Χαμένα ίχνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Amblitude (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Amblitude (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 24:
Τα '''χαμένα ίχνη''' (γερμ. ''Verwehte Spuren'') είναι θρίλερ του γερμανικού κινηματογράφου του 1938 σε σκηνοθεσία [[Φάιτ Χάρλαν]], σενάριο [[Τέα φον Χάρμπου]] και με πρωταγωνίστρια την [[Κριστίνα Ζέντερμπάουμ]].
==Πλοκή==
ParisΠαρίσι zurτην περίοδο της [[WeltausstellungΠαγκόσμια ParisΈκθεση το Παρισιού 1867|WeltausstellungΠαγκόσμιας έκθεσης του 1867]]: Η 18χρονη Σεραφίν Λόρενς φτάνει με τη μητέρα της Μαντλίν στην πόλη. Η Μαντλίν είχε γεννηθεί στο Παρίσι, παντρεύτηκε εκεί το σύζυγό της και πήγε στον Καναδά, όπου γεννήθηκε η Σεραφίν. Έρχεται ξανά στην πόλη μετά από 20 χρόνια. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο, ενώ σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχουν έρθει στην πόλη με τητην νευκαιρίαευκαιρία της έκθεσης. Η Μαντλίν αισθάνεται αδιάθετη και ο γιατρός ΔδρΔρ Μορό βοηθά τις δύο γυναίκες να πάνε στο ξενοδοχείο τους. ΕΚείΕκεί αποδεικνύταιαποδεικνύεται ότότι η κράτηση της Μαντλίν δεν έφτασε ποτέ. ΤΟ ξενοδοχείο είναι πλήρες, αλλά η Μαντλίν τελικά βρίσκει ένα μονό δωμάτιο κοντά στη στέγη. Η Σεραφίν συνοδεύεται από τον Δρ Μορό σε ένα μικρότερο ξενοδοχείο. Οι δύο τους γυρίζουν στην πόλη την νύχτακαινύχτα και πηγαίνουν για χορό. Το επόμενο πρωί o Μορό καλείται για ακρόαση από τον αρχηγό της αστυνομίας του Παρισιού και από τον Κόμη Ντυβάλ, Πρόεδρο της Επιτροπής της Παγκόσμιας Έκθεσης. Η Μαντλίν είναι νεκρή, οι συνθήκες θανάτου της πρέπει να αποσιωπηθούν ώστε να αποτραπεί μαζική υστερία των επισκεπτών, που θα προκαλούσε ίσως περισσότερους θανάτους. Όλοι οι παρόντες δεσμεύονται να μη μιλήσουν για αυτό.
== Handlung ==
 
Paris zur [[Weltausstellung Paris 1867|Weltausstellung 1867]]: Η 18χρονη Σεραφίν Λόρενς φτάνει με τη μητέρα της Μαντλίν στην πόλη. Η Μαντλίν είχε γεννηθεί στο Παρίσι, παντρεύτηκε εκεί το σύζυγό της και πήγε στον Καναδά, όπου γεννήθηκε η Σεραφίν. Έρχεται ξανά στην πόλη μετά από 20 χρόνια. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο, ενώ σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχουν έρθει στην πόλη με τη νευκαιρία της έκθεσης. Η Μαντλίν αισθάνεται αδιάθετη και ο γιατρός Δδρ Μορό βοηθά τις δύο γυναίκες να πάνε στο ξενοδοχείο τους. ΕΚεί αποδεικνύται ότ η κράτηση της Μαντλίν δεν έφτασε ποτέ. ΤΟ ξενοδοχείο είναι πλήρες, αλλά η Μαντλίν τελικά βρίσκει ένα μονό δωμάτιο κοντά στη στέγη. Η Σεραφίν συνοδεύεται από τον Δρ Μορό σε ένα μικρότερο ξενοδοχείο. Οι δύο τους γυρίζουν στην πόλη την νύχτακαι πηγαίνουν για χορό. Το επόμενο πρωί o Μορό καλείται για ακρόαση από τον αρχηγό της αστυνομίας του Παρισιού και από τον Κόμη Ντυβάλ, Πρόεδρο της Επιτροπής της Παγκόσμιας Έκθεσης. Η Μαντλίν είναι νεκρή, οι συνθήκες θανάτου της πρέπει να αποσιωπηθούν ώστε να αποτραπεί μαζική υστερία των επισκεπτών, που θα προκαλούσε ίσως περισσότερους θανάτους. Όλοι οι παρόντες δεσμεύονται να μη μιλήσουν για αυτό.
Η Σεραφίν επιστρέφει το επόμενο πρωί στο ξενοδοχείο που έμενε η μητέρα της. Εκεί ουδείς φαίνεται να θυμάται την ίδια ή τη μητέρα της, το δωμάτιο της μητέρας της φαίνεται να είναι υπό ανακαίνιση εδώ και καιρό και όλες οι βαλίτσες της Μαντλίν έχουν εξαφανιστεί. Μόνο ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Ντομπιέρ κάνει ένα μικρό λάθος, καθώς φαίνεται να γνωρίζει το όνομα του ξενοδοχείου της Σεραφίν, παρότι εκείνη εν το ανέφερε.
 
Η Σεραφίν πηγαίνει στον Δρ Μορό, αλλά ακόμα και αυτό ισχυρίζεται ότι δεν είδε τη μητέρα της. Παρόλο που η Σεραφίν απευθύνεται σε ανθρώπους με επίσημες θέσεις, όπως στην αστυνομία και το προξενείο, κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Ακόμη η λίστα επιβατών του πλοίου με το οποίο η Σεραφίν ήρθε με τη Μαντλίν από τον Καναδά στη Γαλλία, δεν περιέχει το όνομά της Μαντλίν. Η Σεραφίν Απελπίζεται και πιστεύει ότι αρχίζει να τρελαίνεται. Επειδή ο Δρ Μορό, που τον θεωρούσε φίλο της, της αρνείται κάθε βοήθεια, εκείνη θέλει να τον ξεφορτωθεί και μιλά με έναν ξένο άντρα, ο οποίος την προστατεύει από τον Δρ Μορό και την παίρνει μαζί του.
 
Seraphine kehrt am nächsten Morgen in das Hotel zurück, in dem ihre Mutter untergebracht worden war. Dort scheint sich niemand an sie oder ihre Mutter zu erinnern, das Zimmer der Mutter wird augenscheinlich schon seit längerer Zeit renoviert und sämtliche Koffer Madeleines sind verschwunden. Nur Hotelbesitzer Dompierre macht einen kleinen Fehler, als er den Namen von Seraphines Hotel zu kennen scheint, obwohl sie ihn nicht genannt hat. Seraphine wendet sich an Dr. Morot, aber auch der gibt vor, ihre Mutter nie gesehen zu haben. Obwohl sich Seraphine an verschiedene öffentliche Stellen, darunter die Polizeipräfektur und das Konsulat, wendet, kann ihr niemand helfen. Auch die Passagierliste des Dampfers, auf dem Seraphine mit Madeleine von Kanada nach Frankreich gekommen ist, führt Madeleines Namen nicht. Seraphine ist verzweifelt und glaubt, wahnsinnig zu werden. Weil auch Dr. Morot, den sie als Freund wahrgenommen hatte, ihr jegliche Unterstützung verweigert, will sie ihn loswerden und spricht einen fremden Mann an, der sie vor Dr. Morot in Schutz nimmt und mit ihr fortfährt. Es handelt sich um Sensationsreporter Henri Poquet, der an Seraphines Geschichte interessiert ist. Er will einen Artikel über das Verschwinden Madeleines drucken, doch haben die großen Zeitungen bereits ein Verbot zum Abdruck der Geschichte erhalten. Die kleinere Zeitschrift ''Brandfackel'' gibt den Artikel in den Druck, wird jedoch von der Polizei kurz darauf verboten. Kein Artikel erscheint.
 
Seraphine gibt fast auf, als sie im Hotel Bekanntschaft mit dem klavierspielenden Musikstudenten Gustave macht. Der kannte Madeleine nie, zweifelt jedoch nicht an Seraphines Aussage, die Mutter sei mit nach Paris gekommen. Tatsächlich fällt Seraphine ein, dass ihre Mutter die Adresse einer Madame Printemps notiert hat, die sie auf dem Dampfer bedient hatte. Seraphine und Gustave reisen zu Madame Printemps, die bestätigt, Mutter und Tochter bedient zu haben. Sie besitzt sogar noch ihre Schiffsliste, in der Madeleines Name verzeichnet ist und Gustave nimmt die Liste an sich, um damit zur Polizei zu gehen. Auf der Rückfahrt werden Seraphine und Gustave im Zug überfallen, wobei die Diebe nur die Liste an sich nehmen. Der Polizeipräfekt, an den sich Seraphine wegen des Diebstahls wenden will, weilt wiederum gerade auf einem Ball. Mit Dr. Morot besucht Seraphine den Ball, um den Polizeipräfekten zur Rede zu stellen, als sie in der Menge eine Frau sieht, die den Schmuck ihrer Mutter trägt. Halb wahnsinnig zerrt Seraphine die Frau an ihren Haaren durch die Menge zum Polizeipräfekten. Die Frau ist die Freundin von Maurice, der im Hotel der Mutter als Hausdiener arbeitet. Hoteldirektor Dompierre hatte die Kleider Madeleines nach ihrem Tod in Panik verbrennen lassen, wobei Maurice den Schmuck für sich behielt und seiner Freundin schenkte. Maurice wird vorgeladen und von Seraphine als Mörder bezeichnet, entgegnet jedoch im Affekt, dass Madeleine schon längst tot gewesen sei. Seraphine bricht zusammen. Sie will wissen, wo die Mutter jetzt ist, doch der Polizeipräfekt sagt nur, dass sie verbrannt wurde. Warum, darf keiner sagen. Als Seraphine halb wahnsinnig das Ballhaus verlässt, wird sie von einer Kutsche angefahren und in ein Krankenhaus gebracht.
 
Gustave hat unterdessen in Poquets Druckerei 5000 Flugblätter herstellen lassen, die über Nacht in Paris verteilt werden. Sie fragen, wie in einer Stadt, von der Polizei und der Obrigkeit gedeckt, eine Frau verschwinden kann. Der Polizeipräfekt weiß nun, dass nur Seraphine eine Katastrophe verhindern kann. Er offenbart ihr, dass Madeleine an der [[Pest]] gestorben sei. Sollte dies öffentlich werden, wäre eine Massenpanik unausweichlich. Er bittet sie, eine Erklärung zu unterschreiben, nach der sie allein nach Paris gekommen ist. Sie tue damit dem Vaterland ihrer Mutter einen unschätzbaren Dienst. Seraphine erinnert sich, wie sehr ihre Mutter Paris geliebt hat und unterzeichnet das Papier.
 
==Επίδραση==