Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 19:
Σε μια εγκαταλειμμένη πόλη φάντασμα στην διάρκεια του [[Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος|Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου]], ο ληστής ''Τούκο Ραμίρεζ'' (''«Ο Άσχημος»'', Ίλαϊ Γουάλας), ξεφεύγει πυροβολώντας τρεις κυνηγούς επικηρυγμένων που ήθελαν να τον πιάσουν, σκοτώνοντας τους δύο και τραυματίζοντας τον τρίτο. Μίλια μακριά, ο ''Αγγελομάτης'' (''«Ο Κακός»'', Λι Βαν Κλιφ) ανακρίνει ένα πρώην στρατιώτη που ονομάζεται Στήβενς (Αντόνιο Κάσας) για έναν αγνοούμενο με το όνομα Τζάκσον, που υιοθέτησε το όνομα «Μπιλ Κάρσον» (Αντόνιο Κασάλε) και ένα σεντούκι με κλεμμένο χρυσό της [[Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής|Συνομοσπονδίας]]. Σκοτώνει τον Στήβενς και τον μεγάλο του γιο μετά την ανάκριση, αλλά όχι πριν ο Στήβενς πληρώσει τον Αγγελομάτη να σκοτώσει το αφεντικό του Αγγελομάτη, έναν άλλο πρώην στρατιώτη με τ’ όνομα Μπέικερ. Ο Αγγελομάτης πηγαίνει στο αφεντικό του, παίρνει την αμοιβή του για τον φόνο του Στήβενς, και τον σκοτώνει.
 
Εν τω μεταξύ, ο Τούκο στην έρημο πέφτει σε άλλη ομάδα κυνηγών επικηρυγμένων, που ενώ ετοιμάζονται να τον αιχμαλωτίσουν, επεμβαίνει ο ''Ξανθούλης'' (''«Ο Καλός»'', [[Κλιντ Ίστγουντ]]), ένα μυστηριώδης μοναχικός πιστολέρο που προκαλεί τους κυνηγούς σε μονομαχία, την οποία κερδίζει εύκολα με την ταχύτητα του στο τράβηγμα. Αν και ο Τούκο στην αρχή είναι χαρούμενος, στην συνέχεια εξοργίζεται όταν ο Ξανθούλης τον παραδίνει στην αρχές για να πάρει την ανταμοιβή των $2,.000. Λίγες ώρες αργότερα, ενώ ο Τούκο περιμένει την εκτέλεση του, ο Ξανθούλης αιφνιδιάζει τις αρχές και ελευθερώνει τον Τούκο πυροβολώντας την αγχόνη˙ αργότερα μοιράζουν τα λεφτά της αμοιβής, αποκαλύπτοντας το κερδοφόρο τους σχέδιο. Η αμοιβή για τον Τούκο αυξάνεται σε $3,.000, και οι δύο επαναλαμβάνουν την ίδια διαδικασία ώσπου ο Ξανθούλης, κουρασμένος από τα αδιάκοπα παράπονα του Τούκο σχετικά με το μοίρασμα των κερδών, εγκαταλείπει τον Τούκο στην έρημο, κρατώντας όλα τα λεφτά. Ο εκνευρισμένος Τούκο καταφέρνει τα φτάσει σε άλλη πόλη και παίρνει ένα ρεβόλβερ. Σε μια άλλη πόλη ο Τούκο παίρνει στο πλευρό του τρεις παράνομους για να σκοτώσουν τον Ξανθούλη. Ενώ οι τρεις μπαίνουν στο δωμάτιο του Ξανθούλη, εκείνος τους σκοτώνει αλλά, προς έκπληξη του, ο Τούκο τον αιφνιδιάζει σκαρφαλώνοντας στο πίσω παράθυρο, την ώρα που μαίνεται μια συμπλοκή στρατευμάτων της Ένωσης και της Συνομοσπονδίας. Ο Τούκο ετοιμάζεται να σκοτώσει τον Ξανθούλη φτιάχνοντας αγχόνη και βάζοντας τον Ξανθούλη να την βάλει στον εαυτό του, αλλά εκείνη την στιγμή μια κανονιά χτυπά το ξενοδοχείο και κατεδαφίζει το δωμάτιο, επιτρέποντας στον Ξανθούλη να ξεφύγει.
 
Μετά από μια ασταμάτητη καταδίωξη, ο Τούκο αιχμαλωτίζει τον Ξανθούλη την ώρα που ο τελευταίος χρησιμοποιεί το ίδιο κόλπο με άλλο συνεργάτη (ο Τούκο δεν αφήνει τον Ξανθούλη να πυροβολήσει την αγχόνη και ο άτυχος «Κοντοπίθαρος» απαγχονίζεται) και τον οδηγεί προς την έρημο. Όταν ο Ξανθούλης θα καταρρεύσει από αφυδάτωση και θερμοπληξία, ο Τούκο ετοιμάζεται να τον σκοτώσει αλλά σταματά όταν εμφανίζεται προς αυτούς μια αφηνιασμένη νοσοκομειακή άμαξα. Ενώ ο Τούκο πλιατσικολογεί τους νεκρούς στρατιώτες ανακαλύπτει τον Μπιλ Κάρσον ετοιμοθάνατο. Ο Κάρσον του ζητάει νερό, και σε αντάλλαγμα του λέει πως τα $200,000 του κλεμμένου χρυσού της Συνομοσπονδίας βρίσκονται σ’ έναν τάφο στο κοιμητήριο του Θλιμμένου Λόφου αλλά πέφτει αναίσθητος πριν να πει το όνομα του τάφου. Όταν ο Τούκο γυρίζει με το νερό, βλέπει τον Κάρσον νεκρό και τον Ξανθούλη πεσμένο κάτω από την άμαξα. Πριν να χάσει τις αισθήσεις του, ο Ξανθούλης λέει πως ο Κάρσον του είπε το όνομα του τάφου, έτσι τώρα ο Τούκο και ο Ξανθούλης ξέρουν το μισό του μυστικού της τοποθεσίας, αλλά κανένας δεν μπορεί να πάρει το χρυσό χωρίς τη βοήθεια του άλλου. Ο Τούκο μεταφέρει τον Ξανθούλη (και οι δύο είναι μεταμφιεσμένοι σε στρατιώτες της Συνομοσπονδίας) σε μια καθολική ιεραποστολή που διευθύνει ο μεγάλος αδελφός του Τούκο, ο Πατήρ Πάμπλο. Μόλις ο Ξανθούλης αναρρώνει, ξεκινούν με την μεταμφίεση τους. Άθελα τους πέφτουν σε ομάδα στρατιωτών της Ένωσης (τους οποίους μπερδεύουν με στρατιώτες της Συνομοσπονδίας επειδή είχαν μαζέψει πολλή σκόνη στις στολές τους). Αιχμαλωτίζονται και μεταφέρονται σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων της Ένωσης.
Γραμμή 27:
Η συμμορία του Αγγελομάτη, με τον Ξανθούλη, φτάνουν σε μια πόλη που εκκενώνεται εξαιτίας του βομβαρδισμού της από βαρύ πυροβολικό. Ο Τούκο, τριγυρνώντας άσκοπα στα ερείπια της ίδιας πόλης, πέφτει σε ενέδρα του κυνηγού επικηρυγμένων που τραυμάτισε στην αρχή της ταινίας (Αλ Μούλοκ), ενώ κάνει μπάνιο σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο. Παρά την έκπληξη, ο Τούκο σκοτώνει τον κυνηγό. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς, ο Ξανθούλης βρίσκει τον Τούκο και του λέει την εμπλοκή του Αγγελομάτη. Οι δυο τους ανανεώνουν την παλιά συνεργασία τους, και σκοτώνουν στα ερείπια της πόλης όλη τη συμμορία του Αγγελομάτη. Ο Αγγελομάτης όμως ξεφεύγει, αφήνοντας σημείωμα: ''«Θα τα πούμε αργότερα, ηλίθιοι»''.
 
Ο Τούκο και ο Ξανθούλης βρίσκουν τον δρόμο προς το κοιμητήριο του Θλιμμένου Λόφου, αλλά αυτός είναι μπλοκαρισμένος από μεγάλες δυνάμεις Βορείων και Νοτίων, που χωρίζονται μόνο από μια στενή γέφυρα. Κάθε πλευρά θέλει την γέφυρα, αλλά και οι δύο πλευρές έχουν διαταγές να μην την καταστρέψουν. Σκεπτόμενοι πως αν η γέφυρα καταστραφεί ''«αυτοί οι ηλίθιοι θα πάνε κάπου αλλού να πολεμήσουν»'', ο Ξανθούλης και ο Τούκο υπονομεύουν την γέφυρα με δυναμίτες. Κατά τη διαδικασία, οι δυο τους ανταλλάζουν τα μυστικά τους: Ο Τούκο αποκαλύπτει πως το χρυσάφι βρίσκεται στο κοιμητήριο του Θλιμμένου Λόφου και ο Ξανθούλης λέει πως το όνομα του τάφου είναι ΆρτςΑρτς Στάντον. Οι δυο τους ανατινάζουν την γέφυρα, και όταν το επόμενο πρωί οι δυο στρατοί έχουν φύγει, συνεχίζουν το δρόμο τους. Ο Τούκο εγκαταλείπει τον Ξανθούλη (που είχε σταματήσει για να φροντίσει έναν ετοιμοθάνατο στρατιώτη των Νοτίων), για να πάρει μόνος του όλο το χρυσάφι. Βρίσκει τον τάφο του Αρτς Στάντον, αλλά ενώ αρχίζει να σκάβει, εμφανίζεται ο Ξανθούλης σημαδεύοντας τον με το περίστροφο του και κρατώντας ένα φτυάρι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα και οι δυο τους αιφνιδιάζονται από τον Αγγελομάτη, που τους έχει σε σημείο σκόπευσης. Ο Ξανθούλης κλωτσάει τον τάφο του Στάντον, αποκαλύπτοντας μόνο τον σκελετό του αποθανόντος. Φανερώνοντας πως μόνο εκείνος ξέρει το πραγματικό όνομα του τάφου, ο Ξανθούλης το γράφει σε μια πέτρα, που αφήνει στη μέση του κοιμητηρίου και λέει στον Τούκο και τον Αγγελομάτη πως ''«Διακόσιες χιλιάδες δολάρια είναι πολλά λεφτά. Πρέπει να τα κερδίσουμε με την αξία μας»''.
 
Οι τρεις τους κοιτάζουν ο ένας τον άλλο στο κυκλικό κέντρο του κοιμητηρίου, υπολογίζοντας τις συνεργασίες και τους κινδύνους σε αυτή την τριπλή αντιπαράθεση, πριν να τραβήξουν τα περίστροφα τους. Πρώτος τραβάει ο Αγγελομάτης, αλλά ο Ξανθούλης τον πυροβολεί. Πεσμένος ο Αγγελομάτης σημαδεύει τον Ξανθούλη, αλλά δέχεται ακόμα μια σφαίρα, που τον ρίχνει νεκρό σ’ έναν ανοιχτό, αχρησιμοποίητο τάφο. Ο Τούκο προσπαθεί να πυροβολήσει κι αυτός τον Αγγελομάτη, αλλά ανακαλύπτει πως ο Ξανθούλης έβγαλε τις σφαίρες απ΄ το όπλο του την προηγούμενη νύχτα. Ο Ξανθούλης οδηγεί τον Τούκο στον τάφο που γράφει «Άγνωστος» δίπλα απ’ αυτόν του Αρτς Στάντον. Ο Τούκο σκάβοντας βρίσκει μέσα οκτώ σακιά χρυσού, αλλά όταν γυρίζει στον Ξανθούλη, βλέπει μπροστά του μια αγχόνη. Θέλοντας να εκδικηθεί όσα του έκανε ο Τούκο, ο Ξανθούλης τον βάζει να σταθεί σ’σ' έναν ασταθή σταυρό και βάζει την θηλιά στον λαιμό του, δένοντας τα χέρια του. Στη συνέχεια παίρνει το μερίδιο του από το χρυσάφι, και αφήνει τον Τούκο με το άλλο μισό. Ενώ ο Τούκο φωνάζει ζητώντας έλεος, εμφανίζεται στον ορίζοντα η σιλουέτα του Ξανθούλη, στοχεύοντας τον με το τουφέκι του. Με ένα πυροβολισμό κόβει το σχοινί, ρίχνοντας τον Τούκο με τα μούτρα στις σακούλες/μερίδιο του στον θησαυρό. Χαμογελώντας ο Ξανθούλης, φεύγει μακριά. Ο Τούκο που έχει το χρυσάφι αλλά είναι ακόμα δεμένος και δεν έχει άλογο, σε έξαλλη κατάσταση τον βρίζει φωνάζοντας του: ''«Ρε Ξανθέ! Ξέρεις τι είσαι; Ακόμα ένας σιχαμερός γιος σκύλας!»''
 
==Διανομή==