Γούνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Sozafia (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: Γούνα ονομάζεται το δέρμα θηλαστικών ζώων (ερμίνας, τσακαλιού, αλεπούς, λύκου και άλλων) με το...
 
Sozafia (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
 
'''Γούνα''' ονομάζεται το [[Ζωικό δέρμα|δέρμα]] [[Θηλαστικό|θηλαστικών]] ζώων ([[Ερμίνα|ερμίνας]], [[Τσακάλι|τσακαλιού]], [[Αλεπού|αλεπούς]], [[Γκρίζος λύκος|λύκου]] και άλλων) με το παχύ, πυκνό και απαλό στρώμα από τρίχες που το καλύπτουν.[<ref>{{Cite book|title = Νέο Λεξικό της Δημοτικής|last = Σακελλαρίου|first = Χάρης|publisher = Ι. Σιδέρης|year = 1990|isbn = |location = Αθήνα|page = 228|edition = 9η}}</ref><ref name=":0">{{Cite book|title = Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας|last = Μπαμπινιώτης|first = Γεώργιος|publisher = Κέντρο Λεξικολογίας|year = 2005|isbn = 960-86190-1][2]-7|location = Αθήνα|page = 435|edition = 2η έκδοση, 2η ανατύπωση, βελτιωμένη}}</ref>
 
Μετά το θάνατο του ζώου και με κατάλληλη επεξεργασία, η γούνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για προφύλαξη από το ψύχος το χειμώνα ή για στολισμό. Στην πρώτη περίπτωση συναντάται και ως εσωτερική ή εξωτερική επένδυση σε παλτά ή ζακέτες ή μπουφάν πολυτελούς ή μη κατασκευής. Τα ρούχα αυτά λέγονται και '''γουναρικά'''.[3]<ref name=":1">{{Cite book|title = Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου"|last = |first = |publisher = Έκδοσις της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεωρήσεως "Ήλιος"|year = |isbn = |location = Αθήνα|page = }}</ref>
 
Οι άνδρες που κατοικούν σε ψυχρά μέρη του κόσμου συνηθίζουν να φορούν παλτά από ύφασμα που έχουν φοδραριστεί με γούνα. Οι γυναίκες φορούν διάφορα είδη και αξεσουάρ γούνινα, είτε αυτά είναι παλτά, είτε ζακέτες, είτε λωρίδες γούνας γύρω από το λαιμό (μποά), διακοσμήσεις σε γάντια και σκούφους κ.λ.π.[3]<ref name=":1" />
 
Οι γούνες που φορούν οι γυναίκες φέρουν και το όνομα του ζώου από το οποίο προέρχονται π.χ. ζιμπελίνα (δηλαδή μία γούνα που έχει κατασκευαστεί από δέρμα ερμίνας, κουναβιού ή νυφίτσας), ρενάρ (από δέρμα αλεπούς), αστραχάν (από θνησιγενές πρόβατο), κλπ. Συχνά, τα ενδύματα από φυσική γούνα αποτελούν δείγμα ευπορίας και πλούτου.[3]<ref name=":1" />
 
Ο τόπος καταγωγής χαρακτηρίζει επίσης μία γούνα. Τα παλιά χρόνια η [[Λειψία]] ήταν το κέντρο εμπορίου γουναρικών στην [[Ευρώπη]]. Στην [[Ελλάδα]], κυρίως στη [[Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας|Δυτική Μακεδονία]], υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα Έλληνες (οι λεγόμενοι '''γουναραίοι''') που κατεργάζονται και εμπορεύονται με μεγάλη επιτυχία γουναρικά πολύ καλής ποιότητας.[3]<ref name=":1" /> 
 
Τα τελευταία χρόνια, για οικολογικούς λόγους, υπάρχει η τάση να κατασκευάζονται γούνες από συνθετικά υλικά, έτσι ώστε να ομοιάζουν με τις φυσικές γούνες χωρίς να απαιτείται η θανάτωση ζώων. Οι γούνες αυτές λέγονται '''συνθετικές''' ή '''οικολογικές'''.[2]<ref name=":0" />  
 
Στην Ελληνική λαογραφία αναφέρεται συχνά η γούνα σε λέξεις και παροιμίες. Λέγεται, για παράδειγμα:
* ''«Έχω ράμματα για τη γούνα του»'' = Έχω στοιχεία ή πληροφορίες για κάποιον που μπορούν να τον διασύρουν.[2][3]<ref name=":0" /><ref name=":1" />
 
* ''«Είναι της γούνας μου μανίκι»='' Υπάρχουν δύο εξηγήσεις: α) τον έχω ανάγκη[3]<ref name=":1" /> και β) είναι άσχετος προς εμένα, μου είναι αδιάφορος.[2]<ref name=":0" />
«Έχω ράμματα για τη γούνα του» = Έχω στοιχεία ή πληροφορίες για κάποιον που μπορούν να τον διασύρουν.[2][3]
* ''«Του καίω τη γούνα»''= Δημοσιοποιώ επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον, εκθέτοντάς τον ηθικά στην κοινωνία.<ref name=":0" />
«Είναι της γούνας μου μανίκι»= Υπάρχουν δύο εξηγήσεις: α) τον έχω ανάγκη[3] και β) είναι άσχετος προς εμένα, μου είναι αδιάφορος.[2]
* ''«Του καίωτινάζω τη γούνα»'' = Δημοσιοποιώ επιβαρυντικά στοιχεία γιαΔέρνω κάποιον,.<ref εκθέτοντάςname=":1" τον ηθικά στην κοινωνία.[2]/>
* ''«Άμε μ’ έναν που φοράει γούνα να σου δώσει να φορέσεις αμπά»''= Πήγαινε με κάποιον που φοράει γούνα να σου δώσει να φορέσεις παλτό από χονδρό ύφασμα. Αυτή η έκφραση υπονοεί την ωφέλεια που έχουν οι φτωχοί και ανίσχυροι διατηρώντας σχέσεις με ανθρώπους πλούσιους και ισχυρούς.[3]<ref name=":1" />
«Του τινάζω τη γούνα» = Δέρνω κάποιον.[3]
<references />
«Άμε μ’ έναν που φοράει γούνα να σου δώσει να φορέσεις αμπά»= Πήγαινε με κάποιον που φοράει γούνα να σου δώσει να φορέσεις παλτό από χονδρό ύφασμα. Αυτή η έκφραση υπονοεί την ωφέλεια που έχουν οι φτωχοί και ανίσχυροι διατηρώντας σχέσεις με ανθρώπους πλούσιους και ισχυρούς.[3]
 
Σακελλαρίου, Χάρης (1990). Νέο Λεξικό της Δημοτικής (9η έκδοση). Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 228.
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2005). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (2η έκδοση, 2η ανατύπωση, βελτιωμένη έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, σελ. 435. ISBN 960-86190-1-7.
Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου". Αθήνα: Έκδοσις της Εγκυκλοπαιδικής Επιθεωρήσεως "Ήλιος".
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Γούνα"