Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδας (1821-1827): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Yobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Διόρθωση συντακτικών λαθών του κώδικα με τη χρήση AWB (11774)
Γραμμή 1:
{{επιμέλεια| Ανάγκη προλόγου}}
==Η σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο==
Ο διάδοχος του [[Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄|Γρηγόριου Ε']]<ref>Γεώργιος Μακρής, «Εκκλησία και Επανάσταση (1821-1852). Οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τα εθνικά κινήματα», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.101-113</ref> , [[Ευγένιος Β΄]] , προσπάθησε να κατασιγάσει την οργή των Τούρκων σε βάρος των Ελληνικών πληθυσμών της πρωτεύουσας και των Οθωμανοκρατούμενων περιοχών. Στους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1821 ήλθε σε επαφή με αξιωματούχους της Πύλης διαβεβαιώνοντάς τους για αποκατάσταση των σφαλμάτων όσων ξεσηκώθηκαν και υποσχόμενος απεριόριστη υπακοή και υποταγή στο μέλλον. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους κλήθηκε ο Ευγένιος από την Πύλη να εκδώσει καταδίκη κατά της ελληνικής επανάστασης.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ. 53-54</ref> Στην εγκύκλιο του αυτή ο [[ Ευγένιος Β΄]] μεταξύ άλλων υποσχόταν άρση του αφορισμού σε εκείνους που θα εγκατέλειπαν τον αγώνα. Η εγκύκλιος αυτή καταδικάστηκε από τους ιεράρχες της Πελοποννήσου οι οποίοι αναθεμάτισαν τον Πατριάρχη: το καταδικαστικό κείμενο υπόγραψαν εικοσιοκτώ επίσκοποι και χίλιοι ιερείς.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ.55 Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.98,υπόσ.4</ref> Ο μετά τον Ευγένιο Πατριάρχης Άνθιμος Γ’ παύτηκε από τον Σουλτάνο και εξορίσθηκε, διότι αποδείχθηκε αδρανής και ανάξιος προς κατευνασμόν των εξεγερθέντων Ελλήνων. Ο διαδεχόμενος αυτόν Χρύσανθος (1824-1826) με την εκλογή του δημοσίευσε εγκύκλιο προτρεπτική προς τους Έλληνες για ειρήνευση, γράφοντας ειδικώς προς τους Κρήτες και τους μοναχούς του Αγίου Όρους<ref>Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και η μεγάλη επανάστασις του 1821», Θεολογία, τομ. ΚΑ,(1950) σελ.504</ref>
Κατά τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων οι Ελλαδίτες αρχιερείς μνημόνευαν στις ιεροτελεστίες τους ''πάσης Επισκοπής ορθοδόξων''<ref>[[Χρυσόστομος Παπαδόπουλος]], Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ.1ος, εν Αθήναις, 1920, σελ. 21</ref> Η μη μνημόνευση των διαδόχων του Γρηγορίου Ε' δεν μπορεί να εννοηθεί πως κινείται «προς την κατεύθυνση της αυτονομήσεως της Εκκλησίας των απελευθερωμένων περιοχών» από την Κωνσταντινούπολη.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ. 104</ref>
Η συνείδηση των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν προσανατολισμένη στην εθνική ολοκλήρωση με την ενσωμάτωση και της Κωνσταντινούπολης,άρα και της έδρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Ελληνικό κράτος. Έτσι σε συνεδρίαση του Βουλευτικού (Μάρτιος 1822) προκρίθηκε η σύσταση Αρχιερατικής συνέλευσης από έξι ή οκτώ Αρχιερείς της ελεύθερης Ελλάδας για την πλήρωση κενών επισκοπικών εδρών και την αντιμετώπιση διαφόρων επισυμβασών καταχρήσεων. Προφορικώς αποφάσισαν τα μέλη της [[Β΄ Εθνοσυνέλευση Άστρους|Β΄ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους]] να μην δέχονται όσο διαρκεί η Επανάσταση αρχιερείς από την Κωνσταντινούπολη ή καμία έγγραφη πράξη από αυτήν. <ref>Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ.1ος, εν Αθήναις, 1920, σελ.25</ref>. Όμως ταυτόχρονα είχε συνειδητοποιηθεί το γεγονός πως κάθε απόπειρα ανάλογης ρύθμισης συνδεόταν με τη διατήρηση των κανονικών σχέσεων με τον Οικουμενικό θρόνο. Το υφιστάμενο δικαιοδοσιακό καθεστώς του Πατριαρχείου γινόταν σεβαστό. Έτσι οι δύο πρώτες εθνοσυνελεύσεις απέφυγαν να ρυθμίσουν ανάλογα θέματα.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.179-180</ref>
Όσον αφορά το Πατριαρχείο «στο ζήτημα του κανονικού καθεστώτος, δεν μπορούσε να εκφρασθεί επίσημα ή ανοικτά,διότι θα προκαλούσε την οργισμένη τουρκική αντίδραση, αφού η Πύλη θεωρούσε τις επαναστατημένες περιοχές έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας».<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.201</ref>
Στις 25 Οκτωβριου 1824 υποβλήθηκε σχετικό αίτημα προς τη Διοίκηση για να ζητηθεί άγιο Μύρο λόγω έλλειψής του από την Ελλαδική εκκλησία. Αυτή ανέθεσε στον Γεράσιμο Πανά να το φέρει στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη. <ref>Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ.1ος, εν Αθήναις, 1920, σελ.27</ref>
 
==Θανατώσεις και φυλακίσεις==
Γραμμή 11:
Από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1821 υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο οι: Εφέσου Διονύσιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, ο Αγχιάλου Ευγένιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Ανδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Σωζοπόλεως Παΐσιος, ο Γάνου και Χώρας Γεράσιμος, ο Θεοδωροπόλεως, ο Κίτρους Μελέτιος, ο Κρήτης Γεράσιμος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ο Κιτίου Μελέτιος, ο Πάφου Χρύσανθος, ο Κηρύνειας Λαυρέντιος, ο Μυριουπολεως, ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Δέρκων Γρηγόριος και ο διατριβών στην Κωνσταντινούπολη πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος.<ref>Παναγιώτης Πάλλης, «Ο ρόλος της Εκκλησίας εις την Εθνεγερσίαν του 1821», Θεολογία, τομ. 42 (1971), σελ115-116</ref>
[[Αρχείο:Papaflessas2.jpg|thumb|150px|left|Ο Γρηγόριος Δικαίος ή [[Παπαφλέσσας]].]]
Κάποιοι εξ αυτών κλήθηκαν να διαμεσολαβήσουν μεταξύ Τούρκων και επαναστατημένων Ελλήνων, όπως ο Κυδωνίας που μετά την αποφυλάκισή του πέθανε από τις κακουχίες.<ref name="ReferenceA">Νικόλαος Τωμαδάκης, «Σύντομον διάγραμμα της ιστορίας της Εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.14 (1960), σελ.23</ref>
Από τους 200 αρχιερείς επώνυμα έλαβαν μέρος 73, δηλαδή 36,5%. Βασανίσθηκαν, φυλακίσθηκαν 42, δηλαδή 21,0% και θανατώθηκαν στα πεδία της μάχης 45, δηλαδή 22, 5% Συνολικά 80% των αρχιερέων συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση.<ref>Πέτρος Γεωργάντζης, Οι αρχιερείς και το εικοσιένα (αντίδραση ή προσφορά;), Ξάνθη 1985, σελ.280</ref>
 
Γραμμή 18:
*Από την Πελοπόννησό 23: Μονεμβασίας Χρύσναθος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Ναυπλίου και Άργους Γρηγόριος, Δημητσάνης Φιλόθεος, Ωλένης Φιλάρετος, Μεθώνης , Ναυαρίνου και Νεοκάστρου Γρηγόριος, Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, [[Θεοδώρητος Βρεσθένης|Βρεσθένης Θεοδώρητος]]<ref>Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, «Βρεσθένης Θεοδώρητος»,Πελοποννησιακά, τομ.11 (1975), σελ.130-158 Μητροπ. Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευστάθιου Σπηλιώτη, «Απόπειρα σκιαγραφήσεως του Βρεσθένης Θεοδώρητου», Πρακτικά του Γ' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Καλαμάτα, 8-15 Σεπτεμβρίου 1985), τομ.3ος, Αθήναι 1987-1988, σελ.27-37</ref>, Έλους Άνθιμος, Ανδρούσης Ιωσήφ, Π.Πατρών Γερμανός, Τριπλιτζάς Δανιήλ, Κορίνθου Ζαχαρίας, Κερνίτσης Προκόπιος, Μαΐνης Νεόφυτος, Ζαρνάτας Γαβριήλ, Ανδρουβίτσας Θεόκλητος, Πλάτζης Ιερεμίας, Καρυουπόλεως Κύριλλος, Μηλέας Ιωσήφ, Μαλτσίνης Ιωακείμ ή Ιερώνυμος, Χαριουπόλεως Βησσαρίων. [[Αρχείο:Theodoritos Vresthenis.jpg|thumb|Ο Βρεσθένης Θεοδώρητος]]
*Από την Στερεά Ελλάδα 9: Αθηνών Διονύσιος, Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος, Σαλώνων Ησαΐας, Ταλαντίου Νεόφυτος, Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος, Ρωγών Μακάριος, Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος, Μενδενίτσης Γρηγόριος.
*Αρχιερείς νήσων Αιγαίου Πελάγους 8: Καρύστου Νεόφυτος<ref>επίσκοπος Θαυμακού Χρυσόστομος Θέμελης, «Ο Ευβοίας Νεόφυτος», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τομ.5 (1958), σελ.113-127 Γ. Γρυπάρη, «Βιογραφικαί τινές ειδήσεις περί του αοιδίμου επισκόπου Ευβοίας Νεόφυτου», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τομ.17 (1971), σελ.451-462 Χαράλαμπος Φαράντος, «Άγνωστες σελίδες της Ευβοϊκής Ιστορίας. Ο Εθνομάρτυρας ιερέας Σταμάτιος Καλδεμίρης, εφημέριος του ναού Άγιος Δημήτριος Χαλκίδας», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τομ. ΛΘ' (2010-2012) σελ.77-78</ref>, [[Παροναξίας Ιερόθεος|Παροναξίας Ιερόθεος]]<ref>Για τον Ιερόθεο ο Φιλήμων αναφέρει πως μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική της επανάστασης εγκύκλιος του Πατριάρχη Ευγενίου έσπευσε να παροτρύνει τους συμπατριώτες του σε υποταγή στους Τούρκους. Ανδρέας Δρακάκης, «Άγγλοι πρόξενοι εις τας Κυκλάδας κατά την Επανάστασιν του 1821», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τομ.4 (1964), σελ.133-134</ref>, Χίου Πλάτων, Ρόδου Αγάπιος, Σαντορίνης Ζαχαρίας<ref>Μητροπ. Θήρας Επιφάνειου, «Η συμβολή της Θήρας εις τον αγώνα της ανεξαρτησίας . Ο ρόλος της Θηραϊκής Εκκλησίας», στο: Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ‘’Χριστόδουλος-αφιερωματικός τόμος, Αθήναι, 2010, σελ.351-357</ref>, Κέας Νικόδημος, Τήνου Γαβριήλ<ref>Φιλάρετος Βιτάλης, «Ο Τήνου Γαβριήλ Συλιβός και η συμβολή του εις την εθνεγερσίαν του 1821»,Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τομ.9 (1971-1973), σελ.137-151 </ref>, Μυτιλήνης Καλλίνικος.
*Αρχιερείς της Κρήτης 12: Κρήτης (Ηρακλείου) Γεράσιμος, Κνωσσού Νεόφυτος, Χερσονήσου Ιωακείμ, Αυλοποτάμου Παρθένιος, Αρκαδίας Νεόφυτος, Κυδωνίας Καλλίνικος, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεος, Πέτρας Ιωακείμ, Σητείας Ζαχαρίας, Ιεράς Αρτέμιος, [[Μελχισεδέκ Τσουδερός|Κισσάμου (Χανίων) Μελχισεδέκ]], [[Καλλίνικος (Διοσπόλεως)|Διουπόλεως Καλλίνικος]]
*Αρχιερείς Θεσσαλίας 3: Λαρίσης Πολύκαρπος, Σταγών Αμβρόσιος,Φαναρίου και Φαρσάλων Δαμασκηνός
Γραμμή 37:
==Ο κλήρος και η πολιτική οργάνωση των επαναστατημένων Ελλήνων==
Κληρικοί οι οποίοι μετείχαν στα κοινοβούλια του Αγώνος ήταν ο Βρεσθένης Θεοδώρητος στη Συνέλευση των Καλτετζών-Γερουσία Πελοποννήσου και αργότερα στην Πελοποννησιακή γερουσία, ο Ταλαντίου Νεόφυτος και ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής στον Άρειο Πάγο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, στην Πελοποννησιακή Γερουσία επίσης οι Κορίνθου Κύριλλος Ροδόπουλος, αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος.<ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.137</ref>
Στις εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης οι Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ταλαντίου Νεόφυτος, Λίτζας και Αγράφων Δοσίθεος, ο Άνθιμος Γαζής, ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς και ηγούμενος της Μονής Αγίων Ασωμάτων Ταξιαρχών Διονύσιος Πετράκης. <ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.137-138</ref>
Μέλη του Βουλευτικού Σώματος στην Α’ περίοδο (Ιανουάριος1822-Απρίλιος 1823) διετέλεσαν οι Π.Π.Γερμανός (βουλευτής Πελοποννήσου), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (βουλευτής Δημητριάδος), ο ιερομόναχος Βενιαμιν ο Λέσβιος (βουλευτής Πελοποννήσου), Στην β’ περίοδο (Απρίλιος 1823-Οκτώβριος 1824) μέλη του: ο Βρεσθένης Θεοδώρητος (βουλευτής Μυστρά και αντιπρόεδρος του σώματος), ο Γρηγόριος Μεθώνης, Ναυαρίνου και Νεοκάστρου (βουλευτής Νεοκάστρου), ο Πορφύριος Άρτας και Ναυπάκτου (βουλευτής Ζυγού-Αιτωλίας), ο αρχιμ. Γεράσιμος Παγώνης (βουλευτής δυτικής Σπάρτης), ο ιερέας Θεόδωρος Οικονόμος Κανελλόπουλος (βουλευτής Μεθώνης), ο ιερέας Νικόλαος Οικονόμου (βουλευτής Ανατ. Σπάρτης), ο Θεόφιλος Καΐρης βουλευτής Άνδρου. Στην γ’ περίοδο (Οκτώβριος 1824-Απρίλιος 1826): ο Βρεσθένης Θεοδώρητος (βουλευτής Μυστρά), ο Νεόφυτος Καρύστου (βουλευτής Καρύστου), ο Θεόφιλος Καΐρης (βουλευτής Άνδρου), ο ιερέας Δημήτριος Γρίβας (βουλευτής Άνδρου) <ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.140-146</ref>
Στην Γ’ εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευση προτάθηκε η μη ανάμειξη στα πολιτικά και στρατιωτικά υπουργήματα του κλήρου, ενώ στο άρθρο 24 του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος προβλεπόταν ο αποκλεισμός από κάθε δημόσιο υπούργημα των κληρικών. Οι πρεσβύτεροι διατηρούσαν το δικαίωμα του εκλογέως πάντως.<ref name="ReferenceB">Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.147</ref> Ωστόσο μετά την ψήφιση του Συντάγματος στην Βουλή που συγκροτήθηκε την Δ’ περίοδο κατά παράβαση του Πολιτικού Συντάγματος<ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.147<name="ReferenceB"/ref> συμμετείχαν : ο Βρεσθένης Θεοδώρητος (βουλευτής Μυστρά), ο Καρύστου Νεόφυτος (βουλευτής Καρύστου), ο Άρτης και Ναυπάκτου Νεόφυτος(βουλευτής Βενετικού), ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Καμπάνης (βουλευτής Άνδρου), ο ιερέας Ελευθέριος Πανούσης (βουλευτής Δερβενοχωρίων),ο ιερομόναχος Νεόφυτος Οικονόμος (βουλευτής Κρήτης)<ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.149-150</ref> Κάποιοι εξ αυτών συμμετείχαν στις πολιτικές αντιθέσεις της εποχής: ο Ανδρούσης Ιωσήφ επιτιμά τον Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο,ο οποίος μαζί με κάποιους άλλους αρχιερείς, είχε σταματήσει να μνημονεύει κατά τις ιερές ακολουθίες τη Διοίκηση και τα λοιπά συντεταγμένα σώματα του έθνους.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.144</ref> Επίσης πολλοί εξ αυτών υπέγραψαν την Πράξη της υποτέλειας προς τη Μεγάλη Βρετανία το 1825, ο Π. Π. Γερμανός συμμετείχε στην ‘’Επιτροπή της Συνελεύσεως’’ του 1826 που αποσκοπούσε στην σύναψη συμβιβασμού με την Πύλη για να καταβάλει σε αυτήν φόρο υποτέλειας το Ελληνικό κράτος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος συμμετείχε ως Αντιπρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος στον πολιτικό διχασμό των ετών 1823-1824, ο μητροπολίτης Πορφύριος ως συνήγορος της Διοικήσεως δίκαζε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη<ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.152-153</ref>
Υπήρχαν επίσης επίσκοποι που ζητούσαν να τοποθετηθούν σε έδρες της προτιμήσεώς τους και όταν το αίτημά τους δεν ικανοποιείτο ζητούσαν τη μεσολάβηση άλλων παραγόντων: έτσι ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Καμπάνης γνωρίζοντας την απουσία του μητροπολίτη Σίφνου από την έδρα του αποφάσισε να διεκδικήσει την τοποθέτησή του σε αυτή, απευθύνθηκε στο Υπουργείο της θρησκείας και αφού καθυστερούσε η απάντηση ζήτησε τη μεσολάβηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με το οποίο διατηρούσε σχέσεις και τον παρακάλεσε να συνηγορήσει υπέρ του αιτήματός του. Ο Κολοκοτρώνης μεσολάβησε και ο το αίτημα του Λεόντιου ικανοποιήθηκε <ref>Σίμος Συμεωνίδης, «Αρχιμανδρίτης Λεόντιος Καμπάνης τοποτηρητής της Μητροπόλεως Σιφνομήλου», Σιφνιακά, τομ.16 (2008), σελ.42-51</ref>
 
==Το ζήτημα των χειροτονιών και των μεταθέσεων==
Όταν ξέσπασε η επανάσταση υπήρχαν τριάντα οκτώ μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, στο τμήμα που θα αποτελούσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Δέκα έξι από αυτούς ήταν στην Πελοπόννησο,έντεκα στην Στερεά Ελλάδα και έντεκα στα νησιά. Όλοι είχαν τοποθετηθεί κανονικά από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ.65</ref> Η εκκλησιαστική διοίκηση των κενών επισκοπών ανατέθηκε στους πρωτοσύγγελους μέχρι την αλλαγή της κατάστασης.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ.70</ref>
Οι πολεμικές συνθήκες, φυλακίσεις, θάνατοι, εξορίες, συμμετοχή σε ένοπλα σώματα, είχαν σαν αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής. Μια τέτοια περίπτωση ήταν του Καλλίνικου Ηλιάδη, αρχιεπισκόπου Μήλου και Κιμώλου, ο οποίος ήταν ένας εξ όσων υπέγραψε τον αφορισμό της Ελληνικής Επανάστασης και ενώ διορίστηκε πατριαρχικός έξαρχος Σποράδων ερχόμενος για περιοδεία στην περιοχή ευθύνης του, συνελήφθη, φυλακίσθηκε για δυο χρόνια στις φυλακές του Ευρίπου απελάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. <ref>Βασίλειος Ατέσης, «Αρχιερείς Μήλου και Κιμώλου», Κιμωλιακά, τομ.Γ (1973),σελ. 85-86</ref> Το Βουλευτικό με θέσπισμά του (Μάρτιος 1822) ανάθεσε σε ''συνέλευσιν Αρχιερατικήν'' να εξετάσει τα ''χρέη'' και ''δικαιώματα'' του Κωνσταντινουπόλεως σχετικά με το δίκαιο των χειροτονιών επί των χηρευόντων θρόνων. Λόγω όμως των συνθηκών αναβλήθηκε προσωρινά η επίλυση του θέματος. Όμως λόγω του ότι ο Χρύσανθος Λακεδαίμονος είχε προβεί σε χειροτονία άλλου επισκόπου χωρίς την άδεια της Διοικήσεως εγκλήθηκε από τον Ανδρούσης Ιωσήφ στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κυβέρνησης. Εκείνος δικαιολογήθηκε ότι χρειαζόταν έναν βοηθό επίσκοπο λόγω της κακής του υγείας.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ.71-72 Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.176</ref>
Ο Ανδρούσης Ιωσήφ προς θεραπεία της όλης κατάστασης πρότεινε τον διορισμό ''επιτροπών'' με σκοπό την αναφορά των όποιων αντικανονικών πράξεων στη Διοίκηση δια του Υπουργείου της θρησκείας και τον περιορισμό της αντικανονικής ανάμιξης των Εφόρων, των περιφερειακών οργάνων της Διοίκησης.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.177</ref>
Το Εκτελεστικό με απάντησή του στον Μινίστρο της Θρησκείας προέκρινε ως λύση τη σύσταση κεντρικού διοικητικού οργάνου για την επίλυση του θέματος, χωρίς όμως να αποκλείει την κατ' οικονομίαν επίλυση του ζητήματος με προσωρινό διορισμό επιτροπών, αλλά έδειχνε και την απροθυμία του να υιοθετήσει την πρόταση του Ανδρούσης και τελικά την επιθυμία του να είναι αυτό που θα ελέγχει πλήρως τις πράξεις των εκκλησιαστικών οργάνων.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ. 178-179</ref>
Επειδή όμως δεν είχε συγκληθεί σύνοδος αρχιερέων για την εξέταση των κανονικών δικαίων του Φαναρίου, τα αιτήματα του ποιμνίου ήταν συνεχόμενα για κάλυψη των χηρευόντων θρόνων, και η ανάγκη για είσπραξη των εκκλησιαστικών εισοδημάτων προς όφελος του Εθνικού Ταμείου ήταν επιβεβλημένη, η απόφαση για μη διορισμό επιτροπών εγκαταλήφθηκε: έτσι διορίστηκε επίτροπος στην επαρχία Σαντορίνης, Ωλένης, Κέας, Έλους, Χριστιανουπόλεως, Μονεμβασιάς.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ. 180-181</ref><ref>Δυσαρέσκειες για τις περιοχές τοποτηρητείας δεν έλλειπαν: έτσι ο πρώην Μοσχονησίων Βαρθολομαίος εκφράζει παράπονα για τα νησιά που του ανέθεσαν, γράφει , «''Η επαρχία της Σίφνου εσυνίστατο από ένδεκα κορακόνησα,ο εστί ένδεκα χωριά, [...] εξ αυτών , τα πέντε νησιά, Μύκωνο,Αμουργός, Αστοπαλιά, Ανάφη και Ίος (sic) , εδόθησαν εις τον αδελφόν Άγιο Δημητριάδος, τα οποία είναι το κρέας αυτής της επαρχίας και ταπλέον ουσιώδη και καλύτερα.''» Σίμος Συμεωνίδης, «Εκκλησιαστικά έγγραφα Σίφνου και Μήλου της τοποτηρητείας πρ.Μοσχονησίων Βαρθολομαίου [1824-1830] και περί επισκόπου Περιστεράς Λεοντίου», Σιφνιακά, τομ.9 (2001), σελ.123</ref>
Εκτός της χειροτονίας επισκόπων ένα άλλο ευαίσθητο ζήτημα ήταν η χειροτονία διακόνων και ιερέων, κάτι για το οποίο το Εκτελεστικό αξίωνε να είναι αρμόδιο για την εποπτεία των διαδικασιών: η προσπάθεια ελέγχου δικαιολογείτο από την έλλειψη προσόντων των υποψηφίων, από την πληθώρα των ιερέων και την ανάγκη περιορισμού τους για οικονομικούς λόγους. Σε αυτήν την πρόταση αντέδρασε το Βουλευτικό επικαλούμενο του ιερούς κανόνες. Όμως και τα δύο σώματα υιοθετούσαν την άποψη για πλήρη έλεγχο εκ μέρους της πολιτείας της εκλογής των κληρικών προς ''αποφυγήν ενδεχομένων καταχρήσεων'' <ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ. 196-197 [[Νικηφόρος Διαμαντούρος]], Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,Αθήνα, 2002,σελ. 249-250</ref> Έτσι σε βούλευμά του το Βουλευτικό ζητά την προηγούμενη έγκριση του Υπουργείο για κάθε νέα χειροτονία κληρικών και μοναχών με απώτερο στόχο τον έλεγχο της μοναστηριακής περιουσίας. <ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.198-199</ref> Το ίδιο ίσχυσε και για τις σταυροπηγιακές μονές τον διορισμών των ηγουμένων τους διεκδίκησε η Διοίκηση.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.238</ref>
Στις περιοχές που δεν επικράτησε η επανάσταση οι χειροτονίες ήταν ομαλές και η διαδοχή των επισκόπων επίσης: στα επισκοπή Ιωαννίνων με τον θάνατο του Γαβριήλ το 1826 τον διαδέχεται ο Βενέδικτος <ref>μητροπ. Παραμυθιάς και Πάργας, Αθηναγόρας, «Η Εκκλησία των Ιωαννίνων», Ηπειρωτικά χρονικά, τομ.3 (1928), σελ.42-43</ref>
 
Γραμμή 59:
Η πολιτική εξουσία βρήκε μια προσωρινή λύση θεσπίζοντας το αξίωμα του Μνίστρου της θρησκείας, που θα δινόταν σε έναν ιεράρχη.
Δεν γνωρίζουμε αν είχε επιδράσει ο Κοραής στην ιδέα της Α’ Εθνοσυνέλευσης περί συγκρότησης μιας Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ή αν είχε ομοιότητες με τη Ρωσική Σύνοδο. Η πρόταση του Βουλευτικού για συνέλευση αρχιερατική, που τελικά δεν έγινε, θα ήταν η πρώτη Σύνοδος της Ιεραρχίας της ελεύθερης Ελλάδας.<ref>Αγγελική Τσαγκάρη, Η ιστορία και το νομικό πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2001, σελ.56-59</ref><ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.205-206</ref>
Σχέδια για την οργάνωση της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση υπέβαλαν διάφοροι αρχιερείς: στη Β' Εθνοσυνέλευση ανεγνώσθη ''γνώμη περί εκκλησιαστικής ευταξιας και επροβλήθη περί εκκλησιαστικής κεφαλής εις την Ελλάδα'' -εννοώντας προφανώς για το τελευταίο τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ανατέθηκε στον Μινίστρο της Θρησκείας ''να δώση σχέδιον εις την Διοίκησιν περί εκκλησιαστικής διατάξεως''<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.207</ref> Το 1826 δόθηκαν οδηγίες στην Επιτροπή της Συνελεύσεως οι οποίες αφορούσαν τους όρους ειρήνευσης που ήταν αποδεκτοί από την Ελλάδα και που θα υποβάλλονταν στην Στράφορντ Κάννινγκ. Σε μια παράγραφο που έθιγε τις μελλοντικές σχέσεις του Πατριαρχείου με μια ανεξάρτητη ή αυτόνομη Ελλάδα, το έγγραφο έδινε εντολή στην Επιτροπή ''να μην δεχθή ώστε η Πόρτα να έχη μέρος ή επιρροήν, μήτε εκ πλαγίου μήτε κατ' ευθείαν,εις την Εσωτερικήν Κυβέρνησιν, είτε Πολιτικήν, είτε Εκκλησιαστικήν της Ελλάδος''<ref> [[Νικηφόρος Διαμαντούρος]], Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,Αθήνα, 2002,σελ.242-243</ref> Μια ακόμα πρωτοβουλία ελήφθη από τους Τριπολιτσάς Δανιήλ, Κορίνθου Κύριλλο, [[Θεοδώρητος Βρεσθένης|Βρεσθένης Θεοδώρητο]], Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο και [[Ιωσήφ ο από Ανδρούσης|Ανδρούσης Ιωσήφ]]. Αυτοί στις 21 Φεβρουαρίου 1827 υπέβαλαν αναφορά στην Γ' Εθνοσυνέλευση πρότειναν τη σύγκληση κανονικών αρχιερέων για να αποφασίσουν τα αναγκαία για τη διαφύλαξη των εκκλησιαστικών κανόνων. Η Εθνοσυνέλευση θα συγκροτούσε επιτροπή από εννέα μέλη, 7 λαϊκούς και 2 κληρικούς για να εκπονήσουν σχέδιο ανάλογο. Καλούσε ταυτόχρονα τους προηγούμενους πέντε αρχιερείς που υπέβαλαν το σχετικό υπόμνημά τους να καταθέσουν και τη δική τους πρόταση. Στις 9 Απριλίου 1827 κατέθεσαν το σχέδιό τους στην εννεαμελή επιτροπή. Το εν τάχει εκπονηθέν σχέδιό τους αποτελείτο από 24 άρθρα τα κυριώτερα σημεία του οποίου αναφέρονταν στα εξής<ref>Αγγελική Τσαγκάρη, Η ιστορία και το νομικό πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2001, σελ.61 κ.εξ Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.211-212 [[Νικηφόρος Διαμαντούρος]], Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,Αθήνα, 2002,σελ. 243</ref>: διορισμός τριμελούς ή πενταμελούς συνόδου με τον τίτλο Επιτροπή Εκκλησιαστική, καθορισμός των υποχρεώσεών της: αποκλεισμός από την πολιτική ζωή και απαγόρευση ανάληψης στρατιωτικών αρμοδιοτήτων, να μεριμνά για την κάλυψη των χηρευουσών επαρχιών, για το κήρυγμα, τις μονές, τη σύσταση σχολείων, την επίλυση των διαφορών μεταξύ κληρικών, τις κληρονομικές υποθέσεις, τα συνοικέσια, την επιβολή κυρώσεων, για τα οικονομικά της Εκκλησίας. Τέλος προβλεπόταν η μη απόσπαση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.<ref>Αρχιμ. Νεόφυτου Παντζή, «Ανδρούσης Ιωσήφ-Ηλιουπόλεως Άνθιμου σχέδιον περί του εκκλησιαστικού συστήματος», Πελοποννησιακά, τομ.10 (1974), σελ.118-120</ref> ο τίτλος ‘’Επιτροπή Εκκλησιαστική’’ έδειχνε πως δεν θα διοικούσε με αυτοτέλεια ,αλλά ‘’επιτροπικώς’’ , προσωρινά, και με περιορισμένη δικαιοδοσία (δεν γίνεται λόγος για χειροτονίες)<ref>Αγγελική Τσαγκάρη, Η ιστορία και το νομικό πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα, 2001, σελ.62-63</ref>
Όπως σχολιάζει ο καθηγητής του Εκκλησιαστικού δικαίου Ιωάννης Κονιδάρης, «[...]απλή και μόνο ανάγνωση του σχεδίου [...] δεν αφήνει αμφιβολίες ότι η ουσιαστική διοίκηση της Εκκλησίας περιερχόταν στην ''Εκκλησιαστική Επιτροπή'' και μάλλον διακοσμητικός επρόκειτο να είναι ο ρόλος του Πατριαρχείου». Το σχέδιο αυτό δεν έμελλε να υλοποιηθεί.<ref>Ιωάννης Κονιδάρης, «Η γένεση του πολιτεύματος της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», στο: Ευάγγελος Χρυσός (επίμ), Ένας κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του Ελληνικού πολιτισμού στη Γερμανική επιστήμη κατά τον 19οαι., εκδ.Ακρίτας, Αθήνα, 1996, σελ.211</ref> Η σημασία του προτεινόμενου σχεδίου έγκειτο στο ότι αποτύπωνε τον προσδοκώμενο από τον ανώτερο κλήρο ρόλο που θα έπαιζε ο ίδιος στο μετεπαναστατικό ελληνικό κράτος, ρόλο αυτόνομο. Επίσης αποτύπωνε την αντίδρασή τους στις πολιτικές και στις ιδέες που κόμιζαν οι εκσυγχρονιστές σε όλη τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου.<ref>[[Νικηφόρος Διαμαντούρος]], Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,Αθήνα, 2002, σελ. 244-245</ref> Όπως καθοριζόταν το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων αφορούσε το τετράπτυχο:δόγματα, κανόνες, ηθική διδασκαλία, λατρεία. Η Εκκλησία σταδιακά ταυτιζόταν με την Ιεραρχία, καθορίζονταν ''αντικείμενα ελέγχου'' που τόνιζαν την ελεγκτική αρμοδιότητα της Εκκλησίας, που με τη σειρά της αυτή η ελεγκτική αρμοδιότητα στήριζε την ιερατική δομή της Εκκλησίας.<ref>Ιωάννης Πέτρου, Εκκλησία και πολιτική,εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ.142-146</ref>
 
===Πειθαρχική εξουσία===
Γραμμή 67:
===Επαρχιακή οργάνωση και εκκλησιαστικοί τίτλοι===
Με την μεταβολή της εκκλησιαστικής επαρχιακής οργάνωσης ασχολήθηκε η Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος όταν τοποθέτησε τον Πορφύριο στην Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης στη θέση του διορισμένου από τις Τουρκικές αρχές Άνθιμου<ref>μητροπ. Σάρδεων Γερμανού, «Επισκοπικοί κατάλογοι των εν Ηπείρω και Αλβανία επαρχιών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως», Ηπειρωτικά χρονικά, τομ.12 (1937), σελ.15-16</ref>, και ταυτόχρονα του ανάθεσε νέα καθήκοντα γινόμενος Αρχιεπίσκοπος της ελευθέρας Δυτικής Ελλάδος.<ref>Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ.1ος, εν Αθήναις, 1920, σελ. 22-23 Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.221</ref>
Ο αποδοθείς από την Γερουσία τίτλος μαρτυρούσε την άγνοια των εκκλησιαστικών διατάξεων εκ μέρους της αλλά και την τάση συγκεντρωτισμού της εκκλησιαστικής διοίκησης της περιφέρειας σε ένα κεντρικό όργανο άμεσα συνεργαζόμενο μαζί της. Επίσης η ενέργεια αυτή της Γερουσίας έχει μια ακόμα σημασία: αποτελεί τη μοναδική περίπτωση ίσως της επαναστατικής περιόδου, «παραθεώρησης των δικαίων των δικαίων της Κωνσταντινουπόλεως», αφού θα μπορούσε να διορισθεί προσωρινώς τοποτηρητής. <ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ. 222-224</ref> Τέλος, συνιστούσε την πρώτη περίπτωση εκκλησιαστικού διορισμού που έγινε από την πολιτική εξουσία στην επαναστατημένη Ελλάδα.<ref>[[Νικηφόρος Διαμαντούρος]], Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,Αθήνα, 2002, σελ. 246-247</ref>
 
===Εκκλησιαστική περιουσία και συντήρηση του κλήρου===
Σύμφωνα με έκθεση του [[Πατριάρχης Χρύσανθος|Πατριάρχη Χρύσανθου]] του Απριλίου 1825, η οποία περιείχε κατάλογο των χρεών διαφόρων επισκοπών προς το Πατριαρχείο, οι επαναστατημένες εκκλησιαστικές επαρχίες Πελοποννήσου, Ρούμελης και Αιγαίου Πελάγους όφειλαν το συνολικό ποσό των 335.448 γροσίων.<ref>Πέτρος Γεωργάντζης, Οι αρχιερείς και το εικοσιένα (αντίδραση ή προσφορά;), Ξάνθη 1985, σελ.112</ref>
Από το δεύτερο έτος της Ελληνικής Επανάστασης προβλέφθηκε η δήμευση των πολυτελών εκκλησιαστικών σκευών, εκτός των εικόνων και των των ιερών σκευών των προορισμένων για την τέλεση της θείας ευχαριστείας, για την κοπή νομισμάτων. Με την επιτυχία της ελληνικής επανάστασης τα αντικείμενα θα επιστρέφονταν είτε ίδια, είτε στο αντίτιμό της ως εθνικά κτήματα στην Εκκλησία. Η Διοίκηση επέβαλε δεκάτη επί των εσόδων των μονών και άλλες έκτακτες εισφορές σε αρχιερείς και λοιπούς κληρικούς: πρόταση δανεισμού 70.000 γροσίων από τα μοναστήρια του Αιγαίου, επιβολή νέας εισφοράς το 1824 σε Αρχιερείς του Αιγαίου για την κατασκευή πυρπολικών και στις αρχές του ίδιου χρόνου είχε ξεκινήσει έρανος 5000 γροσίων από τις μονές του Μυστρά.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.232-233</ref> Σε κάποιες περιπτώσεις εράνων κληρικοί και μοναχοί δίνουν περισσότερα από τους προύχοντες<ref>βλέπε την περίπτωση της συγκέντρωσης χρημάτων στη Σίφνο το 1822 Σίμος Συμεωνίδης, «Χρηματικές συνεισφορές Σιφνίων υπέρ της Επαναστάσεως του 1821», Σιφνιακά, τομ. 7 (1999),σελ. 108-121</ref> Πέντε κιβώτια με σκεύη και άμφια από μονές της Κρήτης διατάχθηκε από το Εκτελεστικό, τον Ιανουάριο του 1826, να εκποιηθούν για την ενίσχυση του Δημόσιου ταμείου.<ref>Νικόλαος Τωμαδάκης, «Σύντομον διάγραμμα της ιστορίας της Εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.14 (1960), σελ.27</ref>
Οι αρχιερείς που εισέπρατταν μέχρι την επανάσταση τα κανονικά τους δικαιώματα από το ποίμνιό της δικαιοδοσίας τους, άρχισαν να έχουν προβλήματα λόγω των εμπερίστατων συνθηκών του ποιμνίου τους: ο Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος απευθύνεται στον απρόθυμο, τελικά, Μαυροκορδάτο και του ζητάει να παρέμβει για να πληρώσουν οι Κραβαρήτες τα αρχιερατικά του δικαιώματα. Ο Ανδρούσης Ιωσήφ μετά από εντολή του Εκτελεστικού αποστέλλει εγκύκλιο (1823) για να καταβάλει κλήρος και λαός τα κανονικά δικαιώματα των αρχιερέων, ενώ ο τοποτηρητής της μητρόπολης Αθηνών Ταλαντίου Νεόφυτος σε επιστολή του (1825) στο Υπουργείο της Θρησκείας μιλάει για αδυναμία συντήρησής του από το ποίμνιό του.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.233-234</ref>,όπως ο Άρτας Πορφύριος.<ref>σε επιστολή του στο Εκτελεστικό το 1825, «''[...] ήδη έμεινα εις αμηχανίαν, μη έχων τον πόρον της ζωής μου[...]η αδιάκοπος είσοδος των εχθρών εις την επαρχίαν μου δεν με άφησε μέχρι τούδε να συνάξω ουδ' οβολόν,και ήδη δανειζόμενος εξοικονομώ τα προς το ζην''»Κωνσταντίνου Κώνστα, «Εκκλησιαστικά της δυτικής χέρσου Ελλάδος (1822-1865», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, τομ.2 (1969-1970), σελ.71</ref>
Δεν έλειψαν καταχρήσεις της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας από λαϊκούς και κληρικούς <ref>Έτσι με την περίπτωση της Μονής Αγίου Ελευθερίου , σταυροπηγιακό μοναστήρι στο Σαγκρί της Νάξου, τα εισοδήματα της οποία απολάμβαναν ανεξέλεγκτα τρεις κληρονόμοι του ιερομόναχου Καλλινίκου. Γιάννης Ησαΐας, «Η ιστορική έκθεση του Εξάρχου Αιγαίου πελάγους το 1824 για τα μοναστήρια και εκκλησίες της Νάξου και η κατάσταση των μονών μέχρι το 1833», Ναξιακά, τχ.32 (70),(Μάρτιος 2009-Μάιος 2009), σελ.30</ref> γι' αυτό η Διοίκηση προέβη σε διορισμό στους χηρεύοντες θρόνους κεχωρισμένως κληρικών ως επιστάτες των εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε στις μητροπόλεις Αθηνών (αρχιδιάκονος Δανιήλ Αναστασιάδης), Μονεβασίας (πρωτοσύγκελος Γεράσιμος), Ναυπλίου και Άργους (αρχιμανδίτης Διονύσιος), Δημητσάνης (αρχιμανδρίτης Γεννάδιος Οικονόμου), Χριστιανουπόλεως (πρωτοσύγκελλος Αμβρόσιος)<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.235-236</ref> Η μέριμνα για την τοποθέτηση τοποτηρητών στις χηρεύουσες εκκλησιαστικές έδρες αποσκοπούσε κυρίως στην συγκέντρωση εκκλησιαστικών φορολογιών και εισοδημάτων<ref>Σίμος Συμεωνίδης, «Εκκλησιαστικά έγγραφα Σίφνου και Μήλου της τοποτηρητείας πρ.Μοσχονησίων Βαρθολομαίου [1824-1830] και περί επισκόπου Περιστεράς Λεοντίου», Σιφνιακά, τομ.9 (2001), σελ.121-122</ref>
Όσον αφορά την συντήρηση των απλών ιερέων και αρχιερέων ζητούσαν συχνά την βοήθεια της διοίκησης για τη συντήρησή τους<ref>έτσι ο Πορφύριος Άρτας που είχε μείνει χωρίς έδρα και ''μέσα'' για να καλύψει ''τας διαφόρους αυτού χρείας και τα άφευκτα του επαγγέλματός του έξοδα'' η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος καθόρισε τις διάφορες πηγές εισοδημάτων του Κωνσταντίνου Κώνστα, «Εκκλησιαστικά της δυτικής χέρσου Ελλάδος (1822-1865», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, τομ.2 (1969-1970), σελ.69-70</ref>: αυτή τους τοποθετούσε σε διάφορες εκκλησιαστικές επαρχίες για να συντηρούνται από τα κατά τόπους ποίμνια λαμβάνοντας τα λεγόμενα ''τυχηρά'', ενώ οι αρχιερείς σε χειρεύουσες έδρες χωρίς δικαιοδοσία επί της περιουσίας τους. Τα εκκλησιαστικά εισοδήματα δίνονταν για τη συντήρηση ναών, κληρικών ή της όποιας εκπαιδευτικής δραστηριότητας της εποχής, ή για την κάλυψη των διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών της εποχής. Όσον αφορά την περιουσία σταυροπηγιακών μονών που ανήκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης ή των μετοχίων της μονής Σινά, του Παναγίου Τάφου, ή του Αγίου Όρους (μετόχι αγίου Γεωργίου στη Σκύρο της Λαύρας Αγίου Όρους <ref>Βασίλειος Ατέσης, Ιστορία της Εκκλησίας της Σκύρου, εκδ.Εταιρεία Ευβοϊκών Μελετών, Αθήναι, 1951, σελ. 149</ref>) περιήλθαν όλες αυτές στο Εθνικό Ταμείο κατά τρόπο αυθαίρετο. <ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.237-238</ref>
Η Διοίκηση στο Σχέδιο Συντάγματος του 1825 προέβλεπε την μέριμνα της Πολιτείας για τη μισθοδοσία του κλήρου απέβλεπε στον έλεγχο της εκκλησιαστικής περιουσίας. Για την Εκκλησία η διαχείριση της περιουσίας της από την ίδια αποτελούσε βασική επιδίωξή της ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός επεδίωκε να συσταθεί ''ιερόν ταμείον '' με προαιρετικές εισφορές για την αρωγή κλήρου και λαού,διαχειριζόμενου από την Εκκλησία.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.240</ref>
 
Γραμμή 87:
Δείγμα της επικράτησης των κοσμικών εκσυγχρονιστικών απόψεων είναι η καθιέρωση στο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 διατάξεων αποκλεισμού του κλήρου από κάθε πολιτικό αξίωμα.<ref>[[Νικηφόρος Διαμαντούρος]], Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,Αθήνα, 2002, σελ. 255</ref>
===Ο Υπουργός της Θρησκείας ή Μινίστρος της Λατρείας===
O θεσμός καθιερώθηκε στο πλαίσιο του Προσωρινού Πολιτεύματος και με πράξη της 15ης Ιανουαρίου 1822 διορίστηκε ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ. Ο διορισμός του ήταν αποτέλεσμα στην ισχυρή Πελοποννησιακή επιρροή και στον ενεργό ρόλο που είχε ο κλήρος στην άσκηση της εξουσίας καθώς ήταν μία από τις ηγετικές κοινωνικές ομάδες. Ο μη διορισμός άλλων σημαινόντων ιεραρχών θα πρέπει να αποδοθεί στον περιορισμένο πολιτικό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι Υπουργοί γενικώς σε όλη την περίοδο της Επανάστασης, αφού ουσιαστική εξουσία ασκούσε το Εκτελεστικό.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.80-81</ref> Επίσης στην επιτροπή της Θρησκείας για την επεξεργασία νόμων διορίστηκαν οι Πολυχρόνιος Τζαννέτος και Γιαννούλης Καραμάνος. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ήταν η επιστασία των Εκκλησιαστικών και ιερών Μοναστηρίων''[...] να φροντίση [...] ώστε ο κλήρος να διακηρύξη προς τους λαούς της Ελλάδος το σέβας, την υπακοήν και αγάπην , τα οποία οφείλουσι να έχωσι προς την εύνομον της Ελλάδος διοίκησιν''.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.82</ref> Ο Υπουργός της θρησκείας μετονομάσθηκε σε Μινίστρο της Λατρείας στο Σύνταγμα της Β' Εθνοσυνέλευσης.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.84</ref>
H αλλαγή της επωνυμίας του Υπουργείου προκάλεσε την αντίδραση του Ανδρούσης Ιωσήφ, ο οποίος θεωρούσε πως ο νέος τίτλος περιόριζε τις αρμοδιότητές του σε ζητήματα καθαρώς διοικητικά ενώ ο ίδιος θεωρούσε πως ο προηγούμενος κάλυπτε ευρύτερες. Η αλλαγή της ονομασίας εκ μέρους της Πολιτείας έδειχνε πως αντιλαμβανόταν η ίδια τη θέση του θρησκευτικού φαινομένου στην κοινωνική δομή.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.84-85</ref> Ο Ανδρούσης Ιωσήφ απομακρύνθηκε από τη θέση του στα τέλη του 1824 είτε γιατί κατηγορήθηκε, όπως πίστευε ο ίδιος για προσωπικές φιλοδοξίες και οικονομικές καταχρήσεις, είτε γιατί υπέπεσε σε παράβαση καθήκοντος λόγω της συμμετοχής του σε τριμελή αποστολή για την κατάπαυση του εμφύλιου. Στη συνέχεια προτάθηκε στον Πανούτζο Νοταρά, αλλά αρνήθηκε. Γενικώς το Υπουργείο της Θρησκείας δεν λειτουργούσε ομαλά και μάλλον αδρανούσε, καθώς ο Ανδρούσης Ιωσήφ που βρέθηκε στη θέση του Υπουργείου από τις 15 Ιανουαρίου 1822 μέχρι τις 23 Μαΐου 1823, στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον ιερομόναχο Δανιήλ Γεωργόπουλο.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.84-87</ref>
O [[Παναγιώτης Κοδρικάς]] αντιτάχθηκε στον συγκεκριμένο θεσμό θεωρώντας τον επινόηση της δυτικής πολιτειολογίας οι εκπρόσωποι της οποίας ήθελαν δι' αυτού να ελέγξουν ''de jure'' τα εκκλησιαστικά πράγματα.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.88-90</ref> Ο Κοραής πρότεινε την ενσωμάτωσή του στο Υπουργείο Δημοσίας Παιδείας ή ακόμα και στο εσωτερικών ή και το Οικονομίας. O [[Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος]] με τη σειρά του πρότεινε το 1823 ο Υπουργός του Δικαίου να είναι αρμόδιος και για τις υποθέσεις του Υπουργού της θρησκείας. Στο Σχέδιο που συντάχθηκε για τη μεταρρύθμιση του Προσωρινού Πολιτεύματος το 1823 στην Ύδρα, προβλεπόταν η κατάργηση του Υπουργού της Θρησκείας και αντιπροτεινόταν η διοίκηση των εκκλησιαστικών από πλήρως ελεγχόμενη από την Πολιτεία σύνοδο.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.90-91</ref>
 
==Η πρόταση του Αδαμάντιου Κοραή για τη διοίκηση της Εκκλησίας==
Γραμμή 97:
==Το Άγιον Όρος==
Το 1821<ref>Ιωάννης Μαμαλάκης, «Διήγησις περί Αγίου Όρους εν καιρώ της επαναστάσεως του 1821», Επ. Επ. Φιλ. Σχ. ΑΠΘ, τομ. 7 (1957), σελ. 215-237</ref> υπήρχαν στο Άγιο Όρος 2980 μοναχοί, το 1826 δεν ξεπερνούσε τους 590. Ο χαρτοφύλαξ Νικηφόρος Ιβηρήτης ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Τον Μάιο του 1821 στο ναό του Πρωτάτου πανηγυρικώς αποφασίσθηκε η ένταξη στο κίνημα του Εμμανουήλ Παπά, Ο Τούρκος διοικητής συνελήφθη και τέθηκε υπό περιορισμό στη μονή Κουτλουμουσίου, ενώ ένοπλοι μοναχοί αναπτύχθηκαν στα όρια του Αγίου Όρους.<ref>Κρίτων Χρυσοχοϊδης, «Άθως,ιστορία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.1, εκδ.στρατηγικές εκδόσεις [2010], σελ.409</ref> Αρκετά από τα μοναστήρια ήταν εφοδιασμένα με όπλα και κανόνια με σκοπό την απόκρουση πειρατικών επιδρομών. Καθώς όμως διαπίστωσαν πως η υπεσχημένη από τους Ρώσους βοήθεια δεν ερχόταν, το Πατριαρχείο αφόρισε την Επανάσταση και εκατοντάδες πρόσφυγες ζητούσαν καταφύγιο στο Άθως, αδράνησαν και ήλθαν σε συμβιβασμό με τον Αβδούλ Αμπούδ Πασά, ο οποίος με αντάλλαγμα την παροχή αμνηστίας ζήτησε για αντάλλαγμα την καταβολή 150.000 πιάστρων και την εγκατάσταση μικρής φρουράς στις Καρυές.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ.61-62</ref>
Επίσης οι αγιορείτες θα έστελναν έγκριτους εξ αυτών ιερείς ως όμηρους στην Κωνσταντινούπολη ενώ θα παρέδιδαν και κάθε οπλισμό. <ref>Ιωάννης Μαμαλάκης, «Τα μαρτύρια των Αγιορειτών επί Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά 1822-1823», Δελτίον της Ιστορίκής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ. 17 (1963-1964), σελ.41</ref>
Τον Νοέμβριο του 1821 ο [[Εμμανουήλ Παππάς|Εμμανουήλ Παππάς]] καταφεύγει στο Άγιο Όρος μετά την αποτυχημένη εξέγερσή του στη Χαλκιδική. Από εκεί μαζί με λίγους μοναχούς που είτε ήθελαν να σώσουν τη ζωή τους ή να διαφυλάξουν πολύτιμα κειμήλια διέφυγαν με τον Παπά στη νότια Ελλάδα.<ref>Δημήτριος Γόνης, «Πειρατεία σε βάρος Αγιορειτών μοναχών αγωνιστών της Επαναστάσεως του 1821», Μνημοσύνη, τομ. 10 (1985-1987), σελ.243</ref>
Η σερβική μονή του Χιλανδαρίου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο προσφέροντας δύο αρχηγούς, τον αρχιμανδρίτη Ησαΐα και τον προηγούμενο Μακάριο. <ref>Δημήτριος Γόνης, «Πειρατεία σε βάρος Αγιορειτών μοναχών αγωνιστών της Επαναστάσεως του 1821», Μνημοσύνη, τομ. 10 (1985-1987), σελ.244</ref>
 
==Ο ρόλος των μονών του Ελλαδικού χώρου στην Ελληνική επανάσταση==
Ηγούμενοι μονών τίθενται επικεφαλής ένοπλων σωμάτων: ο ηγούμενος της μονής Πρέβελη [[Μελχισεδέκ Τσουδερός]] ηγήθηκε επαναστατικής ομάδας και σκοτώθηκε στο Πολεμάρχι Κισσάμου.<ref>Νικόλαος Τωμαδάκης, «Σύντομον διάγραμμα της ιστορίας της Εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ.14 (1960), σελ.23<name="ReferenceA"/ref>, ενώ άλλοι εξ ιδίων πόρων συντηρούν αυτά, όπως ο Ιωακείμ,ηγούμενος της μονής Γέροντος. <ref>Χαράλαμπος Φαράντος, «Άγνωστες σελίδες της Ευβοϊκής Ιστορίας. Ο Εθνομάρτυρας ιερέας Σταμάτιος Καλδεμίρης, εφημέριος του ναού ''Άγιος Δημήτριος'' Χαλκίδας», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τομ. ΛΘ' (2010-2012) σελ.82</ref> O ηγούμενος της μονής Ταξιαρχών Αιγίου Σάββας Βερσοβίτης συμμετείχε στη [[Συνέλευση της Βοστίτσας|σύσκεψη της Βοστίτσας]] και από την ίδια μονή προερχόταν ο αγωνιστής ιερομόναχος Παφνούτιος Ρούβαλης<ref>Γεώργιος Παπαγεωργίου, «Η Ιερά Μονή Ταξιαρχών Αιγίου εις τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας», Θεολογία, τομ. 42,(1971) σελ. 263</ref>
Πολλές μονές συνδράμουν οικονομικά τον Αγώνα: η μονή Ταξιαρχών προσφέρει σε τακτά χρονικά διαστήματα χρήματα: το 1821: 4900 γρόσια, το 1822: 8000 γρόσια, το 1823: οκτώ οκάδες και εκατόν εβδομήκοντα δράμια ασήμι-σκεύη ιερά , το 1824: 2500 γρόσια.<ref>Γεώργιος Παπαγεωργίου, «Η Ιερά Μονή Ταξιαρχών Αιγίου εις τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας», Θεολογία, τομ. 42,(1971) σελ. 265-266</ref> ενώ από άλλες αποσπώνται βιαίως τα εφόδια από τους αγωνιστές, όπως ο από τον Κολοκοτρώνη το 1824 από τη μονή Αγίας Ελεούσας στην Ηλεία και ο ηγούμενός της απουσίαζε για να μην τα δώσει.<ref>Ντίνος Ψυχογιός, «Τα μοναστήρια της Ηλείας: Αγία Ελεούσα», Ηλειακά, τχ.ΛΘ' (Γεννάρης-Μάρτης 1981), σελ.1177</ref>
Οι πολεμικές συνθήκες περιστέλλουν άλλες δραστηριότητες που έχουν αναπτύξει προεπαναστατικώς τα μοναστήρια, όπως η εκπαίδευση. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Σχολή Μελέ της Μονής Τιμίου Προδρόμου Μεσσηνίας.<ref>Κωνσταντίνος Ξενογιάννης , «Συμβολή εις τον αγώνα του 1821 .Η σχολή του Τιμίου Προδρόμου (Μελέ) Μεσσηνίας», Θεολογία, τομ. 42,(1971) σελ. 259-260</ref> Μοναστηριακοί πόροι αξιοποιούνται για τη συντήρηση σχολείων:το αθωνικό μετόχι του Αγίου Γεωργίου στην Σκύρο δίνει 1000 γρόσια το χρόνο για τα σχολεία του νησιού.<ref>Αννίτα Πρασσά, «Η εκπαίδευση στις Βόρειες Σποράδες κατά την επαναστατική και καποδιστριακή περίοδο (1821-1832)», Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, τομ.12 (1999), σελ.181</ref> χωρίς να λείπουν και τα εμπόδια για την εκποίησή τους<ref> όπως στη Νάξο, από τοπικούς παράγοντες. Θεοδόσιος Σπεράντσας, «Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς ως Έφορος της Παιδείας ανά τας Κυκλάδας», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τομ.1 (1961), σελ.86-87</ref>
Πολλές μονές καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν για αντίποινα στην βοήθεια που παρείχαν στην Ελληνική Επανάσταση:της μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών δύο μοναχοί πέθαναν από ξυλοδαρμό, τρεις φυλακίσθηκαν και ο ηγούμενος απήχθη στην Κωνσταντινούπολη<ref>Νατάλη Πέτροβιτς, «Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών»,Σερραϊκά χρονικά, τομ.5 (1969), σελ.198</ref>, η μονή Αγίας Ελεούσας της Ηλείας το 1826 από το Ιμπραήμ.<ref>Ντίνος Ψυχογιός, «Τα μοναστήρια της Ηλείας: Αγία Ελεούσα», Ηλειακά, τχ.ΛΘ' (Γεννάρης-Μάρτης 1981), σελ.1178</ref>
 
==Οι Επαναστατημένοι Έλληνες και η σχέση τους με τους Καθολικούς της Ελλάδος και την Παπική Εκκλησία==
Οι Ρωμαιοκαθολικοί αποτελούσαν τη μόνη ετερόδοξη θρησκευτική μειονότητα της επικράτειας<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.70</ref> ο δε αριθμός των Καθολικών των ελληνικών νησιών το 1821 δεν είναι ακριβής: 16.000 για τον Hofmann και 11.000 για τον Σπυρίδων Τρικούπη και τον Ιωάννη Φιλήμωνα<ref>Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ. 174</ref>. Η πλειοψηφία τους βρισκόταν στη [[Σύρος|Σύρο]], την [[Τήνος|Τήνο]], τη [[Σαντορίνη]] και τη [[Νάξος|Νάξο]]. Οι Γάλλοι διπλωματικοί εκπρόσωποι τους παρακινούσαν να διατηρήσουν ουδετερότητα. Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν πιο πολύ προσκολλημένοι στην θρησκεία τους παρά στην εθνικότητά τους. Υπήρχε ο φόβος να καταπιεστούν από την ορθόδοξη πλειοψηφία σε περίπτωση δημιουργίας ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, 1987, σελ.63</ref><ref>Ο Ανδρέας Δρακάκης σημειώνει «Γεγονός όμως είναι ότι εις όλας τας νήσους εξεδηλώθησαν αντιδράσεις κατά της συμμετοχής εις την Επανάστασιν και δη όχι μόνον από τους Καθολικούς κατοίκους των νήσων». Ανδρέας Δρακάκης, «Άγγλοι πρόξενοι εις τας Κυκλάδας κατά την Επανάστασιν του 1821», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τομ.4 (1964), σελ.120</ref> Αρνήθηκαν με επιμονή τη δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών και την καταβολή φόρων προς αυτές.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.70-71</ref> Για τον Σπυρίδωνα Τρικούπη ήθελαν να αποφύγουν αντίποινα των Τούρκων αλλά και δεν υπήρχαν ελπίδες εκ μέρους τους ευόδωσης της Επανάστασης <ref>Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ.182</ref> Δεν έλειψαν και μεμονωμένες επιδοκιμασίες της αίσιας έκβασης της Επανάστασης από καθολικούς όπως του επισκόπου Ζακύνθου.<ref>Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ. 184</ref> Όμως οι δυτικές καθολικές διπλωματικές αποστολές παρείχαν προστασία στους λατινικού δόγματος Ελληνες, ενώ έφταναν στο σημείο να απειλούν του Ορθόδοξους Έλληνες αν έβλαπταν του καθολικούς συντοπίτες τους: μια τέτοια περίπτωση αναφερόμενη από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη ήταν του Αυστριακού ναυάρχου Παυλούκη που απείλησε σχετικά τους Ορθόδοξους Ναξιώτες.<ref>Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ.196</ref>
===Απόπειρες προσέγγισης με τη Ρώμη===
Τον Απρίλιο του 1822 ο Μαυροκορδάτος προσκαλεί τον αρχιεπίσκοπο της Νάξου Ανδρέα Βεγγέτι να μεταβεί στην Κόρινθο για συνομιλίες σχετικά με υποθέσεις της Εκκλησίας της Ρώμης, πρόσκληση που επανέλαβε και ο [[Θεόδωρος Νέγρης]]. Ο Βεγγέτι βολιδοσκόπησε τη Ρώμη, αλλά εκείνη του σύστησε να παραμείνει στη Νάξο, αν η ελληνική πλευρά δεν ήθελε την ένωση στη βάση των αποφάσεων της Φερράρας Φλωρεντίας και δεν του παρείχε ασφάλεια και προστασία η Πύλη και ο Γάλλος πρέσβης. Τελικά η συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε λόγω και απροθυμίας των Καθολικών.<ref>Charles Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ. Δόμος, 1987, σελ.73-74 Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ.192-193 Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.88</ref>[[Αρχείο:Jacques-Louis David 018.jpg|thumb|right|Πάπας Πίος Ζ΄]]
Η πρωτοβουλία των Μαυροκορδάτου και Νέγρη στην συγκεκριμένη περίοδο θα πρέπει να ενταχθεί στη γενικότερη προσπάθεια να προσεγγισθεί ο παπικός θρόνος για να πετύχουν τη μεσολάβησή του στις ρωμαιοκαθολικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και για να εξαλειφθεί η αναστάτωση που προκαλούσε στα νησιά η οξεία αντίθεση των ρωμαιοκαθολικών στις απόπειρες των ελληνικών αρχών να εδραιώσουν την εξουσία τους.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.74</ref> H ''Προσωρινή Κυβέρνησις'' των Ελλήνων πληροφορούμενη εγκαίρως για επικείμενη συνδιάσκεψη στη Βερόνα, θέλησε να εκμεταλλευθεί την συγκυρία και απέστειλε τους Ανδρέα Μεταξά και τον Γάλλο Φιλίπ Ζουρνταίν. Η επιλογή των δύο αυτών προσώπων δεν ήταν τυχαία: επτανήσιος κόμης, γλωσσομαθής με πολεμική συμμετοχή και πολιτική πείρα ο πρώτος, γάλλος φιλέλληνας κόμης του Manipuello, καθολικός στο θρήσκευμα και μέλος του τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη ο δεύτερος, συνδύαζαν ιδιότητες μη απωθητικές για τις συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η Ελληνική αντιπροσωπεία έφθασε στην Αγκώνα στις 22 Σεπτεμβρίου 1822 κομίζοντας τρία υπομνήματα: προς τον τσάρο, τους ευρωπαίους ηγεμόνες και τον Πάπα. Δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στη Βερόνα επειδή ο Πάπας αρνήθηκε να χορηγήσει τις απαιτούμενες άδειες. Τελικά μέσω ελλήνων εμπόρων και παπικών αξιωματούχων έφθασαν οι επιστολές στον καρδινάλιο Spinola δύο μέρες μετά το πέρας των εργασιών της διάσκεψης.<ref>Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.85-87</ref>
Τον χειμώνα του 1822-1823 η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση απέστειλε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο [[Πάπας Πίος Ζ΄|Πάπα Πίο Ζ']] με σκοπό να τον συναντήσει για την προώθηση της ελληνικής υποθέσεως. Φτάνοντας στην Αγκώνα το αίτημα διαβιβάστηκε στον καρδινάλιο Ηρακλή Consalvi αλλά απορρίφθηκε διότι η Ρώμη δεν ήθελε να παραβεί τις αποφάσεις που έλαβαν οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες κατά της Ελληνικής Επανάστασης και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη θέση των πολυάριθμων υπηκόων Οθωμανών του λατινικού δόγματος (Ελλήνων και μη). Ο Γερμανός ζητάει μέσω το παπικού λεγάτου συζήτηση περί ενώσεως των Εκκλησιών.<ref>Νικόλαος Τωμαδάκης, «Η αποστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού προς τον Πάπαν (1822-1823)», Αθηνά, τομ.75 (1974-1975), σελ.375-377</ref> Η συμμετοχή του Γερμανού ενός εκ των σημαντικότερων ιεραρχών του επαναστατημένου ελλαδικού χωρου είχε ιδιαίτερη σημασία αφού η δήλωση αποδοχής της ένωσης από ένα υψηλό εκπρόσωπο της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας θα προσέδιδε τα αναγκαία εχέγγυα για τη σοβαρότητα και ειλικρίνεια των ελληνικών προθέσεων.<ref>Στέφανος Παπαγεωργίου, «Οι επαφές των επαναστατημένων Ελλήνων με το Βατικανό και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη: ενέργειες μιας ανεπίσημης διπλωματίας για διεθνή αναγνώριση», στο: Στέφανος Παπαγεωργίου, (επιμ.), Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο. Ανάλεκτα νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1995, σελ.90</ref>
Μαζί του ήταν και ο Ανδρέας Μεταξάς ο οποίος απηύθηνε επιστολή στον Πάπα με την οποία εκφραζόταν η ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού για την παροχή περίθαλψης στους Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην επικράτεια της Αγίας Έδρας. <ref>Αντώνιος Παπαδόπουλος, «Η στάσις των Ελλήνων καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821», στο: Μνήμη 1821, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, παράρτημα 9 του Στ τόμου, Θεσσαλονίκη 1971,σελ.189</ref>
Η όλη πρωτοβουλία δεν κατέληξε πουθενά. Πάντως η κίνηση αυτή εκ μέρους της Διοίκησης «είναι ενδεικτική της πολιτικής του Μαυροκορδάτου να θεωρεί πως η κυβέρνηση είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα να χειρίζεται [...]ακόμα και τα θρησκευτικά ζητήματα. Η πρωτοβουλία αυτή [...]υποδήλωνε ότια τα θρησκευτικά ζητήματα, εφόσον σχετίζονταν με τα συμφέροντα του κράτους, δεν αποτελούσαν απαγορευμένη περιοχή και μπορούσαν νόμιμα να γίνουν αντικείμενο χειρισμού » από την Ελληνική Κυβέρνηση, και επίσης «το εθνικό κράτος της Ελλάδας μπορούσε να ενεργεί ανεξάρτητα από το Πατριαρχείο στα θρησκευτικά ζητήματα».<ref>[[Νικηφόρος Διαμαντούρος]], Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,Αθήνα, 2002, σελ. 252</ref>
 
==Οι ξένες ιεραποστολές στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο==
Ήδη στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης (1820) Άγγλοι μισσιονάριοι προγραμματίζουν σχέδια δράσης με κέντρο την Αθήνα και ακτινωτές προεκτάσεις σε γειτονικά κέντρα,όπως η Θήβα. <ref>πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Ειδήσεις για βοιωτικές πόλεις σε εκθέσεις των Άγγλων μισσιοναρίων H.D.Leeves και I.Lowdndes (1820-1840)», στο: Επετηρίς της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών, τομ.Α', τχ. β' (1988), σελ.931</ref> Επίσης και Αμερικανοί ήθελαν να ιδρύσουν ιεραποστολικούς σταθμούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. <ref>Σόφη Παπαγεωργίου, «Δύο Αμερικανοί ιεραπόστολοι στη Μάνη», στο:Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Σπάρτη,7-14 Σεπτεμβρίου 1975), τομ. 3ος εν Αθήναις, 1976-1978, σελ.22</ref> Επιχειρούν αναγνωριστικές επισκέψεις ,όπως στη Σάμο κατά τις παραμονές και την έναρξη της Επανάστασης. <ref>Πόλλη Θαναηλάκη, «Οι εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί των Αμερικανών προτεσταντών μισσιοναρίων για την Σάμο το 19ο αι.»,Σαμιακές Μελέτες, τομ.7 (2005-2006), σελ.367-377</ref> Ο Αμερικανός Pliny Fisk ,πίστευε πως, η Ελληνική Επανάσταση είχε προετοιμάσει το έδαφος για ''θρησκευτική μεταρρύθμιση''<ref>Πόλλη Θαναηλάκη,«Η Σάμος και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου ως σημεία αναφοράς της αμερικανικής προτεσταντικής εξάπλωσης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο τον 19ο αιώνα: ρεαλισμός ή ουτοπία», Σαμιακές Μελέτες, τομ.8 (2007-2008),σελ.56</ref> Η έκρηξη όμως της Ελληνικής Επανάστασης ματαίωσε τα σχέδια των ιεραποστολικών ομάδων στον ελληνικό χώρο επειδή λόγω των πολεμικών δραστηριοτήτων δεν ήταν ασφαλές μέρος. <ref>Σόφη Παπαγεωργίου, Αμερικανοί ιεραπόστολοι στην Ελλάδα 1820-1850, εκδ.Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 2001, σελ.51</ref> Στις εργασίες της [[Β΄ Εθνοσυνέλευση Άστρους|Β΄ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους]] ο ιερέας Ν. Ζίας πληρεξούσιος Κέας έθεσε ζήτημα καταχρήσεων σε βάρος της Ορθόδοξης θρησκείας από την πλευρά ξένων ιεραποστολικών ομάδων οι οποίες ενδεχομένως θα δρούσαν στον Ελληνικό χώρο.<ref>Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ.1ος, εν Αθήναις, 1920, σελ. 26</ref>
 
==Παραπομπές==
Γραμμή 184:
*Ντίνος Ψυχογιός, «Τα μοναστήρια της Ηλείας: Αγία Ελεούσα», Ηλειακά, τχ.ΛΘ' (Γεννάρης-Μάρτης 1981), σελ.1173-1178
*μητροπ. Παραμυθιάς και Πάργας, Αθηναγόρας, «Η Εκκλησία των Ιωαννίνων», Ηπειρωτικά χρονικά, τομ.3 (1928), σελ.3-49
 
[[Κατηγορία:Εκκλησία της Ελλάδος|Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος (1821-1827)]]
[[Κατηγορία:Θρησκευτική ιστορία της Ελλάδας]]