Αντίσωμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ορθογραφία
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 79.131.67.249 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό [[Χρή...
Γραμμή 1:
{{επιμέλεια|θέλει εικόνες, συνδέσμους, γενική μορφοποίηση}}
Ένα '''αντίσωμα''' γνωστό και ως '''ανοσοσφαιρίνη''' είναι ένα μεγάλο σχήματος Υ πρωτεϊνικό [[μόριο]] που παράγεται από τα Β - [[λεμφοκύτταρο|λεμφοκύτταρα]] και χρησιμοποιείται από το [[ανοσοποιητικό σύστημα]] για να αναγνωρίσει και να ακινητοποιήσει ξένα αντικείμενα όπως είναι τα [[βακτήριο|βακτήρια]] και οι [[ιός|ιοί]]. Το αντίσωμα αναγνωρίζει ένα μοναδικό κομμάτι του εισβολέα που ονομάζεται [[αντιγόνο]]. Κάθε άκρη του «Υ» μιας ανοσοσφαιρίνης περιέχει ένα '''παράτοπο''' (δομή που ομοιάζει με κλειδαριά) που αναγνωρίζει ειδικά ένα
συγκεκριμένο αντιγονικό '''επίτοπο''' (που παρομοιάζεται με κλειδί), και συνδέονται με ακρίβεια. Με την σύνδεση ένα αντίσωμα μπορεί να καταδείξει ένα μικρόβιο ή ένα μολυσμένο κύτταρο για επίθεση από άλλα κομμάτια του ανοσοποιητικού συστήματος, ή να εξουδετερώσει το στόχο του απευθείας. Η παραγωγή αντισωμάτων είναι η κύρια λειτουργία της χυμικήςχημικής ανοσίας.
Τα αντισώματα είναι [[γλυκοπρωτεΐνη|γλυκοπρωτεΐνες]] που ανήκουν στην υπεροικογένεια των αιμοσφαιρινών. Οι όροι αντίσωμα και ανοσοσφαιρίνη συχνά χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Τα αντισώματα
αποτελούνται από βασικές δομικές μονάδες το καθένα με δύο μεγάλες βαριές αλυσίδες (H) και δύο μικρές ελαφρές αλυσίδες (L). Υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί