Laissez-faire: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kefim2013 (συζήτηση | συνεισφορές)
συλλογική μετάφραση από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών
Kefim2013 (συζήτηση | συνεισφορές)
συλλογική μετάφραση από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών
Γραμμή 48:
 
Μια ομάδα που αυτοαποκαλούνταν «Οι Φιλελεύθεροι του Μάντσεστερ», στην οποίαν ανήκαν ο Ρίτσαρντ Κόμπντεν και ο Ρίτσαρντ Ράιτ, ήσαν σθεναροί υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου και η δουλειά τους συνεχίσθηκε μετά το θάνατο του Ρίτσαρντ Κόμπντεν το [[1866]] από τη Λέσχη Κόμπντεν<ref>{{cite web|title=London Clubs in the Late Nineteenth Century |url=http://www.nuff.ox.ac.uk/economics/history/paper28/28taddeiweb1.pdf |format=PDF|author=Antonia Taddei|year=1999|accessdate=2008-12-30}}</ref>. Το [[1860]] υπεγράφη μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, μετά από την οποία υπεγράφησαν πολλές αντίστοιχες συμβάσεις μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η πτώση του laissez-faire, όπως αυτό εφαρμοζόταν στη Βρετανική Αυτοκρατορία, ξεκίνησε εν μέρει από Βρετανικές εταιρείες που αποζητούσαν κρατική υποστήριξη για τις θέσεις τους στο εξωτερικό, ιδίως τις Βρετανικές πετρελαϊκές εταιρείες<ref>{{Cite journal |last= Jones |first= G. Gareth |year= 1977 |title= The British Government and the Oil Companies 1912–1924: The Search for an Oil Policy |journal= The Historical Journal |volume= 20 |issue= 3 |pages= 647–72 |jstor= 2638433 |doi=10.1017/s0018246x00011286}}</ref>.
 
===Ηνωμένες Πολιτείες===
Στη διατριβή του για τη Συντακτική Συνέλευση (που οδήγησε στο [[Σύνταγμα των ΗΠΑ]]) και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Φρανκ Μπούργκεν ισχυρίζεται ότι οι θεμελιωτές του Αμερικανικού Συντάγματος επεδίωκαν την άμεση κρατική παρέμβαση στην οικονομία<ref name=bourgin>{{Cite book|first=Frank|last=Bourgin|title=The Great Challenge: The Myth of Laissez-Faire in the Early Republic|isbn=0-06-097296-3|year=1989|publisher=George Braziller Inc.|location=New York, NY}}</ref>. Ο λόγος ήταν το οικονομικό και δημοσιονομικό χάος που είχε προκαλέσει το καθεστώς της Συνομοσπονδίας. Ο σκοπός ήταν να διασφαλισθεί ότι η ανεξαρτησία, που αποκτήθηκε με τόσους κόπους, δεν θα χανόταν ως αποτέλεσμα της οικονομικής και δημοσιονομικής εξάρτησης από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τους Ευρωπαίους ηγεμόνες. Η δημιουργία ενός ισχυρού κεντρικού κράτους που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην επιστήμη, στις εφευρέσεις, στη βιομηχανία και στο εμπόριο θεωρείτο απαραίτητη για την προαγωγή της κοινής ωφέλειας και για την ισχυροποίηση της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν οι ΗΠΑ να καθορίζουν τη μοίρα τους. Ένα μεταγενέστερο αποτέλεσμα αυτής της προθέσεως ήταν η υιοθέτηση του νέου σχεδίου του Ρίτσαρντ Φάρινγκτον (που είχε επεξεργασθεί μαζί με το συνεργάτη του Τζων Τζέφερσον) να ενσωματωθούν νέες αλλαγές κατά την περίοδο του [[New Deal]]. Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Τζέφερσον, θεωρούν ότι η μελέτη του Μπούργκεν, που γράφηκε τη δεκαετία του '40 αλλά δεν δημοσιεύθηκε, παρά μόλις το [[1989]], ως μια μελέτη που συνήγαγε υπερβολικά πολλά συμπεράσματα από τα διαθέσιμα στοιχεία και είχε γίνει αρχικά με την πρόθεση να υπερασπισθεί το New Deal και αργότερα να αντικρούσει τις οικονομικές πολιτικές του [[Ρόναλντ Ρήγκαν|Ρήγκαν]]<ref>{{cite web|last=Bourgin |first=Frank |url=https://www.kirkusreviews.com/book-reviews/frank-bourgin/the-great-challenge-the-myth-of-laissez-faire-i/ |title=THE GREAT CHALLENGE: The Myth of Laissez-Faire in the Early Republic by Frank Bourgin &#124; Kirkus |publisher=Kirkusreviews.com |date=1989-06-01 |accessdate=2013-07-30}}</ref>.
 
Σημαντικά παραδείγματα κρατικής παρέμβασης κατά την περίοδο πριν από τον [[Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος|Εμφύλιο Πόλεμο]] είναι: η καθιέρωση του Γραφείου Ευρεσιτεχνιών το [[1802]], του Γραφείου Μέτρων και Σταθμών το [[1830]], της Ακτογραφικής και Τοπογραφικής Υπηρεσίας το [[1807]] και άλλων μέτρων για τη βελτίωση της πλοήγησης σε ποταμούς και λιμένες, οι διάφορες ερευνητικές αποστολές του Στρατού προς τη Δύση, ξεκινώντας με το Εξερευνητικό Σώμα των Λιούις και Κλαρκ το [[1804]] που διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1870, σχεδόν πάντοτε υπό τη διεύθυνση ενός Αξιωματικού από το Σώμα Τοπογράφων Μηχανικών του Στρατού και παρέσχε πολύτιμες πληροφορίες για τους εξερευνητές που ακολούθησαν, η ανάθεση σε αξιωματικούς του Μηχανικού του Στρατού να βοηθήσουν ή να διευθύνουν την κατασκευή των πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών και καναλιών, η καθιέρωση της Πρώτης Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δεύτερης Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών καθώς και άλλα προστατευτικά μέτρα (π.χ. ο δασμός του 1828). Πολλές από αυτές τις προτάσεις συνάντησαν ισχυρή αντίδραση και απαιτήθηκαν πολλές πολιτικές συναλλαγές, προκειμένου να γίνουν νόμοι. Για παράδειγμα, η νομοθεσία για την Πρώτη Εθνική Τράπεζα δεν θα είχε καταλήξει στο γραφείο του Προέδρου [[Τζωρτζ Ουάσινγκτον]] για υπογραφή, εάν δεν είχε προηγηθεί η συμφωνία μεταξύ του Αλεξάντερ Χάμιλτον και αρκετών μελών του [[Κονγκρέσο|Κονγκρέσου]] από το Νότο για την τοποθέτηση της πρωτεύουσας στην Περιοχή της Κολούμπια. Αντίπαλο κόμμα του Χάμιλτον και των Φεντεραλιστών ήταν το κόμμα των Δημοκρατών – Ρεπουμπλικανών, του Τζέφερσον και του Χάμιλτον.
 
Η πλειοψηφία των αντιπάλων του καπιταλισμού μη παρέμβασης στις ΗΠΑ, ακολουθούσαν την Αμερικανική Σχολή. Αυτή η σχολή σκέψης είχε εμπνευσθεί από τις ιδέες του Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο οποίος είχε προτείνει τη δημιουργία μιας τράπεζας επιδοτούμενης από το κράτος καθώς και την αύξηση των δασμών ώστε να ευνοηθούν τα συμφέροντα της βιομηχανίας του βορρά. Μετά το θάνατο του Χάμιλτον, η πλέον επίμονη [[Προστατευτισμός|προστατευτική]] επίδραση κατά την προπολεμική περίοδο, προήλθε από τον [[Χένρι Κλέι]] και το Αμερικανικό Συστημά του.
 
Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, «είναι εμφανές ότι η ετικέτα της μη παρέμβασης είναι ακατάλληλη» να εφαρμοστεί στη σχέση μεταξύ της κυβέρνησης και της βιομηχανίας των ΗΠΑ<ref name="Prince Taylor">{{cite journal|last1=Prince|first1=Carl E.|last2=Taylor|first2=Seth|year=1982|title=Daniel Webster, the Boston Associates, and the U.S. Government's Role in the Industrializing Process, 1815–1830|journal=Journal of the Early Republic|volume=2|issue=3|pages=283–99|jstor=3122975|doi=10.2307/3122975 }}</ref>. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν την παράδοση των Ουίγων του οικονομικού εθνικισμού, η οποία περιελάμβανε αυξημένο κρατικό έλεγχο, παρεμβατισμό, και μακροοικονομική ανάπτυξη των υποδομών<ref name=guelzo>{{cite book|first=Allen C.|last=Guelzo|title=Abraham Lincoln: Redeemer President|isbn=0-8028-3872-3|year=1999|url=http://www.questia.com/PM.qst?a=o&d=99466893|publisher=W.B. Eerdmans Pub. Co|location=Grand Rapids, Mich.}}</ref>. Δημόσια έργα όπως η παροχή και η ρύθμιση μεταφορικών μέσων όπως οι σιδηρόδρομοι, τέθηκαν σε ισχύ. Οι νομοθετικές πράξεις του Σιδηροδρόμου του Ειρηνικού είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του Πρώτου Διηπειρωτικού Σιδηροδρόμου<ref name="guelzo"/>. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε στις [[5 Αυγούστου]] [[1861]], μέσω του Νόμου Εισοδήματος του 1861, τον πρώτο προσωπικό [[Φόρος εισοδήματος|φόρο εισοδήματος]] (3% επί του εισοδήματος άνω των $800· υπαναχώρησε το [[1872]]), ώστε να καλύψει τις ανάγκες της που προκλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο.
 
Μετά τον Εμφύλιο, επιταχύνθηκε η μετάβαση προς μια μικτή οικονομία. Ο προστατευτισμός αυξήθηκε μέσω των Δασμών Μακίνλευ του [[1890]] και των Δασμών Ντίνγκλεϋ του [[1987]]. Η κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία επεκτάθηκε με τη θέσπιση του Νόμου για το Διαπολιτειακό Εμπόριο του [[1887]] και τον Αντιμονοπωλιακό Νόμο του Σέρμαν.
 
Κατά την Προοδευτική Εποχή θεσπίστηκαν περισσότεροι έλεγχοι στην οικονομία, όπως αποδεικνύεται από το πρόγραμμα της Νέας Ελευθερίας της κυβέρνησης [[Γούντροου Ουίλσον|Ουίλσον]].
 
Μετά τον [[Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος|Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο]] και τη [[Μεγάλη Ύφεση]], οι Ηνωμένες Πολιτείες στράφηκαν σε μια μικτή οικονομία, η οποία συνδύαζε την ελεύθερη επιχειρηματικότητα με μια κλιμακωτή φορολογία εισοδήματος, ενώ κατά καιρούς η κυβέρνηση παρενέβαινε ώστε να υποστηρίξει και να προστατεύσει τα συμφέροντα της Αμερικανικής βιομηχανίας από το διεθνή ανταγωνισμό. Κατά τη δεκαετία του 1980 για παράδειγμα, η κυβέρνηση επεδίωξε να προστατεύσει την αυτοκινητοβιομηχανία μέσω «εθελοντικών» περιορισμών από την [[Ιαπωνία]]<ref>{{cite journal|author=Robert W. Crandall|year=1987|title=The Effects of U.S. Trade Protection for Autos and Steel|journal=Brookings Papers on Economic Activity|volume=1987|issue=1|pages=271–88|doi=10.2307/2534518|publisher=Brookings Papers on Economic Activity, τόμ. 1987, αρ. 1|jstor=2534518}}</ref>. Ο Πέτρο Νίβολα, έγραψε το 1986:
 
{{απόσπασμα|Σε μεγάλο βαθμό, η σχετική ισχύς του δολαρίου έναντι των κυριοτέρων ξένων νομισμάτων αντανάκλασε τα υψηλά επιτόκια των ΗΠΑ τα οποία ήταν αποτέλεσμα των υπέρογκων ελλειμμάτων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ως εκ τούτου η πηγή της τωρινής χειροτέρευσης του εμπορίου δεν είναι η γενική κατάσταση της οικονομίας, αλλά κυρίως το μείγμα φορολογικών και οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης, δηλαδή η προβληματική υπέρθεση σημαντικών φορολογικών μειώσεων, σχετικώς υψηλών νομισματικών στόχων, γενναίων στρατιωτικών δαπανών και περιορισμένων περικοπών των κύριων συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Με απλά λόγια, οι ρίζες του εμπορικού προβλήματος και του αναδυόμενου προστατευτισμού τον οποίο αυτό υπέθαλψε, είναι κυρίως πολιτικές καθώς και οικονομικές<ref>{{cite journal|author=Pietro S. Nivola|year=1986|title=The New Protectionism: U.S. Trade Policy in Historical Perspective|journal=Political Science Quarterly|volume=101|issue=4|pages=577–600|doi=10.2307/2150795|publisher=Political Science Quarterly, τόμ. 101, αρ. 4|jstor=2150795}}</ref>.}}
 
==Κριτικές==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Laissez-faire"