Επίσκοπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 52:
[[Αρχείο:Orthodoxe Bishops gr1.JPG|thumb|right|250px|<div style='text-align: center;'>Επίσκοποι συνιερουργούντες σε λιτανεία. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, οι Μητροπολίτες Προικοννήσου Ιωσήφ, Εδέσσης Ιωήλ, Πειραιώς Σεραφείμ και Νικαίας Αλέξιος.</div>]]
 
Κατά το πρώτο αιώνα η έννοια του επισκόπου ήταν συνυφασμένη με την έννοια του τοπικού ιερατείου. Τόσο ο ρόλος του επισκόπου, όσο και η αυθεντία του ρόλου από τον εκάστοτε επίσκοπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σήμερα διάφορος ακόμα και από το ρόλο που [[Πρεσβύτερος|πρεσβυτέρου]] του τοπικού ιερατείου. Κατά τη διάρκεια όμως του 2ου αιώνα η έννοια επίσκοπος τόσο σε ότι αφορά το φορέα της θεολογικής αυθεντίας, όσο και το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής λειτουργίας φαίνεται να δέχεται ουσιαστική μετατροπή, όπως μαρτυράται από την διασωθείσα γραμματεία. Έτσι κατά τον 2ο αλλά κυρίως τον 3ο αιώνα ο επίσκοπος πλέον καθίσταται ορατή κεφαλή της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας. Ο πρώτιστος ρόλος του επισκόπου ήταν η διαφύλαξη και η προβολή, ως φορέων της αποστολικής διαδοχής της ακαινοτόμητης παρακαταθήκης της αποστολικής παραδόσεως. Δηλαδή στόχος της καθιέρωσης του θεσμού του επισκόπου είναι να αναδειχθεί σε φύλακα της αποστολικής παραδόσεως. Προς αυτήν της κατεύθυνση δε, κινούνται και οι διασωθέντες επισκοπικοί κατάλογοι του β΄ και γ΄ αιώνα. Το δεύτερο, πολύ μεγάλο καθήκον του επισκόπου ήταν η τέλεση της θείας ευχαριστίας, καθότι στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας συνοψιζόταν η εμπειρία της πραγματικής παρουσίας του Χριστού σε αυτή. Η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας μέχρι να εισέλθει η εκκλησία στο ανεπτυγμένο Μητροπολιτικό σύστημα του 3ου και 4ου αιώνα, θα λέγαμε πως ταυτίζεται με τον επίσκοπο. Τη συνείδηση αυτή προβάλει και ο Ιγνάτιος προς τις επισκοπές<ref>Προς Εφεσίους, Μαγνησίους, Τραλλιανούς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και επίσκοπο Σμύρνης και διάδοχο την αποστόλων Πολύκαρπο</ref> αναφέροντας «Σπουδάσατε ουν μια ευχαριστία χρήσθαι, μια σαρξ ημών Ιησού Χριστού και εν ποτήριον εις γνώσιν αυτού. Εν θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτέρω και διακόνοις, τοις συνδούλοις μου». Οι επίσκοποι ως στόμα και κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας ήταν υπεύθυνοι για τον αντιαιρετικό αγώνα. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εννοηθεί και η συνοδικότητα η οποία άρχισε να λειτουργεί κατά τον β αιώνα, ως πρότυπο της αποστολικής συνόδου του 49 μ.Χ., που κύριο στόχο είχε την διατήρηση του ορθού δόγματος αλλά και τη λήψη αποφάσεων οργανωτικών μέτρων με βάση τη ταχεία ανάπτυξη του Χριστιανισμού, αφού το σύνολο των επισκόπων θεωρείτο και ο φορέας της διαχρονικής αυθεντικότητας της βιούμενης από κάθε τοπική εκκλησίας αποστολικής παραδόσεως. Οι πρώτες σύνοδοι ασχολήθηκαν με το φαινόμενο του [[Μοντανισμός|Μοντανισμού]]<ref>Ευσεβίου εκκλ. Ιστ. 5,19,2</ref>. Η ενότητα των επισκόπων επιβεβαιωνόταν με της κοινωνία των επισκόπων. Σε ότιό,τι αφορά τη γραμματεία πολλοί θεολόγοι χαρακτηρίζουν πολλές επισκοπικές επιστολές ακόμα και ως συνοδικές. Υπό την έννοια ότι ο χαρακτήρας των επιστολών έχει συνοδικό κύρος, από τον εκάστοτε επίσκοπο αφού εν τέλει ακολουθήθηκε από το σύνολο των εκκλησιών ως αυθεντική του βιώματος της πίστης της εκκλησίας. Στα καθήκοντα του επισκόπου ήταν και χειροτονία νέων επισκόπων. Μέσω του συνοδικού συστήματος, οι κοντινότεροι τοπικά επίσκοποι συναθροίζονταν ώστε εξετάσουν ποιοι από του υποψηφίους αληθώς ήσαν δεδοκιμασμένοι και ελλόγιμοι. Ο κάθε υποψήφιος επίσκοπος θα έπρεπε να διαθέτει προσόντα, όπως ο έντιμος βίος, η εν Χριστώ ορθώς ομολογούμενη πίστη. Στην εκλογή του νέου επισκόπου τρεις επίσκοποι τελούσαν τη [[χειροτονία]], ενώ παρευρίσκοντο πλήθος επισκόπων με τους οποίους αντάλλασε ασπασμό αγάπης. Στην εκλογή νέου επισκόπου επίσης έπαιζε σημαντικό ρόλο και η άποψη του ποιμνίου της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας.
 
== Υποσημειώσεις ==