Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδας (1821-1827): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 110:
Τον Απρίλιο του 1822 ο Μαυροκορδάτος προσκαλεί τον αρχιεπίσκοπο της Νάξου Ανδρέα Βεγγέτι να μεταβεί στην Κόρινθο για συνομιλίες σχετικά με υποθέσεις της Εκκλησίας της Ρώμης, πρόσκληση που επανέλαβε και ο [[Θεόδωρος Νέγρης]]. Ο Βεγγέτι βολιδοσκόπησε τη Ρώμη, αλλά εκείνη του σύστησε να παραμείνει στη Νάξο, αν η ελληνική πλευρά δεν ήθελε την ένωση στη βάση των αποφάσεων της Φερράρας Φλωρεντίας και δεν του παρείχε ασφάλεια και προστασία η Πύλη και ο Γάλλος πρέσβης. Τελικά η συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε λόγω και απροθυμίας των Καθολικών.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Δόμος, 1987, σελ.73-74 Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ.192-193 Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.88</ref>[[Αρχείο:Jacques-Louis David 018.jpg|thumb|right|Πάπας Πίος Ζ΄]]
Η πρωτοβουλία των Μαυροκορδάτου και Νέγρη στην συγκεκριμένη περίοδο θα πρέπει να ενταχθεί στη γενικότερη προσπάθεια να προσεγγισθεί ο παπικός θρόνος για να πετύχουν τη μεσολάβησή του στις ρωμαιοκαθολικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και για να εξαλειφθεί η αναστάτωση που προκαλούσε στα νησιά η οξεία αντίθεση των ρωμαιοκαθολικών στις απόπειρες των ελληνικών αρχών να εδραιώσουν την εξουσία τους.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.74</ref>H ''Προσωρινή Κυβέρνησις'' των Ελλήνων πληροφορούμενη εγκαίρως για επικείμενη συνδιάσκεψη στη Βερόνα, θέλησε να εκμεταλλευθεί την συγκυρία και απέστειλε τους Ανδρέα Μεταξά και τον Γάλλο Φιλίπ Ζουρνταίν. Η επιλογή των δύο αυτών προσώπων δεν ήταν τυχαία: επτανήσιος κόμης, γλωσσομαθής με πολεμική συμμετοχή και πολιτική πείρα ο πρώτος, γάλλος φιλέλληνας κόμης του Manipuello, καθολικός στο θρήσκευμα και μέλος του τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη ο δεύτερος, συνδύαζαν ιδιότητες μη απωθητικές για τις συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η Ελληνική αντιπροσωπεία έφθασε στην Αγκώνα στις 22 Σεπτεμβρίου 1822 κομίζοντας τρία υπομνήματα: προς τον τσάρο, τους ευρωπαίους ηγεμόνες και τον Πάπα. Δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στη Βερόνα επειδή ο Πάπας αρνήθηκε να χορηγήσει τις απαιτούμενες άδειες. Τελικά μέσω ελλήνων εμπόρων και παπικών αξιωματούχων έφθασαν οι επιστολές στον καρδινάλιο Spinola δύο μέρες μετά το πέρας των εργασιών της διάσκεψης.<ref>Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.85-87</ref>
Τον χειμώνα του 1822-1823 η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση απέστειλε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο [[Πάπας Πίος Ζ΄|Πάπα Πίο Ζ']] με σκοπό να τον συναντήσει για την προώθηση της ελληνικής υποθέσεως. Φτάνοντας στην Αγκώνα το αίτημα διαβιβάστηκε στον καρδινάλιο Ηρακλή Consalvi αλλά απορρίφθηκε διότι η Ρώμη δεν ήθελε να παραβεί τις αποφάσεις που έλαβαν οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες κατά της Ελληνικής Επανάστασης και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη θέση των πολυάριθμων υπηκόων Οθωμανών του λατινικού δόγματος (Ελλήνων και μη). Ο Γερμανός ζητάει μέσω το παπικού λεγάτου συζήτηση περί ενώσεως των Εκκλησιών.<ref>Νικόλαος Τωμαδάκης, «Η αποστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού προς τον Πάπαν (1822-1823)», Αθηνά, τομ.75 (1974-1975), σελ.375-377</ref>Η συμμετοχή του Γερμανού ενός εκ των σημαντικότερων ιεραρχών του επαναστατημένου ελλαδικού χωρου είχε ιδιαίτερη σημασία αφού η δήλωση αποδοχής της ένωσης από ένα υψηλό εκπρόσωπο της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας θα προσέδιδε τα αναγκαία εχέγγυα για τη σοβαρότητα και ειλικρίνεια των ελληνικών προθέσεων.<ref>Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.90</ref>
Μαζί του ήταν και ο Ανδρέας Μεταξάς ο οποίος απηύθηνε επιστολή στον Πάπα με την οποία εκφραζόταν η ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού για την παροχή περίθαλψης στους Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην επικράτεια της Αγίας Έδρας. <ref>Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ.189</ref>