Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδας (1821-1827): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 41:
Στην Γ’ εν Τροιζήνι Εθνική Συνέλευση προτάθηκε η μη ανάμειξη στα πολιτικά και στρατιωτικά υπουργήματα του κλήρου, ενώ στο άρθρο 24 του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος προβλεπόταν ο αποκλεισμός από κάθε δημόσιο υπούργημα των κληρικών. Οι πρεσβύτεροι διατηρούσαν το δικαίωμα του εκλογέως πάντως.<ref name="ReferenceB">Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.147</ref> Ωστόσο μετά την ψήφιση του Συντάγματος στην Βουλή που συγκροτήθηκε την Δ’ περίοδο κατά παράβαση του Πολιτικού Συντάγματος<ref name="ReferenceB"/> συμμετείχαν : ο Βρεσθένης Θεοδώρητος (βουλευτής Μυστρά), ο Καρύστου Νεόφυτος (βουλευτής Καρύστου), ο Άρτης και Ναυπάκτου Νεόφυτος(βουλευτής Βενετικού), ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Καμπάνης (βουλευτής Άνδρου), ο ιερέας Ελευθέριος Πανούσης (βουλευτής Δερβενοχωρίων),ο ιερομόναχος Νεόφυτος Οικονόμος (βουλευτής Κρήτης)<ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.149-150</ref> Κάποιοι εξ αυτών συμμετείχαν στις πολιτικές αντιθέσεις της εποχής: ο Ανδρούσης Ιωσήφ επιτιμά τον Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο,ο οποίος μαζί με κάποιους άλλους αρχιερείς, είχε σταματήσει να μνημονεύει κατά τις ιερές ακολουθίες τη Διοίκηση και τα λοιπά συντεταγμένα σώματα του έθνους.<ref>Βασίλειος Καραγιώργος, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως (1821), εκδ.Διήγηση, 1998, σελ.144</ref> Επίσης πολλοί εξ αυτών υπέγραψαν την Πράξη της υποτέλειας προς τη Μεγάλη Βρετανία το 1825, ο Π. Π. Γερμανός συμμετείχε στην ‘’Επιτροπή της Συνελεύσεως’’ του 1826 που αποσκοπούσε στην σύναψη συμβιβασμού με την Πύλη για να καταβάλει σε αυτήν φόρο υποτέλειας το Ελληνικό κράτος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος συμμετείχε ως Αντιπρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος στον πολιτικό διχασμό των ετών 1823-1824, ο μητροπολίτης Πορφύριος ως συνήγορος της Διοικήσεως δίκαζε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη<ref>Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Κλήρος και κοινοβούλια του αγώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος, τομ.ΟΔ’ (2003),σελ.152-153</ref>
Υπήρχαν επίσης επίσκοποι που ζητούσαν να τοποθετηθούν σε έδρες της προτιμήσεώς τους και όταν το αίτημά τους δεν ικανοποιείτο ζητούσαν τη μεσολάβηση άλλων παραγόντων: έτσι ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Καμπάνης γνωρίζοντας την απουσία του μητροπολίτη Σίφνου από την έδρα του αποφάσισε να διεκδικήσει την τοποθέτησή του σε αυτή, απευθύνθηκε στο Υπουργείο της θρησκείας και αφού καθυστερούσε η απάντηση ζήτησε τη μεσολάβηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με το οποίο διατηρούσε σχέσεις και τον παρακάλεσε να συνηγορήσει υπέρ του αιτήματός του. Ο Κολοκοτρώνης μεσολάβησε και ο το αίτημα του Λεόντιου ικανοποιήθηκε <ref>Σίμος Συμεωνίδης, «Αρχιμανδρίτης Λεόντιος Καμπάνης τοποτηρητής της Μητροπόλεως Σιφνομήλου», Σιφνιακά, τομ.16 (2008), σελ.42-51</ref>
Τα κίνητρα όλων των εκπροσώπων της Εκκλησίας δεν ήταν πάντα ανιδιοτελή και πατριωτικά. Τυxοδιωκτισμός και ιδιοτέλεια χαρακτήριζε τις πράξεις ορισμένων εξ αυτών, όπως ο Αμβρόσιος Χελιδώνης, ο οποίος λόγω της αρχομανίας τους θέλησε να εξαργυρώσει την εθνική προσφορά του με αντάλλαγμα την τοποθέτησή του ως ηγουμένου σε μοναστήρι. <ref>Έτσι ο Σιναΐτης ιερομόναχος Αμβρόσιος Χελιδώνης προεπαναστατικά με την πρόφαση αποπληρωμής του χρέους της μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου σε κάποιον ιδιώτη, προέβη στην εκποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της μονής-χωρίς να φέρει χρήματα στη μονή και να εξοφλήσει το χρέος- και πέτυχε να γίνει ηγούμενός της. Τελικά εκδιώχθηκε από το εξοργισμένο ποίμνιο και αποχωρώντας έλαβε μαζί του και χειρόγραφα της μονής. Όταν ξέσπασε η επανάσταση ύψωσε στις 29 Μαρτίου 1821 τη σημαία της Επανάστασης στην Κόρινθο. Ήταν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και συμμετείχε σε πολλές μάχες εμψυχώνοντας τους αγωνιστές. Δυο χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης ζήτησε επικαλούμενος της εθνική του δράση και πέτυχε να επανέλθει στη μοναστική ζωή και να οριστεί ηγούμενος της Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμίου. Εκεί μέχρι το 1833 αρνήθηκε να έχει μοναχούς επίσημα και τους χρησιμοποιούσε ως βοηθητικό προσωπικό. Αθηνά Κονταλή, «Ο Σιναϊτης πρωτοσύγκελλος Αμβρόσιος Χελιδώνης ηγούμενος της μονής Ταξιαρχών Επιδαύρου (1814-1817) και η αμφιλεγόμενη εθνικοεκκλησιαστική του δράση», στο: Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Κορινθιακών Σπουδών : ιστορικά κορινθιακά μοναστήρια : Κόρινθος 7-9 Οκτωβρίου 2011, εκδ. Κόρινθος : Κέντρο Ιστορικών και Λαογραφικών Σπουδών Ν. Κορινθίας, 2014, σελ. 513-522</ref>
 
==Το ζήτημα των χειροτονιών και των μεταθέσεων==