Κυπριακή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
IM-yb (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά: Είναι σπάνιο το "εν τζιαι δίνει μου". Το πιο κοινό είναι "εν τζιαι διά μου"
Γραμμή 42:
#'''Επίταξη''' του εγκλιτικού μετά το ρήμα, όπως συμβαίνει και με άλλα νησιωτικά ιδιώματα (λ.χ. ''έδοξέν μου'' «μου φάνηκε», ''λαχαίννει του, έωκέν μας'' «μας έδωσε», ''λαλεί του'' «του λέει»).
#Χρήση του άρθρου ''τα'' ως αναφορικής αντωνυμίας με σημασία «αυτά που, τα οποία» (λ.χ. ''τα γρικώ στ’ αφθιά μου, θαρρώ ζυγώνουσί με'' «αυτά που ακούω στα αφτιά μου, θαρρώ πως με ζυγώνουν»).
#Χρήση της εμφατικής άρνησης ''’εν τžαι'' (< ''δεν και'') αντί του απλού ''δεν'' (λ.χ. ''’εν τžαι δίνειδιά μου, ’εν τžαι είδα τον'').
#Χρήση του περιφραστικού δείκτη ''εν να,'' ο οποίος προέρχεται από τη φρ. ''θέλω να'' (απρόσ. ''θέλει να'') > ''θελ’ να > θεν’ να > εν να,'' για τον σχηματισμό του διαρκούς και του στιγμιαίου μέλλοντα (λ.χ. ''εν να κλαίω – εν να κλάψω'').
#Κλίση του ρήματος ''είμαι'' σε ενεστώτα και παρατατικό: (ενεστώτας) ''είμαι, εί-σαι, είναι / έναι / έν(ι), είμαστιν, είσαστιν, είναι / έναι / έν(ι),'' (παρατατικός) ''ήμουν, ήσουν, ήτουν / ήταν, ήμαστιν, ήσαστιν, ήτουν / ήταν'').