Γατόπαρδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Spiros790 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μικροδιορθώσεις
Γραμμή 3:
| εικόνα = TheCheethcat.jpg
| πλάτος_εικόνας = 280px
| λεζάντα_εικόνας = Ενήλικος γατόπαρδος
| status = VU
| status_system = iucn3.1
Γραμμή 12:
| familia = [[Αιλουρίδες]] (''Felidae'')
| subfamilia = [[Αιλουρίνες]] (''Felinae'') (Fischer de Waldheim, 1817) <ref>http://www.departments.bucknell.edu/biology/resources/msw3/browse.asp?id=1400003</ref>
| genus = '''Ακινόνυξ''' (''Acinonyx'') (Brookes, 1828)
| species = '''''A. jubatus'''''
| binomial = ''Acinonyx jubatus'' '''(Ακινόνυξ ο χαιτήεις)'''
| binomial_authority = Schreber, 1775
| subdivision_ranks = [[Υποείδος|Υποείδη]] | subdivision_ranks = [[Υποείδος|Υποείδη]]
Γραμμή 28:
*Καθοδική ↓ http://www.iucnredlist.org/details/219/0
==Ονοματολογία==
Η επιστημονική ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]] ''Acinonyx'' είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης ''Ακινόνυξ'', η οποία παράγεται από τα επί μέρους συνθετικά ''α'' (στερητ.) + ''κινώ'' + ''όνυξ'', «ο έχων ακίνητους όνυχες».
*Η σημασία του όρου είναι μεν προφανής, ωστόσο η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, διότι οι όνυχες του γατόπαρδου είναι ''συσταλτοί'', όπως και στα άλλα αιλουροειδή (βλ. Μορφολογία).
Η λατινική λέξη ''jubatus'' προέρχεται από το ''juba'' «χαίτη, λοφίο» <ref>http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=juba</ref> και, εκ πρώτης όψεως, δεν δικαιολογείται. Ωστόσο, τα κουτάβια του γατόπαρδου φέρουν χαρακτηριστική σειρά από τρίχες στην περιοχή του τραχήλου (''dorsal crest''/ ''mantle''), η οποία εκτείνεται μέχρι την αρχή της ράχης και μοιάζει με επίμηκες λοφίο, τύπου '' Μοχώκ'' (sic) , εξ ου και η προέλευση του όρου. <ref>cats.org</ref>
===Άλλες ονομασίες===
Η λόγια λέξη ''Γατόπαρδος'' με την οποία αποδίδεται ευρέως στα ελληνικά το θηλαστικό, προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά ''γάτα/-ος'' + ''πάρδος''. Η λέξη ''πάρδος'', με τη σειρά της, είναι το αρσενικό της λέξης ''πάρδαλις'' (βλ. παρακάτω) η οποία έχει πρωτογενή σημασία και σημαίνει «λεοπάρδαλη», ζώο που ήταν ευρύτατα διαδεμένοδιαδεδομένο και αγαπητό στην αρχαιότητα. Επομένως, οποιαδήποτε επιστημονική ονομασία περιλαμβάνει αυτούσια την λέξη ή κάποια επί μέρους συνθετικά της, έχει τη σημασία της [[λεοπάρδαλη]]ς. Ακόμη και η λέξη «παρδαλός» είναι μεταγενέστερη και σημαίνει «αυτός που έχει στίξεις ή κηλίδες σαν της λεοπάρδαλης». <ref>Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 48:456</ref>
 
Η λέξη ''pardus'' «πάρδος» είναι το αρσενικό της λέξης «πάρδαλις», και είναι μεταγενέστερη. Ο όρος ''πάρδαλις'' είναι παλαιά λόγια ονομασία που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την [[λεοπάρδαλη]] και προέρχεται από την αρχαία λέξη ''πόρδαλις''. Το Λεξικό [[Απολλώνιος ο Σοφιστής|Απολλωνίου του Σοφιστού]], αναφέρεται με σαφήνεια: ''πόρδαλις: ο άρσην, η δε θήλεια πάρδαλις''. Πρόκειται για [[ετυμολογία|δάνεια]] λέξη που, πιθανόν, έχει ανατολική προέλευση και συνδέεται με την ιρανική ''Pwrδηκ'', την [[περσική γλώσσα|περσική]] ''palang'' και την αρχ. [[ινδική γλώσσα|ινδική]] ''prdãku-''. Ωστόσο το επίθημα ''-αλις'' δεν εξηγείται ετυμολογικά. <ref>Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 48:456</ref>
Γραμμή 40:
Τέλος, μεγάλη απήχηση στην ελληνική γλώσσα είχε η ονομασία ''κυναίλουρος'', ιδιαίτερα στα παλαιότερα συγγράματα. Ο όρος προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά ''κύων'' + ''αίλουρος'' και ονομαζόταν έτσι, επειδή θεωρείτο ότι το θηλαστικό αποτελούσε μεταβατική μορφή «μεταξύ κυνός και γαλής». <ref>Πάπυρος Λαρούς, 1963, 9:76</ref>
 
Η επίσημη λόγια αγγλική ονομασία του γατόπαρδου είναι ''cheetah'' «τσίτα» {{Ref_label|I|i|none}} και ο όρος φαίνεται να έχει ρίζα από την ινδική γλώσσα [[χίντι]], οπουόπου αναφέρεται ως ''cītā''. Αυτή η λέξη, με τη σειρά της, προέρχεται από την [[σανσκριτική γλώσσα|σανσκριτική]] ''citrakāyah'' «ποικίλος, πολύμορφος, κηλιδωτός» και, μάλλον, πρωταρχικά αναφερόταν στην [[τίγρη]]. <ref>http://dictionary.reference.com/browse/cheetah</ref>
==Συστηματική ταξινομική==
Το [[είδος]] περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν Σρέμπερ (Johann Christian Daniel von Schreber, 1739-1810), το 1775, ως ''Felis jubata''. Μεταφέρθηκε στο μονοτυπικό γένος ''Acinonyx'' από τον Άγγλο ανατομικό και φυσιοδίφη Τζόσουα Μπρουκς (Joshua Brookes, 1761-1833), το 1775. <ref>cats.org</ref>
 
Ο γατόπαρδος πιθανώς εξελίχθηκε στην Αφρική κατά την Μειόκαινο Εποχή (2,6 έως 7,5 εκατ. χρόνια πριν), προτού περάσει στην Ασία. Παλαιότερα, οι γατόπαρδοι θεωρούνταν ιδιαίτερα αρχέγονα αιλουροειδή και ότι είχαν εξελιχθεί, περίπου 18 εκατομμύρια χρόνια πριν. Πρόσφατη έρευνα έχει τοποθετήσει τον τελευταίο κοινό πρόγονο όλων των υφιστάμενων πληθυσμών, να έχει ζήσει στην Ασία, 11 εκατ. χρόνια πριν, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση και βελτίωση των υφιστάμενων θεωριών σχετικά με την [[φυλογένεση]] του θηλαστικού. <ref>Johnson et al</ref> Από τους πλησιέστερους αρτίγονους «συγγενείς» του, το [[πούμα]] (''Puma concolor'') και το ''γιαγουαρούντι'' (''Puma yaguaroundi), διαχωρίσθηκεδιαχωρίστηκε περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν. <ref>Mattern & Mclennan</ref> Τα συγκεκριμένα αιλουροειδή δεν έχουν μεταβληθεί αισθητά, όπως φαίνεται από τα καταγεγραμμένα απολιθώματα.
 
Το -εξαφανισμένο σήμερα- [[είδος]] ''Acinonyx pardinensis'', που έζησε κατά την Πλειόκαινο Εποχή, ήταν πολύ μεγαλύτερο από ό, τι το σύγχρονο είδος και εξαπλωνόταν στη Ευρώπη, την Ινδία και την Κίνα. Το είδος ''Acinonyx intermedius'' έζησε κατά την Μέση Πλειστόκαινο και υπήρχε στις ίδιες περιοχές. Το εξαφανισμένο [[γένος (βιολογία)|γένος]] ''Miracinonyx'' ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο με το σημερινό, αν και πρόσφατη ανάλυση DNA έδειξε ότι τα είδη ''Miracinonyx inexpectatus'', ''M. studeri'' και ''M. trumani'' (αρχές έως τέλη της Πλειστόκαινου Εποχής), από τη [[Βόρεια Αμερική]], δεν ήταν «πραγματικοί» γατόπαρδοι και, μάλλον, συνδέονται φυλογενετικά με το σημερινό [[πούμα]] (''Puma concolor''). <ref>Mattern & Mclennan</ref>
*Ο γατόπαρδος έχει ''ασυνήθιστα χαμηλή γενετική ποικιλότητα'', η οποία συνδυάζεται με πολύ χαμηλό αριθμό, μικρή κινητικότητα και παραμορφωμένα μαστίγια σπερματοζωαρίων. <ref>O'Brien et al</ref> Επικρατεί η θεωρία ότι, το είδος πέρασε από μια παρατεταμένη περίοδο ''ενδογαμίας'' (''inbreeding'') μετά από εκτεταμένη ''γενετική συμφόρηση'' (''genetic bottleneck'') κατά τη διάρκεια της τελευταίας [[Εποχή των Παγετώνων|εποχής των παγετώνων]]. Ωστόσο, ο ''γενετικός μονομορφισμός'' (''genetic monomorphism'') δεν εμπόδισε το είδος να πετύχει εξελικτικά σε δύο ηπείρους για χιλιάδες χρόνια. <ref>Young & Harcourt</ref>
 
Γραμμή 80:
<ref>Wozencraft</ref><ref>http://dpipwe.tas.gov.au/Documents/Cheetah-Species-Profile.pdf</ref>
===Σημειώσεις επί των υποειδών===
*(1) Ονομάζεται ανεπίσημα ''γατόπαρδος της ΒΔ. Αφρικής'' (''Northwestern African cheetah'') και διαφέρει σημαντικά από τα υπόλοιπα υποείδη. Είναι μικρότερος σε μέγεθος και το τρίχωμά του είναι πολύ κοντό, σε σημείο να θυμίζει «κουρεμένη» ''αγριόγατα'' και, ''σχεδόν λευκού χρώματος'', με κηλίδες που ποικίλλουν από «ξεθωριασμένο» μαύρο στην ράχη μέχρι ανοικτό καφέ στα πόδια. Το πρόσωπο έχει λίγες ή καθόλου κηλίδες, οι δε δακρυικές λωρίδες (βλ. Μορφολογία) συχνά λείπουν. Είναι εξαιρετικά ανθεκτικός στην ξηρασία και, πολλές φορές, καλύπτει τις ανάγκες του σε νερό από το αίμα και τα υγρά των θηραμάτων του. <ref>http://www.bigcats.com/cheetahsworkshop.php?C=1</ref>
 
Στις ερημικές περιοχές Τέρμιτ (Termit) του Νίγηρα, ζουν όχι περισσότερα από 10 άτομα. Στην Αλγερία υπολογίζεται ότι ζουν άλλα 50 άτομα, ενώ ο συνολικός αριθμός του υποείδους δε φαίνεται να ξεπερνά τα 250 άτομα. Το 2010 κυκλοφόρησαν σπάνιες φωτογραφίες του στο διαδίκτυο, τραβηγμένες από ''κάμερες παγίδευσης'' (σημ. φωτογραφικές μηχανές προτοποθετημένες σε στρατηγικά σημεία και ενεργοποιούμενες από την κίνηση μπροστά στον φακό). Οι περιοχές στις οποίες περιπλανάται είναι τόσο μεγάλες και αφιλόξενες που, οι επιστήμονες θεωρούν πρακτικά αδύνατο να το δουν και εναποθέτουν τις ελπίδες τους στις ''κάμερες παγίδευσης''. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει το παρατσούκλι «το φάντασμα της Σαχάρας». <ref>http://news.bbc.co.uk/earth/hi/earth_news/newsid_9306000/9306399.stm</ref>
[[Αρχείο:Acinoyx jubatus venaticus.jpg|thumb|right|400px|Ο εξαιρετικά σπάνιος ασιατικός γατόπαρδος (υποείδος ''A. j. venaticus'']]
*(5) Ονομάζεται ανεπίσημα ''Ασιατικός γατόπαρδος'' (''Asiatic cheetah'') ή ''Ινδικός γατόπαρδος'' -αν και δεν υπάρχει πλέον στην Ινδία. Μέχρι τον Μάρτιο του 2013, μόνον 20 άτομα -εκ των οποίων 7 θηλυκά- είχαν καταγραφεί, αν και απέμεναν κάποιοι επί μέρους θύλακες προς διερεύνηση. Τα στοιχεία βασίστηκαν στην εξέταση φωτογραφιών από κάμερες παγίδευσης. <ref>Khosravifard</ref><ref>http://www.wildlifeextra.com/go/news/iran-cheetah-population013.html#cr</ref> Από την περιοχή του [[Βαλουχιστάν]] στο [[Πακιστάν]], υπήρχαν κάποιες καταγραφές, ωστόσο κάτοικοι αυτής της επαρχίας ανέφεραν ότι δεν έχουν δει το ζώο εδώ και 15 χρόνια. Τα ίδια ισχύουν και για κάποιες περιοχές στην Ινδία, όπου όμως οι αναφορές θεωρούνται αναξιόπιστες. Στο Ιράν, απαντούν κυρίως στις θαμνώδεις στέπες των κεντρικών οροπεδίων, διάσπαρτων με χορτολιβαδικές εκτάσεις, όπου είναι απλωμένο το σημαντικότερο οικιστικό δίκτυο των πόλεων της χώρας. <ref>Nowell & Jackson</ref>
==Βιότοπος==
Οι γατόπαρδοι απαντούν κυρίως σε ''όλες τις ξηρές περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής, με πολύ μεγάλα ανοικτά πλατώματα'', όπου τα θηράματα είναι άφθονα. Κάθε μεγάλος πληθυσμός από μικρά ή μέσου μεγέθους οπληφόρα θηλαστικά μπορεί να υποστηρίξει τους γατόπαρδους, με την προϋπόθεση η βλάστηση να μην είναι πολύ πυκνή ή το έδαφος πολύ «σπασμένο» (πέτρες, ογκόλιθοι, κ.ο.κ). Τα οικοσυστήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως ημι-ερημικά, με μικρό ύψος βροχής, και υπεροχή στην χαμηλή βλάστηση τύπου [[σαβάνα]]ς, πόες, θάμνους και όχι πολλά δένδρα. Ωστόσο, έχουν ευελιξία ενδιαιτημάτων όπως στη Ναμίμπια, όπου απαντούν σε λιβάδια, σαβάνες, πυκνότερη βλάστηση καθώς και σε ορεινό ανάγλυφο του εδάφους. Στα οροπέδια της ΑιθιπίαςΑιθιοπίας φθάνουν μέχρι τα 1500 μ., <ref>Nowell & Jackson</ref> ενώ υπάρχουν αναφορές για περιοχές του όρους Κένυα, στα 4.000 μ. <ref>Young & Evans</ref>
 
Ιδανικός βιότοπος είναι ένα ''μωσαϊκό αραιών δασικών εκτάσεων και βοσκοτόπων''. Δεν συνδέονται, γενικά, με πυκνές δασικές περιοχές, γι’ αυτό ''απουσιάζουν από την ζώνη των πυκνών δασών'' της Δ. Αφρικής ('' Sudano-Guinean Forest Zone''). Ωστόσο, αν και παρατηρούνται συχνότερα στις ανοικτές πεδιάδες με γρασίδι, μπορούν επίσης να κάνουν εκτεταμένη χρήση θάμνων και αραιών δασών, όπου, μάλιστα οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι δαπανούν λιγότερη ενέργεια στο κυνήγι. Τέτοιες περιοχές είναι τα οικοσυστήματα με την τοπική ονομασία ''miombo'', στα οποία κυριαρχούν αραιές συστάδες δένδρων της [[οικογένεια (βιολογία)|οικογενείας]] (''Fabaceae/Leguminosae''), κυρίως των [[γένος (βιολογία)|γενών]] ''Brachystegia, Julbernardia'' και ''Isoberlinia''. Αυτές οι ημι-άνυδρες υποτροπικές περιοχές βρίσκονται από την Τανζανία και το Ζαΐρ στα βόρεια, μέχρι την Α. Ανγκόλα, την Ζιμπάμπουε και την Μοζαμβίκη στα νότια. <ref> http://www.animalinfo.org/glossm.htm#miombo</ref>
Γραμμή 92:
Στο Ιράν, οι κύριοι οικότοποι είναι ερημικοί, με λιγότερα από 100 χιλιοστά κατακρημνισμάτων ετησίως. Η μορφολογία του εδάφους κυμαίνεται από πεδιάδες και αλυκές, σε διαβρωμένες πλαγιές και απόκρημνες περιοχές της ερήμου που φθάνουν τα 2.000-3.000μ. Η βλάστηση, εάν υπάρχει, αποτελείται από αραιή κάλυψη θάμνων, οι περισσότεροι λιγότερο από ένα (1) μέτρο ψηλοί, των [[γένος (βιολογία)|γενών]] ''Salsola'', ''Artemisia'', ''Zygophyllum'', ''Astragulus'', ''Aphaxis'', κ.α. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/219/0</ref>
==Μορφολογία==
Οι γατόπαρδοι χωρίς να έχουν ιδιαίτερα εντυπωσιακές διαστάσεις, εν τούτοις, θεωρούνται μεγάλα αιλουροειδή, με τους ερευνητές να λένε χαρακτηριστικά ότι είναι οι ''μεγαλύτερες αγριόγατες και οι μικρότεροι πάνθηρες'', κάτι που αντικατοπτρίζει απολύτως την πραγματικότητα. Όλες, σχεδόν, οι σωματικές δομές του ζώου αντανακλούν και υπηρετούν, άμεσα ή έμμεσα, το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον γατόπαρδο: την ''ταχύτητα''.
 
Το χρώμα και το μοτίβο του τριχώματος μπορεί να ποικίλλει, ανάλογα με το [[είδος|υποείδος]], με το ''A. j. hecki'' να διαφέρει τόσο πολύ που, η μορφολογία του δεν αντιστοιχεί σε έναν «τυπικό» γατόπαρδο (βλ. Σημειώσεις επί των υποειδών). Γενικά, το τρίχωμα ενός γατόπαρδου είναι κοντό και τραχύ/τεντωμένο στην αίσθηση, κάτι που οφείλεται στον αθλητικό του (sic) σωματότυπο, χωρίς την παρουσία περιττού λίπους. Καλύπτεται από πολλές, μαύρες κηλίδες, στρογγυλές, ημιστρογγυλές ή ελλειψοειδείς, διαστάσεων 2-3 εκατοστών, διάχυτες πάνω στο ξανθό-μπεζ υπόστρωμα της γούνας. Δεν υπάρχουν κηλίδες στην λευκή, κάτω επιφάνεια του σώματος, αλλά η ουρά διαθέτει κηλίδες, οι οποίες συνενώνονται για να σχηματίσουν 4-6 σκουρόχρωμους δακτυλίους προς το το άκρο της, που συνήθως καταλήγει σε λευκή, φουντωτή δέσμη.
Γραμμή 107:
#Με την έλξη του άνω τένοντα προκαλείται «συστολή» του νυχιού προς τα πάνω και πίσω, με ταυτόχρονη αναδίπλωση και συστροφή όλης της ονυχοφόρου φάλαγγας πίσω και πάνω από το άκρο της δεύτερης φάλαγγας, η οποία βρίσκεται ακριβώς πίσω από την ονυχοφόρο. Το νύχι οδηγείται σε ειδική δερματική ''θήκη'' (''sheath'') και δεν είναι ορατό πλέον, ενώ με την ταυτόχρονη έλξη της ονυχοφόρου φάλαγγας το πόδι «χάνει» σε εμβαδόν και δείχνει μικρότερο. Ο κάτω τένοντας χαλαρώνει.
#Με την έλξη του κάτω τένοντα εκτείνεται η ονυχοφόρος φάλαγγα προς τα εμπρός, ενώ το νύχι βγαίνει από τη θήκη και προβάλλει. Το πόδι «κερδίζει» σε εμβαδόν και δείχνει μεγαλύτερο. Ο πάνω τένοντας χαλαρώνει. <ref>Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 16:221</ref>
*Στον γατόπαρδο '''δεν''' υπάρχει η ειδική θήκη κάλυψης του νυχιού. Αυτό σημαίνει ότι το πόδι «δείχνει» πάντοτε τα νύχια του, που μοιάζουν «ακίνητα» -ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι- εξ ου και η ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]] (βλ. Ονοματολογία). Οι διφορούμενες απόψεις έγκεινται στο ότι, άλλοι ερευνητές θεωρούν τους γαμψώνυχες του γατόπαρδου ''ημι-συσταλτούς'', <ref>Caro</ref> ενώ άλλοι, τους θεωρούν ''πλήρως συσταλτούς'', <ref>http://www.curioustaxonomy.net/etym/misnamed.html</ref> αλλά η έλλειψη της ειδικής θήκης τούς αφήνει εκτεθειμένους. {{Ref_label|I|ii|none}}
 
Ωστόσο, όποια και αν είναι η αιτία, τα νύχια του γατόπαρδου έρχονται πάντοτε σε επαφή με το έδαφος, γεγονός που παρέχει στο ζώο ισχυρή πρόσφυση και μεγάλο [[τριβή|συντελεστή τριβής]] όταν καταδιώκει το θήραμα (βλ. Κυνήγι).
==Βιομετρικά στοιχεία==
*Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): 110 έως 150 εκατοστά
*Ύψος μέχρι τον ώμο: ♂ 74 έως 94 εκατοστά, ♀ 67 έως 84 εκατοστά
*Μήκος ουράς: 60 έως 84 εκατοστά
*Βάρος: ♂ 29 έως 65 κιλά, ♀ 21 έως 63 κιλά
==Κινησιολογία και εμβιομηχανική==
Πρακτικά, κάθε τμήμα του σώματος του γατόπαρδου είναι κατασκευασμένο ώστε να συμμετέχει στις αθλητικές επιδόσεις του. Επί πλέον, η φυσιολογία του είναι προσαρμοσμένη στις υψηλές μεταβολικές απαιτήσεις των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.
Γραμμή 122:
ii) Η σπονδυλική στήλη είναι έντονα κυρτωμένη και -σε εκπληκτικό βαθμό- εύκαμπτη. Ενώ, όταν το ζώο περπατάει, παρουσιάζει έντονη και ασυνήθιστη κύρτωση, όταν αναπτύσσει ταχύτητα και τα πόδια βρίσκονται αναδιπλωμένα, εμφανίζει εξαιρετική καμπύλωση (καμπούριασμα) που διευκολύνει τον καλπασμό. Η υψηλή της ελαστικότητα επιτρέπει στο ζώο να τρέχει με μεγάλο ''μήκος διασκελισμού'' (βλ. παρακάτω), δηλαδή να κινείται με ''διαδοχικά άλματα εις μήκος'' (sic).
 
iii) Τα πόδια είναι πολύ μακριά (ψηλά), από τα ψηλότερα σε αιλουροειδή και μπορούν όχι μόνον να εκτελούν εξαιρετικά μεγάλα, επιμήκη άλματα, αλλά και να επιδέχονται καταπόνηση από την βίαιη επαφή με το έδαφος. Ο τρόπος κατάφυσης των μυών επιτρέπει στο ζώο να «αλλάζει ταχύτητα» χωρίς κίνδυνο τραυματισμού. Τα μπροστινά πόδια, ειδικά, διαθέτουν μυς προσφυμένους στην ωμική ζώνη κατά τρόπον, ώστε να αυξάνουν το «μήκος διασκελισμού».
 
iv) Τα νύχια των ποδιών, ευρισκόμενα συνεχώς σε επαφή με το έδαφος, εξασφαλίζουν άμεση και διαρκή τριβή και το ζώο δεν «χάνει» σε ταχύτητα, λόγω ολίσθησης.
Γραμμή 137:
Ο γατόπαρδος ανήκει στα ζώα ''δρομείς'' (''cursorial animals''), τα οποία διανύουν μεγάλες αποστάσεις, ή τρέχουν γρήγορα στο έδαφος και, συνήθως, είναι και καλοί ''άλτες''. Τα χαρακτηριστικά των ''δρομέων'' είναι η ''ταχύτητα'', η ''αντοχή'', η ''επιτάχυνση'' και η ''ικανότητα ελιγμών''. <ref>Παυλίδης</ref> Απο αυτά, ο γατόπαρδος διαθέτει σε ύψιστο βαθμό όλα, εκτός από το δεύτερο που εμφανίζεται εξαιρετικά μειωμένο. Η ικανότητά του να διατηρεί υψηλές ταχύτητες εμφανίζεται μόνο για μικρές αποστάσεις, ενώ τα περισσότερα άλλα αρπακτικά τρέχουν πιο αργά αλλά για μεγαλύτερες αποστάσεις.
 
Σημαντική συνιστώσα είναι το ''μήκος των κάτω άκρων'': όσο μακρύτερα είναι τα κάτω άκρα, τόσο μεγαλύτερες ταχύτητες επιτυγχάνονται. Ωστόσο, αυτό ισχύει ''μέχρις ενός ορίου μεγέθους σώματος'', διότι για παράδειγμα, η καμηλοπάρδαλη έχει πολύ μακρύτερα άκρα αποαπό τον γατόπαρδο αλλά δεν τρέχει με τέτοιες ταχύτητες (50-60 χλμ/ώρα). Οι γατόπαρδοι εμφανίζουν ικανοποιητικό λόγο/αναλογία ολικού μήκους σώματος και ύψους κάτω άκρων. Η σύγκριση αυτών των στοιχείων σε μια [[λιοντάρι|λέαινα]] λ.χ. δείχνει ότι ο γατόπαρδος έχει μικρότερο μέγεθος και ψηλότερα κάτω άκρα.
 
Επίσης, η ταχύτητα εξαρτάται και από το «ενεργό» μήκος του κάτω άκρου, δηλαδή το κατά πόσο μπορεί να «αυξηθεί» το μήκος του κάτω άκρου, μέσω της δομής που εφάπτεται στο έδαφος. Εάν η δομή είναι το ίδιο το πόδι (''πελματοβάμονα'' ζώα), η «ενεργός» αύξηση είναι μικρή, εάν η δομή είναι τα δάκτυλα (''δακτυλοβάμονα'') είναι μεγαλύτερη και όταν η δομή που εφάπτεται στο έδαφος είναι τα νύχια (''ονυχοβάμονα''), τότε η «ενεργός» αύξηση γίνεται μέγιστη. Έτσι εξηγείται, κατά μεγάλο ποσοστό, η μεγάλη ταχύτητα που μπορούν να αναπτύξουν τα οπληφόρα φυτοφάγα θηλαστικά (αντιλόπες, γαζέλες, ζέβρες, άλογα, κ.λ.π.). Οι γατόπαρδοι είναι μεν δακτυλοβάμονα ζώα, αλλά στην υψηλή τους ταχύτητα συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες.
Γραμμή 143:
Ο πλήρης «κύκλος» της κίνησης ενός ζώου που περπατάει ή τρέχει περιλαμβάνει την φάση που ονομάζεται ''διασκελισμός'' ή ''βήμα'' (''stride'') και εξαρτάται από δύο παραμέτρους, το ''μήκος διασκελισμού'' και την ''συχνότητα'' ή ''ρυθμό'' (αριθμός διασκελισμών/μονάδα χρόνου). Όσο μεγαλύτερες είναι αυτές οι παράμετροι, τόσο ταχύτερο είναι το ζώο. Συνήθως, διατηρούνται σε ισορροπία, όπως για παράδειγμα σε ένα [[καγκουρό]], το οποίο κινείται με μεγάλα άλματα (μεγάλο μήκος διασκελισμού) και ικανοποιητική συχνότητα. Οι ταχύτητες που επιτυγχάνουν αυτά τα μαρσιποφόρα φθάνουν τα 71 χλμ/ώρα, αν και για μικρές αποστάσεις. <ref>http://en.wikipedia.org/wiki/Fastest_animals</ref> Σε άλλους δρομείς είναι μικρός ο διασκελισμός αλλά εξαιρετικά αυξημένος ο ρυθμός, όπως για παράδειγμα στους λαγούς, μερικοί από τους οποίους μπορούν να τρέξουν μέχρι και 64 χλμ/ώρα. <ref> http://animals.nationalgeographic.com/animals/mammals/jackrabbit/</ref> Στον γατόπαρδο, ωστόσο, οι δύο αυτές παράμετροι έχουν πολύ μεγάλο μέγεθος, οπότε εξηγείται η υψηλή ταχύτητα που επιτυγχάνεται.
 
Τέλος, σημαντικές δομικές προσαρμογές αποτελούν η μορφή της [[κλείδα]]ς, η θέση της [[ωμοπλάτη]]ς σε σχέση με το στήθος και η κατάφυση των μυών που συμμετέχουν στην κίνηση σε σχέση με με την άρθρωση. Στους δρομείς υψηλών ταχυτήτων, επομένως και στον γατόπαρδο, η ''κλείδα είναι υπολειμματική'', η ωμοπλάτη βρίσκεται στο ''πλαϊνό τμήμα ενός βαθέος και στενού θώρακα'' και οι μύες των κάτω άκρων ''καταφύονται σχετικά κοντά στην σύστοιχη άρθρωση'', ώστε να μπορούν να την κινήσουν σε μεγαλύτερες γωνίες. <ref>Παυλίδης</ref> Σε αυτές τις προσαρμογές, εμπλέκονται πολύπλοκα συστήματα [[μοχλός|μοχλών]] και [[μοχλός|υπομοχλίων]] τα οποία λειτουργούν υπό αυστηρούς φυσικούς νόμους και καθορίζουν την δύναμη η οποία ασκείται κατά την κίνηση και, άρα, την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων.
===Κίνητρο===
Ο γατόπαρδος, όπως και όλα τα ζώα στην καθημερινότητά τους, χρειάζεται ''κίνητρο'' (''motivation'') για την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων και αυτό συμβαίνει μόνον σε δύο περιπτώσεις: ''όταν καταδιώκει το θήραμά του και όταν προσπαθεί να διαφύγει από πιθανούς θηρευτές''. {{πηγή}}
 
Αυτό κατεδείχθη περίτρανα, στο σημαντικότερο επιστημονικό πείραμα που έγινε μέχρι σήμερα, τα αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν το 2012. Στο πείραμα αυτό «συμμετείχαν» 9 γατόπαρδοι (6 από τον ζωολογικό κήπο του Ντάνσταμπλ στο Ηνωμένο Βασίλειο και 3 από το Κέντρο Γατόπαρδου Βαν Ντάικ της [[Πρετόρια]] στη Νότια Αφρική) και 6 λαγωνικά ''γκρέιχάουντςγκρέιχαουντς'' (''greyhounds''), δηλαδή σκύλοι που συμμετέχουν σε κυνοδρομίες, από τα ταχύτερα ζώα στον κόσμο. Σκοπός ήταν να μετρηθούν βασικά ''χωρο-χρονικά'' (''spatio-temporal'') και ''κινητικά'' (''kinetic'') χαρακτηριστικά από τα δύο [[είδος|είδη]] και να γίνει σύγκρισή τους, κυρίως το ''μήκος διασκελισμού/βήματος'' (''length stride'') και η ''δύναμη που αναπτύσσεται στα κάτω άκρα'' (''limb force''). Οι μετρήσεις έγιναν σε ζώα παρομοίου μεγέθους και βάρους και χρησιμοποιήθηκαν δύο σύνολα από κάμερες, οι οποίες είχαν συγχρονιστεί με δορυφορικούς εντοπιστές θέσης (GPS), για υψηλή ακρίβεια στις μετρήσεις. Τα ζώα έτρεξαν σε διαφορετικές κούρσες, σε διάδρομο 90 μέτρων, με «δόλωμα» που χρησιμοποιείται στις κυνοδρομίες το οποίο κυνηγούσαν, έτσι ώστε να υπάρχει «κίνητρο».
*Τα αποτελέσματα, πέραν από τις χρησιμότατες μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν, έδειξαν ότι οι «συμμετέχοντες» γατόπαρδοι έτρεχαν με ταχύτητες ανάλογες εκείνων των λαγωνικών και, μάλιστα, σε κάποιες κούρσες τα λαγωνικά έτρεχαν γρηγορότερα. Επειδή ήταν ήδη γνωστό ότι μπορούν να τρέξουν πολύ ταχύτερα, οι επιστήμονες οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι οι γατόπαρδοι, ''δεν είχαν το απαραίτητο κίνητρο'' γι’ αυτό -κάτι που, σίγουρα, ''δεν'' ήταν το μηχανικό «δόλωμα». <ref>Hudson et al</ref>
===Στοιχεία και αριθμοί===
Γραμμή 153:
 
Επίσης, ακόμη και οι πλέον αξιόπιστες πειραματικές μετρήσεις που έγιναν από επιστημονικούς φορείς, πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες «εργαστηρίου» και δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν οι επιδόσεις του ζώου σε πραγματικές συνθήκες. {{Ref_label|I|iii|none}}.
Πέραν των ανακριβειών που έχουν γραφεί ή αναφερθεί, τα τεκμηριωμένα στοιχεία είναι τα εξής:
 
*Πολλά είναι τα ζώα που τρέχουν με υψηλές ταχύτητες αλλά ο γατόπαρδος είναι μακράν το ''μοναδικό σαρκοφάγο'' που ξεπερνά τα 100 χλμ/ώρα, με τα υπόλοιπα να υστερούν πολύ και να μη ξεπερνούν τα 72-75 χλμ/ώρα. Τα μοναδικά ζώα που μπορούν να φθάσουν ή να ξεπεράσουν τα 100 χλμ/ώρα είναι η ινδική αντιλόπη ''μπλάκμπακ'' (''Antilope cervicapra'') και η αμερικανική [[αντιλοκάπρα]] ή ''πρόγκχορν'' (''Antilocapra americana''), τα οποία είναι φυτοφάγα και, μάλιστα, μπορούν να διατηρήσουν αυτές τις οριακές ταχύτητες για περισσότερο χρόνο από ότι οι γατόπαρδοι. <ref>http://www.biology.ucr.edu/people/faculty/Garland/GarlandJanis1993.pdf</ref>
[[Αρχείο: Gepardjagt1 (Acinonyx jubatus).jpg|thumb|right|400px|Οι γατόπαρδοι επιταχύνουν κατά τρόπο που, δεν υπάρχει παρόμοιος στο ζωϊκόζωικό βασίλειο]]
*Το εντυπωσιακό στοιχείο στον γατόπαρδο δεν είναι τόσο η [[ταχύτητα]] την οποία μπορεί να αναπτύξει, αλλά η [[επιτάχυνση|επιτάχυνσή]] του, δηλαδή το πόσο γρήγορα αλλάζει η ταχύτητά του σε δεδομένο χρονικό διάστημα ''dt'', ή αλλιώς η ''μεταβολή της ταχύτητας στη μονάδα του χρόνου''. Μπορεί η ταχύτητά του να είναι λίγο μεγαλύτερη από εκείνη που αναπτύσσουν τα πολύ γρήγορα φυτοφάγα (βλ. παραπάνω), αλλά στο φυσικό μέγεθος της επιτάχυνσης, ο γατόπαρδος δεν έχει «αντίπαλο» να τον συναγωνιστεί. Άλλωστε, αυτός είναι ο κύριος λόγος που συλλαμβάνει τα θηράματά του. Επιταχύνει τόσο γρήγορα που ''δεν τους επιτρέπει'' να αποκτήσουν υψηλή ταχύτητα.
 
*H μεγαλύτερη -επίσημα καταγεγραμμένη- ταχύτητα είναι 29 μ./δευτερόλεπτο, <ref>Sharp</ref><ref>Hudson et al</ref> που αντιστοιχεί σε 104,4 χλμ/ώρα. Αυτός ο αριθμός, ωστόσο, είναι η ''μέση ωριαία ταχύτητα'' που καταγράφηκε στην ''συγκεκριμένη'' μέτρηση και για διάστημα 200 μέτρων περίπου <ref>Hudson et al</ref>
Γραμμή 169:
*Η ''μέση ωριαία ταχύτητα'' είναι εντελώς διαφορετική από την ''μέγιστη ταχύτητα'' που μπορεί να επιτευχθεί σε κάποιο σημείο της διαδρομής. Για παράδειγμα ο Γ. Μπολτ, όταν κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στα 100 μέτρα, με 9,58 δευτερόλεπτα είχε μέση ωριαία ταχύτητα 37,58 χλμ/ώρα, αλλά η μέγιστη ταχύτητα που πέτυχε ήταν, όταν δεν μπορούσε να επιταχύνει άλλο, περίπου στο διάστημα μεταξύ 60 και 80 μέτρων, τα οποία διήνυσε με ταχύτητα 44,72 χλμ/ώρα. <ref>http://en.wikipedia.org/wiki/Usain_Bolt#cite_ref-225</ref> Για να βρεθεί αυτός ο αριθμός, χρησιμοποιήθηκαν τα βίντεο της κούρσας και έγινε εξειδικευμένη ανάλυση καρέ-καρέ. Κατ΄αντιστοιχίαν, η ''μέση ωριαία ταχύτητα'' του γατόπαρδου (104,4 χλμ/ώρα) δεν αντιστοιχεί στην ''μέγιστη'', η οποία ''προφανώς είναι μεγαλύτερη''. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να γίνει καταγραφή και ανάλυση στην άγρια φύση, εκεί όπου το ζώο έχει «κίνητρο», οπότε οι επίσημες ταχύτητες υπό πειραματικές συνθήκες, είναι μικρότερες από εκείνες που μπορεί να πετύχει πραγματικά.
 
Από τα παραπάνω καταγεγραμμένα στοιχεία γίνεται σαφές ότι, κατά την αναφορά διαφόρων πηγών στην «ταχύτητα» του γατόπαρδου πρέπει να διευκρινίζεται για το τί «είδους» ταχύτητα πρόκειται, κάτι που στην πλειονότητα των περιπτώσεων παραλείπεται. Έτσι αναφορές για ταχύτητες πάνω από τα 110 χλμ/ώρα <ref>cats.org</ref><ref>http://www.speedofanimals.com/animals/cheetah</ref><ref>http://www.biology.ucr.edu/people/faculty/Garland/GarlandJanis1993.pdf</ref> αποτελούν, πιθανότατα, υποθέσεις για την «μέγιστη ταχύτητα» που μπορεί να πετύχει το ζώο και δεν μπορούν να αποδειχθούν.
==Τροφή==
[[Αρχείο: Acinonyx jubatus walking edit.jpg|thumb|right|400px|Ενήλικος γατόπαρδος (υποείδος ''A. j. raineyii'']]
Οι [[αντιλόπη|αντιλόπες]] και, ειδικότερα, οι [[γαζέλα|γαζέλες]] αποτελούν την πλειονότητα των θηραμάτων του γατόπαρδου. Στην Α. Αφρική, τα προτιμώμενα [[είδος|είδη]] είναι η ''γαζέλα του Τόμσον'' (''Eudorcas thomsonii'') στις πεδιάδες (π.χ. στο Σερενγκέτι) και το ''ιμπάλα''(''Aepyceros melampus'') στις δασώδεις περιοχές. Στις άγονες εκτάσεις σαβάνας της Β. Κένυας, το ''μικρό κούντου'' (''Tragelaphus imberbis''), το ''γκέρενουκ'' (''Litocranius walleri'') και το ''ντικ-ντικ'' (''Madoqua spp.'') έχουν αναγνωριστεί ως τα σημαντικότερα θηράματα. Στη νότια Αφρική, σημαντικά θηράματα αποτελούν το ''σπρίνγκμποκ'' (''Antidorcas marsupialis'') (BA. Μποτσουάνα, Ναμίμπια, Νότια Αφρική), τα μικρά του ''μεγάλου κούντου'' (''Tragelaphus strepsiceros''), o [[φακόχοιρος ο Κοινός|αφρικανικός φακόχοιρος]] (''Phacochoerus africanus'') (Ναμίμπια), το ''ιμπάλα'' και το ''πούκου'' (''Kobus vardonii''). Οι γατόπαρδοι, είναι επίσης γνωστό ότι, συλλαμβάνουν και μικρότερα θηράματα, κυρίως [[λαγός|λαγούς]]. Ωστόσο, εάν στο κυνήγι πάρουν μέρος πολλά αρσενικά, συχνά συλλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερα θηράματα, όπως [[γκνου]] (''Connochaetes spp.''). Στο Νίγηρα, τα θηράματα περιλαμβάνουν ''γαζέλες του Άριελ'' (''Gazella dorcas''), τις πολύ σπάνιες νεαρές ''γαζέλες ντάμα'' (''Nanger dama''), ''βερβερικά πρόβατα'' (''Ammotragus lervia'') και λαγούς. <ref>Claro & Sissler</ref>
 
Στην Ινδία, οι γατόπαρδοι κυνηγούσαν κυρίως αντιλόπες ''μπλάκμπακ'' (''Antilope cervicapra'') και γαζέλες ''τσινκάρα'' (''Gazella bennettii'') αλλά ήταν επίσης γνωστό ότι επιτίθεντο σε αντιλόπες ''νιλγκάι'' (''Boselaphus tragocamelus'') καθώς και σε οικόσιτα αιγοπρόβατα. Στο Τουρκμενιστάν κυνηγούσαν ''γαζέλες με μαύρη ουρά'' (''Gazella subgutturosa'') και η εξαφάνισή τους από την περιοχή αυτή συνδέεται στενά με τη μείωση των γαζελών, στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Γραμμή 209:
Το κύριο χαρακτηριστικό των γατόπαρδων είναι ότι ''δεν βρυχώνται'', ωστόσο κατατάσσονται μεταξύ των πιο ''φωνητικών'' αιλουροειδών, αρθρώνοντας πλήθος άλλων φωνημάτων. Αρκετές πηγές αναφέρονται σε μια ευρεία ποικιλία ήχων-φωνών, αλλά οι περισσότερες από αυτές δεν περιλαμβάνουν λεπτομερή ακουστική περιγραφή, κάτι που καθιστά δύσκολο να εκτιμηθεί αξιόπιστα ''ποιος'' ακριβώς όρος αναφέρεται σε ''ποιο'' φώνημα. Μερικά από τα φωνήματα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία είναι τα εξής (σημ. οι όροι στα ελληνικά αποδίδονται ''κατά προσέγγισιν'', εκτός από τον τελευταίο):
 
*Υψίσυχνο «τερέτισμα» (''chirping'') : όταν ένα άτομο προσπαθεί να βρει ένα άλλο, ή κάποια μητέρα προσπαθεί να εντοπίσει τα μικρά της. Ο ήχος αυτός μοιάζει πολύ με εκείνον των πουλιών, γι’ αυτό ονομάστηκε έτσι.
 
*«Τραύλισμα» (''churring''): όταν οι γατόπαρδοι συναντιούνται μεταξύ τους. Μπορεί να θεωρηθεί ως κοινωνική «πρόσκληση», έκφραση ενδιαφέροντος, αβεβαιότητα, κατευνασμός ή αρθρώνεται κατά τη διάρκεια συναντήσεων με το αντίθετο φύλο (αν και κάθε φύλο «τραυλίζει» για διάφορους λόγους).
Γραμμή 230:
===Βασιλικός γατόπαρδος===
[[Αρχείο: Acinonyx jubatus King Cheetah.jpg |thumb|right|400px|Ο σπάνιος βασιλικός γατόπαρδος με το ιδιαίτερο τρίχωμα, αποτελεί απλή παραλλαγή και όχι ξεχωριστό υποείδος]]
Ο βασιλικός γατόπαρδος (παλαιότερα ''Acinonyx rex'') είναι μια σπάνια μετάλλαξη που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο μοτίβο του τριχώματος. Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στην -τότε- Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), το 1926. Το 1927, ο Βρετανός ζωολόγος Ρέτζιναλντ Πόκοκ (Reginald Innes Pocock, 1863-1947) τον κατέταξε ως ξεχωριστό [[είδος]], αλλά ανακάλεσε το 1939 λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Το 1928, ένα δέρμα που αγοράστηκε βρέθηκε να είναι ενδιάμεσο στο μοτίβο μεταξύ του βασιλικού και του κοινού γατόπαρδου, και ο Ά. Τσάπμαν (Abel Chapman) θεώρησε ότι είναι κάποια χρωματική ''μορφή'' (''form'') του κοινού γατόπαρδου. Είκοσι-δύο τέτοια δέρματα βρέθηκαν μεταξύ 1926 και 1974. Από το 1927, ο βασιλικός γατόπαρδος καταγράφηκε μόνον πέντε φορές στην άγρια φύση. Αν και, «παράξενα» κηλιδωτά δέρματα είχαν έλθει από την Αφρική, το ζώο δεν φωτογραφήθηκε, παρά μόνον το 1974, στο Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ της Νότιας Αφρικής. Οι [[κρυπτοζωολογία|κρυπτοζωολόγοι]] Π. και Λ. Μπότριλ κατάφεραν να φωτογραφήσουν ένα (1) άτομο κατά τη διάρκεια μιας αποστολής το 1975, και να αποκτήσουν κάποια δείγματα. Ήταν μεγαλύτερο από τον κοινό γατόπαρδο και η γούνα του είχε διαφορετική υφή. Υπήρχε μία (1) ακόμη παρατήρηση το 1986, η πρώτη σε επτά χρόνια. Μέχρι το 1987, τριάντα οκτώ δείγματα είχαν καταγραφεί, πολλά από δέρματα.
 
Η κατάσταση διαλευκάνθηκε το 1981, όταν δύο βασιλικοί γατόπαρδοι γεννήθηκαν στο Κέντρο Γατόπαρδου και Άγριας Ζωής Ντε Βιλτ (De Wildt) στη Νότια Αφρική. Τον Μάιο του 1981, δύο θηλυκά που ήταν αδέλφια, γέννησαν εκεί και κάθε γέννα είχε και ένα βασιλικό γατόπαρδο. Τα δύο θηλυκά είχαν ζευγαρώσει με κάποιο άγριο αρσενικό από το [[Τράνσβααλ]] (όπου είχαν καταγραφεί βασιλικοί γατόπαρδοι). Αργότερα γεννήθηκαν και άλλοι βασιλικοί γατόπαρδοι στο Κέντρο. Σήμερα, είναι γνωστό ότι υπάρχουν κάποια άτομα στη Ζιμπάμπουε, την Μποτσουάνα και στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Τράνσβααλ της Νότιας Αφρικής.
Γραμμή 236:
Το 2012, η αιτία αυτού του εναλλακτικού μοτίβου στο τρίχωμα, βρέθηκε να είναι μια μετάλλαξη στο γονίδιο της ''διαμεμβρανικής αμινοπεπτιδάσης'' Q (''Taqpep''), το ίδιο γονίδιο που ευθύνεται για τη ριγέ "σκουμπρί" εμφάνιση σε κάποιες ράτσες γάτας, σε σχέση με το "κλασικό" μοτίβο. <ref>Kaelin et al</ref> Το γονίδιο είναι υπολειπόμενο και πρέπει να κληρονομηθεί και από τους δύο γονείς για να εμφανιστεί αυτό το μοτίβο, γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό, για ποιον λόγο είναι τόσο σπάνιος ο βασιλικός γατόπαρδος.
===Χρωματικές ποικιλίες===
Εκτός από τον βασιλικό γατόπαρδο, εμφανίζονται και άλλες, σπάνιες χρωματικές ποκιλίεςποικιλίες του είδους, που περιλαμβάνουν «φακιδωτά», [[μελανίνη|μελανιστικά]], γκρίζα και [[αλφισμός|αλμπίνο]] άτομα. Τα περισσότερα είχαν αναφερθεί στην Ινδία, ιδιαίτερα από γατόπαρδους σε αιχμαλωσία που χρησιμοποιούνταν για κυνήγι. Διάσημος υπήρξε ο «λευκός» γατόπαρδος του Μογγόλου αυτοκράτορα της Ινδίας, Τζαχανγκίρ (17ος αιώνας), ο οποίος διέθετε ''μπλε αντί για μαύρες κηλίδες'' και πρέπει να ήταν εντυπωσιακός. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν και στην εποχή μας και περιλαμβάνουν όχι μόνον μελανιστικές μορφές, αλλά και διάφορες παραλλαγές της χρωματικής παλέτας. Μεταξύ άλλων, εχουνέχουν αναφερθεί από την Αφρική, «κόκκινοι» (''erythristic'') γατόπαρδοι με καστανόξανθες κηλίδες σε χρυσό φόντο και «κρέμ» (''isabelline'') με αχνές κόκκινες κηλίδες σε απαλό φόντο. Μερικοί γατόπαρδοι που ζουν κοντά σε περιοχές της ερήμου, έχουν ασυνήθιστα ανοικτόχρωμο τρίχωμα, πιθανόν για να είναι καλύτερα καμουφλαρισμένοι ως κυνηγοί. Οι «μπλε» γατόπαρδοι -όπως ο προαναφερθείς στην Ινδία- έχουν ποικιλοτρόπως περιγραφεί ως «λευκοί» με γκρι-μπλε κηλίδες (''τσιντσιλά'') ή ''ανοικτόγκριζοι'' με πιο σκούρες γκρι κηλίδες (''μετάλλαξη της Μάλτας''). Ένα (1) άτομο, σχεδόν χωρίς κηλίδες πυροβολήθηκε στην Τανζανία το 1921. Είχε μόνο λίγες κηλίδες στο λαιμό και την ράχηηράχη, και αυτές ήταν ασυνήθιστα μικρές. Πρόσφατα, ένας γατόπαρδος αυτής της χρωματικής ποικιλίας φωτογραφήθηκε στην Κένυα, το 2012. <ref>http://www.dailymail.co.uk/news/article-2134975/The-lesser-spotted-cheetah-Rare-big-cat-traditional-markings-sighted-wild-time-nearly-100-years.html#ixzz1tB9odDWJ</ref>
==Απειλές==
*Λόγω του μεγάλου όπλου που διαθέτει ο γατόπαρδος, την ταχύτητα, δεν κινδυνεύει από κανένα απολύτως ζώο, αρκεί να μην αιφνιδιαστεί. Ωστόσο, η θνησιμότητα των γατόπαρδων είναι πολύ υψηλή κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της ζωής τους. Στις ανοικτές, πεδιάδες του Σερενγκέτι, η θνησιμότητα μπορεί να φθάνει το 95%, κυρίως λόγω της θήρευσης από λιοντάρια (Laurenson 1994). Ωστόσο, τα ποσοστά θνησιμότητας είναι χαμηλότερα σε πιο κλειστά ενδιαιτήματα (Caro in press.) Επίσης, πολλά μικρά θανατώνονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου από λεοπαρδάλεις, ύαινες, άγρια σκυλιά της Αφρικής, ή ακόμα και από αετούς. Τα μικρά, συχνά κρύβονται σε πυκνούς θάμνους και η μητέρα τους θα υπερασπιστεί τα μικρά τους, κάποιες φορές με επιτυχία, τις περισσότερες όμως, όχι. Οι ''συνασπισμοί'' των αρσενικών μπορούν, επίσης, να διώξουν κάποια αρπακτικά, ανάλογα με το μέγεθος του συνασπισμού και το μέγεθος και αριθμό των αρπακτικών.
Γραμμή 244:
*Η εξάντληση των αποθεμάτων τροφής, κυρίως των άγριων οπληφόρων, αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στη Β. Αφρική (Berzins και Belbachir 2006). Οι γατόπαρδοι που στρέφονται σε οικόσιτα ζώα θανατώνονται από τους ιδιοκτήτες τους (Claro 2003, Hamdine et al 2003, Wacher et al 2005.). Η σύγκρουση με τους αγρότες και η μείωση των άγριων θηραμάτων θεωρούνται επίσης σημαντικές απειλές σε τμήματα της Α. Αφρικής (Anon. 2007).
 
*Στο Ιράν, το εκεί ασιατικό [[είδος|υποείδος]] ''Α j. venaticus'' απειλείται έμμεσα από την απώλεια των θηραμάτων μέσω των κυνηγετικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Επιπλέον, οι περισσότερες προστατευόμενες περιοχές είναι ανοικτές στην εποχική βόσκηση που, δυνητικά, ασκεί τεράστια πίεση στους ντόπιους πληθυσμούς οπληφόρων μέσω της διαταραχής και του δυνητικού ανταγωνισμού (Hunter et al. 2007). Επιπλέον, οι κατοικίδιοι σκύλοι που συνοδεύουν τα κοπάδια αποτελούν πιθανή απειλή, για τους γατόπαρδους και την λεία τους (H. Ziaie pers. comm. 2008). Νέα απειλή αποτελεί η κατάτμηση σε ασυνεχείς υποπληθυσμούς, ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων πιέσεων ανάπτυξης (ορυχεία, πετρλαιαγωγοίπετρελαιαγωγοί, δρόμοι, σιδηρόδρομοι). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο Εθνικό Πάρκο του Καβίρ (Kavir), το σημερινό βορειοδυτικό όριο του εύρους του ασιατικού γατόπαρδου (L. Hunter & L. Marker pers. comm.)
 
*Η σύγκρουση με τους αγρότες και κτηνοτρόφους είναι η κύρια απειλή για τους γατόπαρδους στη νότια Αφρική (Purchase et al. 2007). Τα ζώα συχνά σκοτώνονται ή διώκονται επειδή θεωρούνται απειλή για τα οικόσιτα ζώα, παρά το γεγονός ότι προκαλούν μικρή ζημιά. Στη Ναμίμπια, πολύ μεγάλος αριθμός γατόπαρδων παγιδεύονται και απομακρύνονται από κτηνοτρόφους που επιδιώκουν να προστατεύσουν τα ζώα τους. Από κυβερνητικά αρχεία (Nowell 1996), υπολογίζεται ότι πάνω από 9.500 γατόπαρδοι εκτοπίστηκαν από το 1978 έως το 1995. Ενώ τα ποσοστά εκτόπισης έχουν μειωθεί σήμερα, εν μέρει εξαιτίας των εντεινομένων προσπαθειών διατήρησης και εκπαίδευσης, πολλοί κτηνοτρόφοι εξακολουθούν να βλέπουν τον γατόπαρδο ως «ζώο-πρόβλημα», παρά τις έρευνες που δείχνουν ότι είναι υπεύθυνος μόνο για το 3% των ολικών απωλειών ζωικού κεφαλαίου από τα αρπακτικά (Marke, 2002). Παρά το γεγονός ότι, στο Ιράν είχαν θανατωθεί πολλά ζώα, από το 2003 δεν έχει υπάρξει κάποια αναφορά θανάτων (Hunter et al. 2007), αν και είναι πιθανό ότι τα περισσότερα περιστατικά δεν καταγγέλλονται.
Γραμμή 250:
*Επειδή οι γατόπαρδοι είναι δραστήριοι κατά τη διάρκεια της ημέρας, υπάρχει ανησυχία ότι μπορεί να οδηγηθούν μακριά από τις περιοχές θήρευσης, παρασυρμένοι από τα τουριστικά αυτοκίνητα των σαφάρι, ή οι μητέρες να χωρίζονται από τα μικρά τους. Ωστόσο, ο Burney (1980) διεξήγαγε μια έρευνα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα τουριστικά αυτοκίνητα όχι μόνον δεν φαίνεται να βλάπτουν τους γατόπαρδους, αλλά μερικές φορές «βοηθούν» στο κυνήγι, αποσπώντας την προσοχή του θηράματος και παρέχοντας κάλυψη στους γατόπαρδους. Ωστόσο, ο αριθμός των τουριστών έχει αυξηθεί κατακόρυφα από τότε και, μπορεί οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις να είναι περισσότερες από τις θετικές (Caro 1994, Anon. 2007).
==Εμπόριο==
Η CITES επιτρέπει το νόμιμο εμπόριο ζωντανών γατόπαρδων στο πλαίσιο ενός συστήματος ποσοστώσεων [Παράρτημα I (ετήσιες ποσοστώσεις: Ναμίμπια έως 150 άτομα, Ζιμπάμπουε 50, Μποτσουάνα 5)]. Αυτό έγινε αποδεκτό από τη CITES ως ένας τρόπος για να ενισχυθεί η οικονομική σημασία των γατόπαρδων σε ιδιωτικές εκτάσεις, ενώ παρέχεται οικονομικό κίνητρο για τη διατήρησή τους (Nowell 1996). Ο παγκόσμιος πληθυσμός γατόπαρδων σε αιχμαλωσία δεν είναι αυτοσυντηρούμενος. Οι γατόπαρδοι αναπαράγονται ανεπαρκώς σε αιχμαλωσία και, το 2001, το 30% του πληθυσμού σε αιχμαλωσία ήταν άγρια ζώα που δεν είχαν αναπαραχθεί σε αιχμαλωσία (Marker 2002). Ενώ η ανάλυση των δεικτών εμπορίου των ζώων στην βάση δεδομένων της CITES δείχνει ότι οι καταγεγραμμένες χώρες δεν αναφέρουν εξαγωγές ζωντανών ατόμων από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 (Purchase et al. 2007), υπάρχει υποψία για παράνομο διασυνοριακό εμπόριο ζώντων ατόμων. Υπάρχει επίσης ανησυχία σχετικά με το παράνομο εμπόριο δερμάτων, καθώς και τη σύλληψη ζωντανών κουταβιών για εμπόριο με τη Μέση Ανατολή (Anon. 2007). Υπάρχει αύξηση του εμπορίου σε κουτάβια από την ΒΑ. Αφρική στη Μέση Ανατολή (Amir 2005), αλλά αυτή τη στιγμή υπάρχει μικρής έκτασης εμπόριο από την περιοχή του Σαχέλ, όπου προηγουμένως θεωρείτο σημαντικό πρόβλημα (K. de Smet pers. comm. 2007).
 
*Κάποιες νόσοι αποτελούν δυνητική απειλή για τους γατόπαρδους (Anon. 2007), όπως και η μειωμένη γενετική ποικιλότητα, που μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία ενός πληθυσμού (O'Brien 1983 et al.). Αυξημένη θνησιμότητα μέχρι σήμερα έχει τεκμηριωθεί, σε άγρια αιλουροειδή, από τη νόσο του ''άνθρακα'' στο Εθνικό Πάρκο Ετόσα (Etosha National Park) της Ναμίμπια. Οι γατόοπαρδοιγατόπαρδοι, σε αντίθεση με άλλους θηρευτές δεν τρώνε θνησιμαία, οπότε εάν κάποια από αυτά τα σφάγια είχαν την ασθένεια, τα αιλουροειδή θα ανέπτυσσαν με την πάροδο του χρόνου αντισώματα έναντι αυτής . Έτσι, η κατανάλωση κάποιων μολυσμένων από άνθρακα ζώων, τους κάνει εξαιρετικά ευάλωτους (Lindeque et al. 1998). Βέβαια, η χαμηλή πυκνότητα των γατόπαρδων μπορεί να τους προσφέρει κάποια προστασία έναντι μολυσματικών ασθενειών. Για παράδειγμα, οι γατόπαρδοι δεν επηρεάστηκαν από την Επιδημία του Ιού των Κανιδών (Canine Distemper Virus) στο Εθνικό Πάρκο Σερενγκέτι, που σκότωσε πάνω από το 1/3 του πληθυσμού των λιονταριών.
==Κατάσταση πληθυσμού==
[[Αρχείο: Australia Zoo cheetah and zookeepers.jpg|thumb|right|400px|Ο γατόπαρδος φημίζεται για τον ήπιο χαρακτήρα του]]
Γραμμή 262:
Δεν είναι σαφές τί θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοια ακραία μείωση των πληθυσμών του είδους σε ένα τόσο ευρύ φάσμα κατανομής και, διάφορες εναλλακτικές εξηγήσεις έχουν διερευνηθεί. Πιθανόν, τα χαμηλά επίπεδα γενετικής ποικιλότητας θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα ενός πολύ χαμηλού «ενεργού» πληθυσμικού μεγέθους (εκείνου δηλαδή του ποσοστού που «περνάει» στα γονίδια των ζώων). <ref>Hedrick</ref> Για παράδειγμα, υπολογισμοί αυτού του «ενεργού» ποσοστού στους πληθυσμούς του Σερενγκέτι, έδωσαν το -αρκετά χαμηλό- ποσοστό 44% ή λιγότερο του ολικού πληθυσμού. <ref>Kelly</ref> Παρόλο που τα αίτια για τα χαμηλά επίπεδα του γατόπαρδου από γενετική παραλλαγή είναι ασαφή, αυτό που είναι σαφές είναι ότι οι μεγάλοι πληθυσμοί είναι αναγκαίοι για τη διατήρηση του είδους. Επειδή οι γατόπαρδοι είναι είδος χαμηλής πυκνότητας, οι προστατευόμενες περιοχές πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες, μεγαλύτερες από ό, τι οι περισσότερες σημερινές προστατευόμενες περιοχές.
==Μέτρα διαχείρισης==
*Το [[είδος]] περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της CITES και προστατεύεται από τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών, στο μεγαλύτερο μέρος της κατανομής του, ακόμη και σε κάποιες χώρες της ιστορικής του κατανομής (Nowell & Jackson, 1996). Ωστόσο, ορισμένες χώρες επιτρέπουν την θανάτωση ορισμένου αριθμού ατόμων για να περιοριστούν οι απώλειες από τις επιθέσεις σε οικόσιτα ζώα (Purchase et al., 2007).
 
*Η προώθηση των καθεστώτων διαχείρισης του ζωικού κεφαλαίου που ελαχιστοποιούν την «σύγκρουση» με τους γατόπαρδους, αποτελεί σημαντικό μέτρο διατήρησης, που ξεκίνησε από το Ταμείο Διατήρησης Γατόπαρδου στη Ναμίμπια (Marker et al., 2003), αλλά τώρα εφαρμόζεται ευρύτερα. Τα στοιχεία της επιτυχούς διαχείρισης της διατήρησης περιλαμβάνουν τη διαθεσιμότητα άγριων θηραμάτων και πιο εντατική προστασία του ζωικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα με τη χρήση σκυλιών φυλάκων.
Γραμμή 277:
Παρά τον ευγενικό χαρακτήρα του, ο γατόπαρδος κυνηγήθηκε στο παρελθόν από τον άνθρωπο, κυρίως για την γούνα του, που θεωρείτο σύμβολο κοινωνικής θέσης. Σήμερα, οι γατόπαρδοι έχουν αυξανόμενη οικονομική σημασία για τον επεκτεινόμενο οικοτουρισμό, αν και βρίσκονται επίσης σε ζωολογικούς κήπους. Στο Γιούλι της Φλόριντα διατηρείται σημαντικός πληθυσμός σε ειδικό προστατευόμενο έδαφος (White Oak). <ref>http://www.whiteoakwildlife.org/animal-programs/cheetah/</ref>
 
Επειδή δεν είναι επιθετικά ζώα, τα μικρά του μερικές φορές πωλούνται παράνομα ως κατοικίδια ζώα. Πάντως, ακόμη και σήμερα, πολλοί αγρότες πιστεύουν ότι επιτίθενται στα κατοικίδια ζώα και τους κυνηγούν. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει κυρίως με τον -απειλούμενο με εξαφάνιση- ασιατικό γατόπαρδο (''Acinonyx jubatus venaticus''). Μελέτη που εκπονήθηκε μεταξύ 2004-2009 στο ΒΑ. Ιράν, όπου τα θηράματα έχουν μειωθεί λόγω λαθροθηρίας και στηρίχθηκε στην ανάλυση περιττωμάτων έδειξε ότι, ότι τα ασιατικά αιλουροειδή βασίζονται κυρίως στα μεσαία οπληφόρα για την διατροφή τους. Ωστόσο, λόγω της χαμηλής πυκνότητας σε γαζέλες, μέρος των απαιτήσεων τους καλύπτεται από οικόσιτα, γεγονός που φέρνει τους γατόπαρδους σε άμεση σύγκρουση με τους ντόπιους. <ref>http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0140196312001504 </ref> Επειδή το υποείδος απειλείται άμεσα, πολλές εκστρατείες ξεκίνησαν για την ενημέρωση των αγροτών και να τους ενθαρρύνουν να διατηρούν τους γατόπαρδους.
===Εξημέρωση===
[[Αρχείο: Tamed Cheetah Ancient Egypt.jpg|thumb|right|400px|Οι γατόπαρδοι ήταν από τα πιο αγαπητά κατοικίδια ζώα των αρχαίων Αιγυπτίων (τοιχογραφία του 1700 π.Χ.)]]
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι συχνά διατηρούσαν γατόπαρδους ως κατοικίδια ζώα, καθώς επίσης, τους εκπαίδευαν για το κυνήγι. Συνήθως μεταφέρονταν μαζί με σκυλιά στις κυνηγετικές περιοχές, δεμένοι σε κάρα, με κουκούλα και δεμένα τα μάτια και παρέμεναν έτσι , μέχρις ότου τα σκυλιά ξετρύπωναν το θήραμα. Όταν πλησίαζε αρκετά κοντά, τους έλυναν και τους αφαιρούσαν την κουκούλα και και οι γατόπαρδοι επιτίθενταν και συνελάμβαναν τη λεία. Η παράδοση αυτή πέρασε στους αρχαίους Πέρσες και στην Ινδία, και συνεχίστηκε από τους μαχαραγιάδες και τους πρίγκηπες, σχεδόν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι γατόπαρδοι εξακολουθούσαν να «συνδέονται» με τη βασιλική καταγωγή και την κομψότητα. Διάσημοι που τους διατηρούσαν ως κατοικίδια ζώα, ήσαν ο Τζένγκις Χαν και ο Καρλομάγνος, ενώ ο Μογγόλος ηγεμόνας της Ινδίας Άκμπαρ (Akbar 1556-1605), περηφανευόταν ότι είχε 1.000 (!) γατόπαρδους στην κατοχή του. <ref> O'Brien et al</ref> Αλλά και ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας [[Χαϊλέ Σελασιέ A' |Σελασιέ]] είχε φωτογραφηθεί, συχνά, να κρατάει έναν γατόπαρδο με λουρί.
==Σημειώσεις==
'''i.''' {{Note_label|I|i|none}} Η λέξη ''τσίτα'', που αναφέρεται στον γατόπαρδο, δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο όρο που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ελληνική καθομιλουμένη και αναφέρεται στους πιθήκους, ιδιαίτερα στους θηλυκούς χιμπαντζήδες.
Γραμμή 286:
'''ii.''' {{Note_label|I|ii|none}} Βέβαια, εάν θεωρηθεί ότι ο μηχανισμός κίνησης των ονυχοφόρων φαλάγγων είναι ο ίδιος σε όλα τα αιλουροειδή, ορθότερη είναι η δεύτερη άποψη. {{πηγή}}
 
''iii''' {{Note_label|I|iii|none}} Στην περίπτωση του γατόπαρδου, όπως και όλων των ζώων που υποβάλλονται σε πειραματικές μετρήσεις, δεν είναι δυνατός ο καθορισμός του «είδους» της ταχύτητας που αναπτύσσουν (τελική, μέση, στιγμιαία) κάτι που προσδίδει σημαντική ασάφεια στους αριθμούς. Το ορθότερο είναι ότι, οι καταγεγραμμένες ταχύτητες είναι οι μέσες ωριαίες ταχύτητες για την ''συγκεκριμένη'' παρατήρηση και για την ''συγκεκριμένη'' διανυθείσα απόσταση.
 
==Παραπομπές==
{{Παραπομπές|30em}}
Γραμμή 338 ⟶ 339 :
*Lindeque, P. M., Nowell, K., Preisser, T., Brain, C. and Turnbull, P. C. B. 1998. Anthrax in wild cheetahs in Etosha National Park, Namibia. Proceedings: OIE International Anthrax Congress: 9-15. Onderstepoort.
*Louis, A. 1979. Nomades d'hier et d'aujourd'hui dans le sud tunisien. EDISUD, Aix-en-Provence, France.
*Mac Millan . D. : Cheetahs (Nature Watch)
*Mallon, D. P. 2007. Cheetahs in Central Asia: A historical summary. Cat News 46: 4-7.
*Marker, L. L. 2002. Aspects of Cheetah (Acinonyx jubatus) Biology, Ecology and Conservation Strategies on Namibian Farmlands. Thesis, Lady Margaret Hall, University of Oxford.