Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
CHE (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
CHE (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 284:
Στις 4 Μαρτίου [[1865]] ο Λίνκολν αναλαμβάνει καθήκοντα στον Λευκό Οίκο αλλά ο λόγος του τώρα περιέχει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Δεν υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του πολέμου, ούτε αγορεύσεις για ηθικούς λόγους που τον δικαιολογούν. Τα πάντα δείχνουν ότι ο Λίνκολν επιζητεί τώρα την παγίωση της Ένωσης και την επούλωση των πολλαπλών πληγών της, υλικών και ηθικών. Κάνει μάλιστα και μια αναπάντεχη χειρονομία : ζητάει στην προεδρική μπάντα να παίξει το 'Ντίξυ΄, ένα αγαπημένο τραγούδι των στρατιωτών του Νότου, που κι αν δεν ήταν ο επίσημος εθνικός τους ύμνος, οι Νότιοι το αγαπούσαν ισάξια : υμνούσε τις καλές μέρες στη γη ενός πλούσιου Νότου (ΣΗΜ : Η λέξη προέρχεται από το παλιό 10δόλλαρο χαρτονόμισμα της [[Λουιζιάνα|Λουιζιάνας]], που ανέγραφε απάνω στα [[Γαλλική γλώσσα|γαλλικά]] : Dix Dollars, όπου το νούμερο 10 (στα γαλλικά Dix) οι Αμερικανοί πρόφεραν σαν Ντιξ). Στην κυβέρνηση επικρατεί αναταραχή σχετικά με το μέλλον που επιφυλάσσεται στον ηττημένο Νότο, ειδικά ο Στάντον ζητά πράξεις εκδίκησης, αλλά ο Λίνκολν εναντιώνεται και δείχνει να ζει ήδη σε μια ειρηνική μεταπολεμική εποχή. Από εκείνη τη στιγμή οι σχέσεις Λίνκολν και Στάντον ψυχραίνονται σοβαρά.
Πίσω στο πεδίο των μαχών, ο Λη μεταφέρει εκ των ενόντων τα υπολείμματα του στρατού του Τενεσή και τις τελευταίες του εφεδρείες διατάζοντας τον Τζόνστον να φράξει τον δρόμο στον Σέρμαν. Με κάπου 21000 εκείνος κοντά στο Μπέντονβιλ καραδοκεί για μια στιγμή χαλαρότητας των αξιωματικών του Σέρμαν και στις 21 Μαρτίου επιτίθεται με επιτυχία και τους τρέπει σε φυγή που όμως δεν έχει τακτικό αντίκρισμα καθώς οι ενισχύσεις των Βορείων που εμφανίζονται αναγκάζουν τον Τζόνσον να υποχωρήσει και πάλι. Στο Ρίτσμοντ η πείνα έκανε πολύ αισθητά την εμφάνισή της και ο Λη αντιμετώπισε λιποταξίες αποτέλεσμα κυρίως της αγωνίας των στρατιωτών για τις τύχες των οικογενειών τους που λιμοκτονούν στα κατακτημένα εδάφη. Στις 25 Μαρτίου, οι δίοδοι εφοδιασμού του Λη αποκόπτονται οπότε αναγκάζεται να αφήσει το Ρίτσμοντ και μεταφέρει τους άνδρες που του έμειναν νότιο-δυτικά προς την τοποθεσία Απομάτοξ περιμένοντας να βρει εφόδια για τους άνδρες του και μια ευκαιρία να ενωθεί με τον Τζόνσον. Ο Γκραντ όμως τον παρακολουθούσε στενά αποκόπτοντας την οποιαδήποτε διέξοδό του. Φτάνοντας στο Απομάτοξ δεν βρίσκει παρά μόνο οπλισμό αλλά κανένα ίχνος τροφής και τελικά στις 9 Απριλίου στέλνει μήνυμα στον Γκραντ ότι δέχεται να παραδώσει τις δυνάμεις του, ουσιαστικά την [[Βιρτζίνια]], την τελευταία πολιτεία που δεν είχε πέσει. Ο Γκραντ δέχεται τον γηραιό στρατηγό με ηρεμία και θαυμασμό αποδεχόμενος και τους όρους που του ζήτησε ο Λη και ειδικά να επιτρέψει στους στρατιώτες του Νότου να κρατήσουν τα άλογά τους για να μπορέσουν να χρησιμοποιούσουν το αλέτρι τους όταν επιστρέψουν. Το χαρμόσυνο εκείνο γεγονός εντούτοις εξόργισε τον υπουργό Άμυνας του Λίνκολν, τον Εντγουϊν Στάντον, ο οποίος απέρριψε την ανακωχή και επέμενε ότι μόνο η υπογραφή του Ντέηβις μπορούσε να αναγνωρισθεί σαν η υποταγή του Νότου. Ο Ντέηβις ωστόσο είχε εγκαταλείψει το Ρίτσμοντ κρυπτόμενος και ποτέ του δεν δέχτηκε να υπογράψει τίποτα σχετικό. Ο Τζόνστον γνωρίζοντας την παράδοση του Λη, καταλαβαίνει το άσκοπο του δικού του αγώνα, αλλά στις 14 Απριλίου μαθαίνει για την δολοφονία του Λίνκολν. Έχει μεν αποφασίσει να παραδοθεί, αλλά οι διαβουλεύσεις με την Ουάσινγκτον καθυστέρησαν από τα έκτακτα γεγονότα και τελικά υπογράφει την παράδοσή του με τον Σέρμαν, στις 24[[26 Απριλίου]], κλείνοντας τον όλο κύκλο των εχθροπραξιών.
 
== Παραπομπές ==