Δαβίδ (Μιχαήλ Άγγελος): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
 
== Ιστορία ==
Η ιστορία του ''Δαβίδ'' είναι αρκετά παλιότερη από το 1501, τη χρονιά που ο Μιχαήλ Άγγελος άρχισε να δουλεύει πάνω στο έργο, και ξεκινά γύρω στο 1460. Εκείνη την εποχή οι εποπτεύοντες τα έργα στοστον [[Ντουόμο]]Καθεδρικός ναός της Φλωρεντίας|Καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας]] (οι ''Operai''), που στην πλειοψηφία τους ανήκαν στην σημαντική κάστα των εμπόρων [[μαλλί|μαλλιού]] της πόλης, σχεδίαζαν να αναθέσουν την κατασκευή δώδεκα μεγάλων αγαλμάτων μορφών της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]] που θα τοποθετούνταν στα [[αντέρεισμα|αντερείσματα]] του καθεδρικού της [[Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε]]. Μέχρι τότε μόνο δυο είχαν κατασκευαστεί, ανεξάρτητα, από τον [[Ντονατέλλο]] και το βοηθό του [[Αγκοστίνο ντι Ντούτσιο]]. Θέλοντας να προχωρήσει η ιδέα, το 1464 ζήτησαν ξανά από τον Ντι Ντούτσιο να δημιουργήσει ένα άγαλμα του Δαβίδ. Αυτός ξεκίνησε το γλυπτό, σταμάτησε όμως τη δουλειά για άγνωστους λόγους όταν πέθανε ο Ντονατέλλο το 1466. Προχώρησε μόνο μέχρι το σχηματισμό των ποδιών και του στήθους της μορφής, κάποιων λεπτομερειών του ενδύματος που θα έφερε και πιθανώς και του κενού ανάμεσα στα πόδια.
 
Ο [[Αντόνιο Ροσσελίνο]] ανέλαβε να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει ο Ντι Ντούτσιο. Το συμβόλαιό του όμως ακυρώθηκε λίγο καιρό αργότερα και το μάρμαρο, που προερχόταν από ένα λατομείο της [[Καρράρα]] της βόρειας Ιταλίας, έμεινε παρατημένο για εικοσιπέντε χρόνια, εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης στην αυλή του εργαστηρίου του καθεδρικού. Η βροχή και ο αέρας το έφθειραν με τρόπο ώστε τελικά θα αξιοποιούνταν μικρότερο μέρος του απ' ό,τι αρχικά σχεδιαζόταν. Το όλο ζήτημα κατέληξε να προβληματίζει σοβαρά τους διευθυντές των έργων, καθώς ένα τόσο μεγάλο κομμάτι μάρμαρο αφενός ήταν πολύ ακριβό, αφετέρου θα ήταν πολύ δύσκολη και επίπονη η μεταφορά του στη Φλωρεντία. Το 1500, ένας κατάλογος αντικειμένων του εργαστηρίου το περιέγραφε ως "κάποια μαρμάρινη μορφή ονόματι ''Δαβίδ'', κακοσμιλεμένη και ξαπλωμένη ανάσκελα". Ένα χρόνο αργότερα, έγγραφα δείχνουν ότι οι ''Operai'' ήταν αποφασισμένοι να βρουν κάποιον καλλιτέχνη που θα μπορούσε να τελειώσει το έργο. Διέταξαν να "στηθεί στα πόδια του" το μάρμαρο, που αποκαλούσαν ''Ο Γίγαντας'', έτσι ώστε κάποιος ειδικός καλλιτέχνης να μπορέσει να το εξετάσει και να εκφέρει γνώμη. Παρόλο που απευθύνθηκαν στον [[Λεονάρντο ντα Βίντσι]] και σε άλλους, ήταν ο νεαρός [[Μιχαήλ Άγγελος]], τότε μόλις εικοσιέξι ετών, που τους έπεισε ότι άξιζε την ανάθεση του έργου. Στις [[16 Αυγούστου]] [[1501]], του ανατέθηκε και επίσημα το απαιτητικό καθήκον. Άρχισε τη δουλειά νωρίς το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου, και θα συνέχιζε για περίπου τρία χρόνια.
 
[[Αρχείο:Firenze.David01.JPG|thumb|upright|300px|Αντίγραφο στη θέση που κάποτε βρισκόταν το πρωτότυπο, μπροστά στο [[Παλάτσο Βέκιο]] της Φλωρεντίας]]
Στις 25 Ιανουαρίου 1504, καθώς το άγαλμα πλησίαζε πλέον στην ολοκλήρωσή του, μια επιτροπή Φλωρεντίνων καλλιτεχνών, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Λεονάρντο ντα Βίντσι και [[Σάντρο Μποτιτσέλι]], συνεδρίασε για να αποφασίσει πού θα ήταν καλύτερο να τοποθετηθεί ο ''Δαβίδ''. Η πλειοψηφία, την οποία υποστήριζε κι ο Λεονάρντο, πίστευε ότι λόγω των ατελειών του μαρμάρου το άγαλμα θα έπρεπε να τοποθετηθεί κάτω από τη στέγη της Λότζια ντέι Λάντζι στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία. Μόνο λίγοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Μποτιτσέλι, πίστευαν ότι η θέση του ήταν στον καθεδρικό ή κοντά σε αυτόν. Τελικά ο ''Δαβίδ'' τοποθετήθηκε μπροστά στην είσοδο του [[Παλάτσο Βέκιο]], στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία, αντικαθιστώντας την ''[[Ιουδήθ και Ολοφέρνης|Ιουδήθ και τον Ολοφέρνη]]'' του Ντονατέλλο. Χρειάστηκαν τέσσερις μέρες για να μετακινηθεί το άγαλμα από το εργαστήρι του Μικελάντζελο στην τελική του θέση. Οι Φλωρεντίνοι πρόσθεσαν ένα επίχρυσο στεφάνι στο κεφάλι του και μια χάλκινη ζώνη για να κρύψουν τη γύμνια του. Εκείνη την εποχή επιχρυσωμένος ήταν και ο κορμός που στηρίζει τη μορφή.
 
Για να προστατευθεί από τυχόν ζημιές, το άγαλμα μετακινήθηκε το 1873 στην ''Galleria dell'Accademia'' της Φλωρεντίας, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα προσελκύοντας πλήθος επισκεπτών. Στην Πιάτσα Σινιορία τοποθετήθηκε το 1910 ένα αντίγραφο.
 
Το 1991 ένας βάνδαλος επιτέθηκε στο άγαλμα με ένα σφυρί, καταστρέφοντας τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού πριν συλληφθεί. Τα δείγματα μαρμάρου που πήραν επιστήμονες με αφορμή το περιστατικό έδειξαν ότι το μάρμαρο προερχόταν από τα [[λατομείο|λατομεία]] Φαντισκρίττι της Μιζέλια, της κεντρικής από τις τρεις μικρές κοιλάδες της Καρράρα. Το συγκεκριμένο μάρμαρο διαθέτειφέρει μικροσκοπικές τρύπες, που προκαλούν την αποσύνθεσή του γρηγορότερα από άλλα είδη μαρμάρων.
 
== Ύφος και λεπτομέρειες ==