Τρανς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Τρανσέξουαλ και transgender: Τραγική μετάφραση εκ μέρους μου χαχα |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1:
Τα '''transgender''' ή '''τρανς''' άτομα ([[ελληνικά]]: '''διαφυλικά''') προσδιορίζουν τον εαυτό τους με
Πολλά
== Τρανσέξουαλ και transgender ==
Γραμμή 7:
Ο όρος τρανσέξουαλ εισήχθη στην [[αγγλική γλώσσα]] το [[1949]] από τον by David Oliver Cauldwell, και έγινε γνωστή από τον Harry Benjamin το 1966, περίπου την ίδια περίοδο που έγινε γνωστός και το transgender. Από τη [[δεκαετία 1990|δεκατία του 1990]], ο όρος [[τρανσέξουαλ]] περιέγραφε τα άτομα που επιθυμούσαν να μεταβούν μόνιμα στην ταυτότητα στην οποία αυτοπροσδιορίζονταν και έψαχναν κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Οι διαφορές μεταξύ των όρων '''''transgender''''' και '''''transsexual''''' βασίζουν την ύπαρξή τους στο διαχωρισμό [[κοινωνικό φύλο|κοινωνικού]] (αγγλ. gender) και [[φύλο|βιολογικού φύλου]] (αγγλ. sex). Ως εκ τούτου, ο τρανσεξουαλισμός (διεμφυλικότητα) έχει να κάνει με τα υλικά ζητήματα ενός φύλου, ενώ οι θεωρήσεις περί transgender (διαφυλικότητας) αντιμετωπίζουν τη διάθεση και την προδιάθεση ενός ατόμου για το φύλο του, όπως και με τις προσδοκίες που έχει η κοινωνία από τον ρόλο του εκάστοτε αποδιδόμενου φύλου.<ref>[http://dl.uncw.edu/etd/2006/swanstromn/novaswanstrom.pdf UNCW: Developing and Implementing a Scale to Assess Attitudes Regarding Transsexuality]</ref> Πολλά τρανς άτομα προτιμούν την περιγραφή transgender (στα ελληνικά προτιμάται το τρανς) και απορρίπτουν καθολικά το τρανσέξουαλ.<ref name="Polly">R Polly, J Nicole, ''Understanding the transsexual patient: culturally sensitive care in emergency nursing practice'', in the ''Advanced Emergency Nursing Journal'' (2011): "The use of terminology by transsexual individuals to self-identify varies. As aforementioned, many transsexual individuals prefer the term transgender, or simply trans, as it is more inclusive and carries fewer stigmas. There are some transsexual individuals[,] however, who reject the term transgender; these individuals view transsexualism as a treatable congenital condition. Following medical and/or surgical transition, they live within the binary as either a man or a woman and may not disclose their transition history."</ref><ref name="Swanson">A Swenson, ''Medical Care of the Transgender Patient'', in ''Family Medicine'' (2014): "While some transsexual people still prefer to use the term to describe themselves, many transgender people prefer the term transgender to transsexual."</ref> Για παράδειγμα η Christine Jorgensen αποδοκίμασε δημόσια τη λέξη τρανσέξουαλ το [[1979]] και αντί να αυτοπροσδιοριστεί στον τύπο ως transgender, δήλωσε ότι "το φύλο δεν έχει να κάνει με ερωτικούς συντρόφους, έχει να κάνει με ταυτότητα." Αυτό αναφέρεται στην ανησυχία ότι το τρανσέξουαλ υπονοεί ότι έχει σχέση με τη σεξουαλικότητα, ενώ αφορά στην πραγματικότητα την [[ταυτότητα φύλου]].<ref name="Fenway Health Glossary">{{cite web|url=http://www.fenwayhealth.org/site/DocServer/Handout_7-C_Glossary_of_Gender_and_Transgender_Terms__fi.pdf|title= Fenway Health Glossary of Gender and Transgender Terms|date=January 2010|accessdate=2013-12-27}}</ref> Κάποια τρανσέξουαλ άτομα (τα οποία επιθυμούν ή έχουν προχωρήσει σε εγχείρηση), ωστόσο, ενίστανται στο να συμπεριληφθούν στην ομπρέλα του όρου Transgender. Οι ορισμοί και των δύο όρων απαντώνται με ποικιλομορφίες ιστορικά.
== Τραβεστί ή cross-dresser ==
Τραβεστί (αγγλ. transvestite) ονομάζεται ένα άτομο που ντύνεται με ρούχα που συνήθως ταιριάζουν στο αντίθετο φύλο.<ref name="TV1">E. D. Hirsch, Jr., E.D., Kett, J.F., Trefil, J. (2002) "Transvestite: Someone who dresses in the clothes usually worn by the opposite sex." in [http://www.bartleby.com/cgi-bin/texis/webinator/sitesearch?query=transvestite&filter=col59 Definition of the word "transvestite"] from [http://www.bartleby.com/59/ The New Dictionary of Cultural Literacy, Third Edition] {{wayback|url=http://www.bartleby.com/59/ |date=20070818065027 }}. Retrieved on 2007-08-13.</ref><ref name="TV2">various (2006) "trans·ves·tite...(plural trans·ves·tites), noun. Definition: somebody who dresses like opposite sex:" in [http://encarta.msn.com/dictionary_/transvestite.html Definition of the word "transvestite"] from the [http://encarta.msn.com/encnet/features/dictionary/dictionaryhome.aspx Encarta World English Dictionary (North American Edition)]. Retrieved on 2007-08-13.</ref> Ο όρος τραβεστί θεωρείται συνώνυμο του cross-dresser,<ref name="TV3">Raj, R (2002) "transvestite (TV): n. Synonym: crossdresser (CD):" in [http://www.symposion.com/ijt/ijtvo06no02_04.htm Towards a Transpositive Therapeutic Model: Developing Clinical Sensitivity and Cultural Competence in the Effective Support of Transsexual and Transgendered Clients] from the International Journal of Transgenderism 6,2. Retrieved on 2007-08-13. {{wayback|url=http://www.symposion.com/ijt/ijtvo06no02_04.htm |date=20070927183942 }}</ref><ref name="TV4">Hall, B. et al. (2007) "...Many say this term (crossdresser) is preferable to transvestite, which means the same thing..." and "...transvestite (TV) – same as cross-dresser. Most feel cross-dresser is the preferred term..." in [http://www.ohrc.on.ca/en/resources/discussion_consultation/genderidentity?page=dfhh-Appendix-2.html Discussion Paper: Toward a Commission Policy on Gender Identity] from the [http://www.ohrc.on.ca/en/ Ontario Human Rights Commission] Retrieved on 2007-08-13.</ref> αν και cross-dresser είναι ο γενικά αποδεκτός όρος. Ο Michael A. Gilbert, καθηγητής στο τμήμα της Φιλοσοφικής του York University, στο [[Τορόντο]], έχει παρουσιάσει το δικό του ορισμό: "Cross-dresser είναι το άτομο που αυτοπροσδιορίζεται με το βιολογικό του φύλο και φοράει ρούχα του αντίθετου φύλου επειδή απλά είναι του αντίθετου φύλου." Ο ορισμός δεν καλύπτει άτομα που "φορούν ρούχα αντίθετου φύλου για άλλους λόγους," όπως "γυναίκες περφόρμερ που το κάνουν για βιοπορισμό, ηθοποιούς, ανθρώπους που το κάνουν για μασκάρεμα κ.ο.κ. Τα άτομα αυτά κάνουν cross dressing αλλά δεν είναι cross-dresser." Οι cross-dresser δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται με το αντίθετο φύλο, ούτε υιοθετούν συμπεριφορές ή πρακτικές του αντίθετου φύλου και γενικά δεν επιθυμούν να αλλάξουν κάτι στο σώμα τους ιατρικά. Η πλειοψηφία των cross-dresser είναι ετεροφυλόφιλα άτομα.
== Cisgender ==
Γραμμή 18:
Ο όρος Cisgender (ή απλά cis) αφορά τα άτομα που ταυτίζονται κοινωνικά με το βιολογικό τους φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει επίσης τα άτομα που έχουν την ταυτότητα φύλου που η κοινωνία θεωρεί πρέπουσα για το φύλο που έχουν γεννηθεί. Είναι συμπληρωματικός όρος του όρου transgender. Υπάρχουν διάφορα παράγωγα όπως cis άντρας για τον "άντρα που γεννήθηκε άντρας" και cis γυναίκα για τη "γυναίκα που γεννήθηκε γυναίκα".
Την προέλευσή του οφείλει στη λατινογενή πρόθεση cis-, που σημαίνει "από τη μεριά μας", το οποίο είναι ακρωνύμιο για τη λατινογενή πρόθεση τρανσ-, που σημαίνει "απέναντι". Αυτή η σχέση συναντάται στη χημεία, η διάκριση cis-trans, τα τεστ cis-trans της γενετικής και σε άλλες περιπτώσεις.
== Δείτε επίσης ==
* [[Ταυτότητα φύλου]]
* [[Cisgender]]
== Παραπομπές ==
<references />
{{ΛΟΑΤ}}
|