Αετομάχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 11:
| ordo = [[Στρουθιόμορφα]] (''Passeriformes'')
| familia = [[Λανιίδες (Αετομαχίδες)]] (''Laniidae'') <ref name="Όντρια, σ. 182">Όντρια, σ. 182</ref> {{Ref_label|I|i|none}}
| genus = [[Κεφαλάς (γένος)|Αετομάχος]] (''Lanius'') Linnaeus, 1758 Μ
| species = '''''L. collurio'''''
| binomial = ''Lanius collurio'' '''(Αετομάχος ο κολλυρίων)''' {{Ref_label|I|iv |none}}
Γραμμή 18:
| subdivision = ''Lanius collurio collurio'' {{Ref_label|I|ii|none}} <br />''Lanius collurio kobylini''
}}
Ο '''Αετομάχος''' είναι [[Στρουθιόμορφα|στρουθιόμορφο]] πτηνό της [[οικογένεια|οικογενείας]] των [[Λανιίδες (Αετομαχίδες)|Λανιιδών (Αετομαχιδών)]], ένας από τους [[κεφαλάςΚεφαλάς (γένος)|κεφαλάδες]] που απαντώνται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του [[είδος|είδους]] είναι ''Lanius collurio'' και περιλαμβάνει 2 [[υποείδος|υποείδη]].<ref name="Howard & Moore, p. 479">Howard & Moore, p. 479</ref>
 
Στην Ελλάδα συναντάται το [[υποείδος]] ''Lanius collurio collurio'' Linnaeus, 1758.<ref name="Howard & Moore, p. 479"/>
Γραμμή 30:
Σύμφωνα με τη δεύτερη και πιθανότερη εκδοχή, ρίζα είναι η λέξη ''lana'' «μαλλί», από την οποία προέρχεται το ρήμα ''lanio'' «κόβω το μαλλί σε μικρά κομμάτια, λανίζω» εξ ου και το ελληνικό «λαναράς».<ref name="Valpy, p. 219">Valpy, p. 219</ref><ref>Μπαμπινιώτης, σ. 990</ref>
 
Η λατινική λέξη ''Lanius'', σημαίνει επακριβώς «σφαγέας», «χασάπης», ή «ο πάγκος του χασάπη»,<ref name="Valpy, p. 219"/><ref>http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0060:entry=laniena&highlight=lanius</ref><ref>http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=lanius</ref> επομένως, η επιστημονική ονομασία του γένους σχετίζεται άμεσα με τη συνήθεια του πτηνού, όπως και άλλων [[κεφαλάςΚεφαλάς (γένος)|κεφαλάδων]], να σκοτώνουν τη λεία τους και να την καρφώνουν πάνω σε ένα αιχμηρό αντικείμενο -συνήθως μεγάλα αγκάθια- για να τη φάνε με την ησυχία τους ή για να την «αποθηκεύσουν» για αργότερα, όπως κάνουν οι κρεοπώλες με το κρέας που το κρεμάνε σε τσιγκέλια (βλ. Ηθολογία)!
*Ταυτόχρονα, δημιουργείται πρόβλημα στην απόδοση στα ελληνικά, τόσο του [[Γένος (βιολογία)|γένους]] (''Lanius''), όσο και της [[οικογένεια]]ς (''Laniidae'') (βλ. Σημειώσεις) {{Ref_label|I|i|none}}
Για τον όρο ''collurio'' στην επιστημονική ονομασία του [[είδος|είδους]], δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, πιθανόν όμως να πρόκειται για απόδοση στα λατινικά της αρχαίας ελληνικής λέξης ''κολλυρίων (-ονος)'' και, να επρόκειτο για το συγκεκριμένο πτηνό.<ref>ΠΛΜ, 34:467</ref> Υπάρχει μάλιστα και σχετική αναφορά στο «Περί Ζώων Ιστορίαι» του Αριστοτέλη, αλλά και στον Ησύχιο.<ref>http://myria.math.aegean.gr/lds/data/volB/pdf/pg_0747.pdf</ref><ref name="blx1.bto.org">http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob15150.htm</ref>
Γραμμή 64:
Ο αετομάχος είναι πλήρως μεταναστευτικό [[είδος]] μεγάλων αποστάσεων, ερχόμενο στην ευρωπαϊκή και ασιατική επικράτεια τα καλοκαίρια για να αναπαραχθεί, ενώ διαχειμάζει αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο. Η κύρια περιοχή διαχείμασης είναι νότια του ισημερινού, στη ζώνη δάσους-βροχής, παραλείποντας ωστόσο τη λεκάνη του Κονγκό, φθάνοντας μέχρι τα βόρεια και τα ανατολικά της [[Νότια Αφρική|Νότιας Αφρικής]]. Απαντά περιστασιακά στο νότιο Σουδάν ή στην περιοχή του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Τα περισσότερα πουλιά περνούν το χειμώνα στη Μοζαμβίκη, τη Ζιμπάμπουε, τη Μποτσουάνα και τη Ναμίμπια. Ιδιαίτερα ξηρές περιοχές, όπως το εσωτερικό της ερήμου [[Καλαχάρι]], αποφεύγονται σε μεγάλο βαθμό.
 
Προτιμώνται κατάλληλες τοποθεσίες στη σαβάνα, είτε σε θέσεις με θάμνους, είτε σε εντελώς ξηρά εδάφη. Εδώ, ο αετομάχος μοιράζεται το χώρο του με πολλά -έως και 12- αυτόχθονα είδη [[κεφαλάς|κεφαλάδων]], υπερασπιζόμενος την εδαφική του επικράτεια εν μέρει.<ref name="Glutz v. Blotzheim">Glutz v. Blotzheim</ref>
 
Η εαρινή αποδημία αρχίζει τον Αύγουστο από τα ενήλικα πουλιά, ενώ 1-2 εβδομάδες αργότερα, ακολουθούν τα νεαρά. Οι πρώτοι αετομάχοι καταφθάνουν στην Α. Αφρική τον ίδιο μήνα, ενώ στη Ν. Αφρική το Σεπτέμβριο, στο τέλος του οποίου ολοκληρώνεται συνήθως η μετανάστευση. Σε σπάνιες περιπτώσεις καταφθάνουν πουλιά κατά τον Οκτώβριο και, αυτά είναι ως επί το πλείστον νεαρά άτομα που γεννήθηκαν αργά μέσα στην αναπαραγωγική περίοδο. Το ταξίδι πραγματοποιείται πιθανότατα μόνο τη νύχτα, καθώς οι αετομάχοι εκμεταλλεύονται την ημέρα για πρόσληψη τροφής, οπότε ξεκουράζονται. *Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην [[Κάρπαθος|Κάρπαθο]], καταγράφηκε μέση ταχύτητα 70-75 χμ /ώρα στο μεταναστευτικό σμήνος.<ref>Biebach et al. (1983) in Glutz v. Blotzheim</ref>
Γραμμή 94:
Τα νεαρά άτομα είναι σαν τα θηλυκά, αλλά με ''σκοτεινές ημισεληνοειδείς ραβδώσεις σχεδόν παντού'', εμφανέστερες στην κορυφή του κεφαλιού, τον τράχηλο, τη ράχη και τις πτέρυγες. Επιπλέον, το ουροπύγιο έχει κοκκινωπό-καφέ χρώμα, ενώ τα ερετικά φτερά -πρωτεύοντα και δευτερεύοντα- είναι σκούρα γκρι.
 
Σε κάθε περίπτωση, το ράμφος όλων των ηλικιών και στα δύο φύλα, είναι όπως σε όλους τους [[κεφαλάςΚεφαλάς (γένος)|κεφαλάδες]] ισχυρό, πλευρικά πεπλατυσμένο, με έντονα αγκιστρωτό άκρο στη [[ράμφος (πτηνά)|ρινοθήκη]] και μια μικρή εσοχή λίγο πριν από το άγκιστρο, όπου εφαρμόζει η [[γναθοθήκη]]. Στη βάση του, το ράμφος είναι εφοδιασμένο με [[ράμφος (πτηνά)|σμήριγγες]] (σκληρές τρίχες), ενώ το χρώμα του κυμαίνεται από σαρκόχρωμο στα νεαρά πουλιά, μαυριδερό στα θηλυκά και, σχεδόν μαύρο στα αρσενικά. Πάντως, το μαύρο χρώμα του ράμφους φαίνεται να εξασθενίζει κατά τη διάρκεια του έτους και ανανεώνεται κάθε χρόνο πριν την ανοιξιάτικη μετανάστευση. Οι ταρσοί και τα ισχυρά πόδια έχουν μαυριδερό-γκρι χρώμα στα νεαρά άτομα και, σκούρο καφέ στα ενήλικα πουλιά.
==Βιομετρικά στοιχεία==
*Μήκος σώματος: (16-) 17 έως 18 εκατοστά