.Χ.) κατά τον καθηγητή 
και Ακαδημαϊκό Παν. Βοκοτόπουλο.
 
Ο μεγαλύτερος ναός λειτουργούσε και κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας
όπως φαίνεται από τα κλεισμένα παράθυρα της νότιας πλευράς, αλλά η ερείπωση
προήλθε από εγκατάλειψη, λόγω καταστροφής 
κατά το 1770 μ.Χ. από τα Τουρκαλβανικά στρατεύματα ,όπως διαπιστώνεται
από τα πεσμένα συμπαγή τμήματα του τοίχου που βρίσκονται στο εσωτερικό και
πέριξ του ναού.
 
''ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (για τις Δυο Εκκλησιές)''
 
1) Βοκοτόπουλος Παν.Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν
Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7<sup>ου</sup>  μέχρι του τέλους του 10<sup>ου</sup> αιώνος,
Θεσσαλονίκη 1975,σ.41-44,187-188 ,πιν.28-31.
 
2) Κατσαρός Βασ. Ο ναός των αγίων Θεοδώρων της αιτωλικής Σταμνάς και ο
«ανεικονικός» του διάκοσμος, ανάτυπο από τον τόμο «Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού
Πελεκανίδη».Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1983,σελ.110 σημ.2
 
3)Μαστροκώστας Ευθ. Αρχαιότητες και μνημεία Αιτωλίας και
Ακαρνανίας-Χρονικά, Αρχαιολογικό Δελτίο ,τόμος 19<sup>ος</sup> ,Αθήνα 1964
σ.300.
 
4) Μαστροκώστας Ευθ.25.Ανασκαφή Αγίου Ηλία Μεσολογγίου- Ιθωρίας, Πρακτικά
της Αρχαιολογικής Εταιρείας έτους 1963,Αθήνα 1966 σελ.212.
 
5) Παλιούρας  Αθ. Βυζαντινή
Αιτωλοακαρνανία, Αθήνα 1985,σ.37,73,200-202,204.
 
6) Παπατρέχας Γερ.«Επισκοπή Αχελώου και η ομώνυμη βυζαντινή πόλη»,Αρχεία
Εταιρείας Αιτωλοακαρνανικών Σπουδών τόμος Α΄, Αθήνα 1958,σ.173-177.
 
'''Αγία
Παρασκευή – 16<sup>ος</sup> αι.'''
 
Υστεροβυζαντινός  ναός του 16<sup>ου</sup> αι.,  βρίσκεται εντός του κοιμητηρίου του χωριού
και σε αυτόν σώζονται υπέροχες αγιογραφίες, κυρίως στο τέμπλο και στις δύο
πλαϊνές πλευρές του. 
 
'''Άγιος
Παντελεήμονας – 16<sup>ος</sup> αι.'''
 
Σπουδαίο
μοναστήρι από το 16<sup>ο</sup> αι. όπου κατά καιρούς, ιδίως τους πρώτους
αιώνες της ζωής του, έζησαν εκεί αρκετοί μοναχοί. Το μοναστήρι ανήκε στην
Επισκοπή Αχελώου και κατείχε μεγάλη ακίνητη περιουσία. Σήμερα εκτός από τον
κυρίως ναό, ρυθμού Βασιλικής χωρίς τρούλο, σώζονται τμήμα παλαιού τείχους καθώς
και υπόγεια κελάρια ή αποθήκες, τα οποία η παράδοσή μας θέλει ως Κρυφό
Σχολειό.   
 
'''Οικία  Κων/νου Τσιμπουράκη – 15<sup>ος</sup> αι.'''
 
Συγκρότημα
κατοικιών με εσωτερική αυλή και κήπο εντός του κυρίως οικισμού Σταμνάς σε μια
από τις πιο ωραίες θέσεις, ιδιοκτησίας κληρονόμων Κων/νου Τσιμπουράκη του
Ιωάννη, με την πιο παλιά να είναι χτισμένη από τον 15<sup>ο</sup> αι.. (υπάρχει
πέτρα μα χαραγμένη τη χρονολογία 1470). Υπήρξε κατοικία του Κυβερνήτη  της περιοχής 
στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στο σπίτι αυτό φιλοξενήθηκε  ο  Άγγλος περιηγητής των αρχών του 19<sup>ου</sup>
αιώνα William Leake το έτος 1805
σύμφωνα με τις μαρτυρίες του. 
 
'''Υδραγωγείο (Τερίζι) – 17<sup>ος</sup> αι.'''
 
Πρόκειται
για ειδική κατασκευή  - τεχνικό έργο για
τη μεταφορά νερού  επιφανειακά, από την
πηγή του Κεφαλόβρυσου Σταμνάς μέχρι την ακτή της λιμνοθάλασσας Αιτωλικού σε
απόσταση περίπου 2 χιλιομέτρων, για την άρδευση των καλλιεργούμενων αυτών
εκτάσεων. Λόγω της υψομετρικής διαφοράς κατά μήκος του έργου, για την καλύτερη
διευθέτηση της ροής του νερού, κατασκευάστηκαν   εντυπωσιακές πέτρινες καμάρες (αψίδες) για
την διέλευση των ανθρώπων, πάνω από τις οποίες κυλάει το νερό μέχρι το τέρμα
της διαδρομής. Στα μισά περίπου της διαδρομής το τεχνικό αυτό αυλάκι, το οποίο
οι ντόπιοι άγνωστο γιατί αποκαλούν «τερίζι» , διέρχεται μέσα από νερόμυλο στον
οποίο έδινε την κινητήριο δύναμη και λειτούργησε μέχρι τη δεκαετία του ’70,
όπου οι κάτοικοι της περιοχής άλεθαν τα γεννήματά τους. Σήμερα  το μνημείο στέκει αγέρωχο και εντυπωσιακό,
αρδεύει  ακόμα τις καλλιέργειες και τα
περιβόλια και στο σημείο όπου διασταυρώνεται με την νέα εθνική οδό που συνδέει
την Ιόνια Οδό με το Πλατυγιάλι Αστακού, έχει κατασκευαστεί γέφυρα για την
προστασία του μνημείου.
 
'''Δ.   ΑΡΧΕΣ 19ου
ΑΙΩΝΑ'''
 
Ο Άγγλος
περιηγητής, αντισυνταγματάρχης του πυροβολικού, επισκέφθηκε το 1805 την Ελλάδα
και παρέμεινε σ’ αυτήν για αρχαιολογικές έρευνες μέχρι το 1807.
 
Το 1808
επέστρεψε και πάλι και συνέχισε τις περιηγήσεις του επί διετίαν (1808-1809).
 
Όταν
επέστρεψε στην Αγγλία, εξέδωσε σειρά πολύτιμων ερευνών και περιηγήσεων, μεταξύ
των οποίων και το: «Travels in Northern Greece»: (Ταξίδια στην Βόρειο Ελλάδα)
(1835), τόμοι 4.
 
Στον Γ’ τόμο,
σελ. 495 διαβάζουμε: 
 
'''21 Μαρτίου 1809'''
 
«Απ΄ την
απέναντι πλευρά του ποταμού (Αχελώου) είναι ένα μικρό τσιφλίκι και πύργος
καλούμενος «Άγιoς Ηλίας». Γύρω από αυτόν οι κατώτερες πτυχώσεις του Ζυγού
φθάνουν μέχρι τον ποταμό. Εκεί γύρω υπάρχουν καλλιεργημένα χωράφια, τα οποία
ανήκουν στο χωριό Σταμνά.
 
Το χωριό
αυτό 3-4 μίλια προς τα Ν.Α., ευρίσκεται επάνω σε ή οροσειρά, που η μία της
πλαγιά κατεβαίνει στη στενή κοιλάδα του Αχελώου, η δε άλλη προς τη λιμνοθάλασσα
του Ανατολικού.
 
Εκεί η
Σταμνά έχει μικρό επίνειο και μερικές αποθήκες (μαγαζιά).
 
Στο
Αγγελόκαστρο, τον οποίον κείται 2-3 μίλια προς τα Ν.Α.
του «Αγίου Ηλία», παρατηρείται ερειπωμένο φρούριο του Μεσαίωνα πάνω στα
χαμηλότερα υψώματα του Ζυγού, με μικρό χωριό από κάτω, στην άκρη της Αιτωλικής
πεδιάδος, το βουνό που ευρίσκεται πάνω από το Αγγελόκαστρο και την Σταμνά χωρίζεται
απ” τη δασωμένη κορυφή του Ζυγού – όπου ευρίσκεται το χωριό Κεράσοβο – με τα
στενά της Κλεισούρας.
 
Η απόσταση
από τη Γουριά ως το πορθμείο του Αιτωλικού είναι δύο ώρες πορεία ταχυδρόμου,
ενώ σε ευθεία γραμμή είναι λιγότερο, διότι ο δρόμος κάνει μεγάλο κύκλο για ν’
αποφύγει τη λοφοσειρά της Σταμνάς, και καταλήγει σ’ ένα χωριουδάκι που λέγεται
Μάστρου.
Σ’ αυτό φθάσαμε σε 45′ από τη Γουριά.
 
Πλησιάζοντας
στο Ανατολικό περάσαμε μέσα σε περιβόλια και λιοστάσια στα ριζά ενός λόφου που
φαίνεται ασύνδετος με τα υψώματα της Σταμνάς και κλείνει τη λιμνοθάλασσα απ’ τα
δυτικά, σχεδόν ως την εξωτερική θάλασσα». 
 
'''28 Μαρτίου
1809'''
 
«Επειδή ο
Βεζύρης επήρε τις δύο περαταριές Κατοχής και Γουριάς να περάση τους Αλβανούς
του πέρα απ’ το ποτάμι, σε κάποιο μέρος της πεδιάδος του Βραχωρίου, επειδή οι
τελευταίες βροχές έκαναν το πέρασμα εκεί αδύνατο, τράβηξα για τη Σταμνά, να
μείνω εκεί σε καλλίτερο κατάλυμα και περιβάλλον, ώσπου να μηχανευθώ κάποιο
τρόπο να περάσω το ποτάμι.
Φύγαμε απ’ το Νιοχώρι στις 8.30′, ακολουθήσαμε την όχθη του Άσπρου και σε μία
ώρα και κάτι φθάσαμε στη Γουριά.
 
Από εκεί
αρχίσαμε ανάβαση της λοφοσειράς Σταμνάς σε άσχημο μονοπάτι.
Στις 10.15′ περάσαμε το χωριουδάκι Άγιος Ηλίας, τα πόδια του κωνοειδούς
υψώματος που είναι θέση περίβλεπτη από όλες τις κατευθύνσεις, και στις 10:45′
φθάσαμε στη Σταμνά.
 
Κατέλυσα στο
σπίτι του Κοτζαμπάση Δημητρίου Τσιμπουράκη, που απουσιάζει τώρα στο Βραχώρι με
τους άλλους προεστούς του Κάρλελι.
 
Μαζεύτηκαν
εκεί να συναντήσουν το Βεζύρη που πέρασε απ’ τη Σταμνά στις 25 του μηνός και ταξίδεψε
όλο το δρόμο ως το Βραχώρι στο «κοτζί» του, ένα άχαρο γερμανικό τετράτροχο
αμάξι.
 
Πολλοί απ’
αυτούς τους προεστούς είναι φοβισμένοι. Τρέμουν την εντύπωση που έκανε στο
Βεζύρη η εχθρική τους στάση απέναντι του τον καιρό που ο αντιπρόσωπος του Σουλτάνου
ήταν Κυβερνήτης της επαρχίας».
 
«…. Η Σταμνά ήταν κάποτε σημαντική κωμόπολη.
Τώρα έχει μόνο 80 οικογένειες και ούτε το 1/5 των χωραφιών της – που είναι
αποκλειστική ιδιοκτησία των ελλήνων καλλιεργητών.
 
Και να
σκεφθεί κανείς ότι σε αναλογία υπέφερε λιγότερο από άλλα μέρη του Κάρλελι
επειδή βρίσκεται παράμερα από τη πιο συχνή διάβαση.
 
Η παρακμή
της Σταμνάς χρονολογείται απ” τον πρώτο Ρωσικό πόλεμο, όταν ο Ορλώφ, έστειλε
εδώ ένα Κεφαλλονίτη να ξεσηκώσει την περιφέρεια και να βοηθήσει τον πόλεμο της
Αικατερίνης προς την Τουρκία.
Σημαίες κατασκευάστηκαν και κάτω από αυτές συντάχθηκαν άνδρες, γυναίκες και
παιδιά για ν’ αποκτήσουν την λευτεριά και ανεξαρτησία τους.
 
Γρήγορα όμως
Αλβανοί απ’ το Βραχώρι βάδισαν εναντίον τους, έσφαξαν τους άνδρες, σκλάβωσαν
τις γυναίκες και τα παιδιά και λεηλάτησαν τα σπίτια. Έτσι έληξε η επανάσταση
της Σταμνάς».
 
''Σημείωση:''
 
''Όλα τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από
το αρχείο του περιοδικού «Ώλενος» (τριμηνιαίο δελτίο του Μορφωτικού και
Εκπολιτιστικού Συλλόγου Σταμνάς), του οποίου αποτελούν πνευματικά δικαιώματα
και όπου έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία χρόνια.''
 
{{coord|38|30|57|N|21|16|51|E|type:city_region:GR|display=title}}
{{Κωμόπολη χωριό
Γραμμή 1.022 ⟶ 17 :
| πρώην όνομα =
}}
Η '''Σταμνά''' είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και το δεύτερο σε πληθυσμό [[Δημοτικό διαμέρισμα Σταμνάς|δημοτικό διαμέρισμα]] του [[Δήμος Αιτωλικού|δήμου Αιτωλικού]], στον οποίο ανήκει με το [[σχέδιο Καποδίστριας]] από το 1998. Αποτελείται από το κυρίως χωριό, το οποίο βρίσκεται χτισμένο πάνω σε επίμηκες λόφο (160 μ. υψόμετρο), σε απόσταση 14 χιλ. από το κέντρο του δήμου και τους οικισμούς Κεφαλόβρυσο Σταμνάς και Σταθμός Σταμνάς.
 
Η Σταμνά διατηρεί σε μεγάλο βαθμό αρκετά παραδοσιακά στοιχεία, στα κτίσματα, στα έθιμα και στις συνήθειες των κατοίκων. Η ιστορία της περιοχής φτάνει μέχρι τα [[μυκηναϊκός πολιτισμός|μυκηναϊκά χρόνια]] κι αυτό μαρτυρούν τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα της ανασκαφής που βρίσκεται σε εξέλιξη στη θέση Κεφαλόβρυσος Σταμνάς.
Στο χωριό υπάρχει το κτίσμα του Δημοτικού Σχολείου χτισμένο το 1907, Αγροτικό Ιατρείο, φαρμακείο, καφενεία, ταβέρνες και οπωροπαντοπωλεία, καθώς και δανειστική βιβλιοθήκη. Βρίσκεται κοντά στην παλιά σιδηροδρομική γραμμή [[Κρυονέρι Αιτωλοακαρνανίας|Κρυονέρι]]-[[Αγρίνιο]], που έπαψε να λειτουργεί το 1969. Επίσης τόπος αναψυχής για τους ντόπιους είναι η Αγι-Αγάθη, σε υψόμετρο περίπου 500 μ. απέναντι ακριβώς από το χωριό και σε απόσταση μόλις 4 χιλιόμετρα από την παραλία.
 
Το μοναστήρι ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από το μοναχό Πανάρετο Παλαμά, ο οποίος νωρίτερα είχε αναμορφώσει τη γνωστή μονή της Αγίας Ελεούσας (και αυτή εντός των ορίων του πάλαι ποτέ Δήμου Ωλενείας). Στο χώρο αυτό, κάθε χρόνο 21 – 23 Αυγούστου συντελείται το πανηγύρι της Αγι-Αγάθης, όπου Σταμνιώτες και Αιτωλικιώτες, υπό τους ήχους του [[ζουρνάς|ζουρνά]] και της [[πίπιζα]]ς, ανταμώνουν σε μια ιστορική αναπαράσταση των γεγονότων του 1824.
 
Λίγο ψηλότερα, από την κορυφή «Ψηλή Παναγία», παρότι το υψόμετρο δεν είναι πολύ μεγάλο (604 μ.), μπορεί κανείς να θαυμάσει την υπέροχη θέα σε όλη σχεδόν την επαρχία [[Μεσολόγγι|Μεσολογγίου]], το όρος [[Παναιτωλικό]], τα [[Ακαρνανικά όρη]] και τα [[Όρη Βάλτου]].
 
Το χωριό συνδέεται καθημερινά με δρομολόγια του υπεραστικού [[ΚΤΕΛ]] με Αγρίνιο, Αιτωλικό, Μεσολόγγι και [[Αθήνα]].
 
Πλούσια η [[χλωρίδα]] με όλα τα είδη που συναντά κανείς στην Αιτωλική γη, θαμνώδης κυρίως η βλάστηση, ενώ κυριαρχεί παντού η [[ελιά]], ο [[σκίνος]], το [[πουρνάρι]] και το [[πεύκο]]. Και η [[πανίδα]] δεν υστερεί, αφού καταφέρνουν και επιβιώνουν η [[αλεπού]], το [[κουνάβι]], ο [[ασβός]], ο [[σκαντζόχοιρος]], ενώ παλιότερα μπορούσε κανείς να δει [[λαγός|λαγούς]], [[βίδρα|βίδρες]] κ.λ.π.
Επίσης η περιοχή θεωρείται από τους καλύτερους κυνηγότοπους πουλιών στην Ελλάδα και γι αυτό κατά την κυνηγετική περίοδο, κατακλύζεται από κυνηγούς με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον αριθμό των θηραμάτων και για τη φύση.
 
==Εξωτερικοί σύνδεσμοι==
*[http://www.stamna.gr Ιστοσελίδα του οικισμού]