Λιοντάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Chrysaetus (συζήτηση | συνεισφορές)
Μικροδιορθώσεις και αλλαγές μεγέθους στις εικόνες4
Chrysaetus (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 29:
| range_map2_caption= Κατανομή των λιονταριών στην Ινδία. Το δάσος Γκιρ στην πολιτεία [[Γκουντζαράτ]], είναι ο τελευταίος φυσικός τόπος των περίπου 300 [[Ασιατικό λιοντάρι|ασιατικών λιονταριών]] σε άγρια κατάσταση.}}
 
Το '''λιοντάρι''' (''Panthera leo'' - ''Πάνθηρ ο λέων'') ανήκει στο [[Γένος (βιολογία)|γένος]] ''[[Πάνθηρ|Panthera]]'' της οικογένειας των [[ΑιλουρίδεςΑιλουροειδή|ΑιλουρίδωνΑιλουροειδών]]. Καθώς κάποια αρσενικά υπερβαίνουν τα 250 κιλά σε βάρος<ref name="nowak">{{cite book |last=Nowak |first= Ronald M. |year=1999 |title=Walker's Mammals of the World |location=Baltimore |publisher=Johns Hopkins University Press |isbn=0-8018-5789-9}}</ref> είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αιλουροειδές μετά την [[τίγρη]] που υπάρχει σήμερα. Λιοντάρια σε άγρια κατάσταση υπάρχουν πλέον στην [[Υποσαχάρια Αφρική]] και στην [[Ασία]] που έχει μείνει ένας πληθυσμός στη βορειοδυτική [[Ινδία]] που κινδυνεύει άμεσα από αφανισμό ενώ έχει εξαφανιστεί από τη [[Βόρεια Αφρική]], τη [[Μέση Ανατολή]] και τη [[Δυτική Ασία]] στα ιστορικά χρόνια. Μέχρι το ύστερο [[Πλειστόκαινο]], περίπου 10.000 χρόνια πριν, το λιοντάρι ήταν το πλέον διασκορπισμένο μεγάλο επίγειο θηλαστικό μετά τον άνθρωπο. Βρίσκονταν στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, μεγάλο μέρος της Ευρασίας από τη δυτική Ευρώπη έως την Ινδία, και στην Αμερική από το [[Γιούκον]] έως το [[Περού]].
 
Τα λιοντάρια στη φύση ζουν περίπου 10-14 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν πάνω από 20 χρόνια. Σε άγρια κατάσταση τα αρσενικά σπανίως ζουν πάνω από 10 χρόνια, καθώς οι τραυματισμοί από τις συνεχόμενες μάχες με αντίπαλα αρσενικά μειώνουν δραστικά τη μακροζωία τους.<ref>{{cite book |last=Smuts |first=G.L. |year=1982 |title=Lion|publisher=Macmillian South Africa (Publishers)(Pty.) Ltd.|location=Johannesburg |pages=231|isbn= 0-86954-122-6}}</ref> Ο συνηθισμένος τόπος διαμονής των λιονταριών είναι η [[σαβάνα]] και οι γρασιδότοποι, αν και μπορεί να βρεθούν και σε θαμνώδεις περιοχές και δάση. Είναι ασυνήθιστα [[κοινωνικά ζώα]] σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Μια αγέλη λιονταριών συνήθως αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και ένα μικρό αριθμό ενήλικων αρσενικών. Τα θηλυκά συνήθως κυνηγούν μαζί σε ομάδες, κυρίως μεγάλα [[οπληφόρα]]. Τα λιοντάρια είναι κυρίαρχα [[αρπακτικό|αρπακτικά]], παρόλο που τρώνε και θνησιμαία αν δοθεί η ευκαιρία. Ενώ συνήθως δεν κυνηγούν ανθρώπους επιλεκτικά, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις λιονταριών που αναζητούσαν ανθρώπινα θηράματα.
Γραμμή 38:
 
== Ετυμολογία ==
Το όνομα του λιονταριού προέρχεται από το [[αρχαία ελληνικά|αρχαίο ελληνικό]] ''λέων'' από το ρήμα λύω-λέω που σημαίνει διαλύω σε πολλά μέρη, παρ. και το [[λατινικά|λατινικό]] ''leo'' από όπου προέρχεται και ονομασία του στις [[ρωμανικές γλώσσες]].<ref>{{cite book | author=Simpson DP | title=Cassell's Latin Dictionary | publisher=Cassell Ltd. | year=1979 | edition=5th | location=London | pages=883 | isbn=0-304-52257-0}}</ref> Το [[εβραϊκή γλώσσα|εβραϊκό]] לָבִיא ενδέχεται να είναι συγγενές,<ref>{{Cite encyclopedia| title=Lion|encyclopedia=Oxford English Dictionary|editor=Simpson, J., Weiner, E. (eds)| year=1989 |edition= 2nd edition| location=Oxford |publisher=Clarendon Press|id=ISBN 0-19-861186-2}}</ref> όπως και το [[Αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα|αρχαίο αιγυπτιακό]] ''rw''.<ref>{{cite web |url=http://www.yourdictionary.com/ahd/l/l0190400.html |title= yourdictionary.com |archiveurl=http://web.archive.org/web/20070826092840/http://www.yourdictionary.com/ahd/l/l0190400.html |archivedate=2007-08-26}}. Όπως και σε άλλα αρχαία συστήματα γραφής, τα αρχαία αιγυπτιακά γράφονταν μόνο με σύμφωνα. Δεν γίνονταν διάκριση ανάμεσα στο 'l' και το 'r'. </ref> Ήταν ένα από τα πολλά είδη που αρχικά περιγράφηκαν, ως ''Felis leo'', από τον [[Κάρολος Λινναίος|Λινναίο]] στο έργο του ''[[Systema Naturae]]'', τον 18ο αιώνα.<ref name="Linn1758"/> Το επιστημονικό όνομα του γένους και τμήμα της επιστημονικής τους ονομασίας, ''Panthera leo'', θεωρείται συχνά ότι προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ''παν-'' και ''θηρ' που σημαίνει ο κυνηγός όλων, αλλά αυτό ενδέχεται να είναι απλώς [[λαϊκή ετυμολογία]]. Πιθανότατα έχει προέλευση από την ανατολική Ασία, και σημαίνει το «κιτρινωπό ζώο» ή «κίτρινο προς λευκό»..<ref>{{cite web | url=http://www.etymonline.com/index.php?term=panther | title="Panther" | work=Online Etymology Dictionary | publisher=Douglas Harper | accessdate=2007-07-05}}</ref>''
 
== Ταξινομία και εξέλιξη ==
Γραμμή 203:
Σε περιοχές που συνυπάρχουν λιοντάρια και [[Στικτή ύαινα|στικτές ύαινες]], τα δύο είδη καταλαμβάνουν τον ίδιο οικολογικό θώκο, ανταγωνιζόμενα έτσι άμεσα μεταξύ τους. Σε μερικές περιπτώσεις η έκταση της επικάλυψης του διαιτολόγιού τους φτάνει το 68,8%.<ref name="prey">[http://www.zbs.bialowieza.pl/publ/pdf/1598.pdf ''Prey preferences of the spotted hyaena (Crocuta crocuta) and degree of dietary overlap with the lion (Panthera leo)'' by M. W. Hayward, Terrestrial Ecology Research Unit, Department of Zoology, Nelson Mandela Metropolitan University, Eastern Cape, South Africa]{{dead link|date=June 2015}}</ref> Τα λιοντάρια εν γένει αγνοούν τις ύαινες εκτός και αν βρίσκονται στη λεία τους ή παρενοχλούνται από αυτές. Οι ύαινες τείνουν να αντιδρούν εμφανώς στην παρουσία λιονταριών, ανεξαρτήτως αν έχουν τροφή ή όχι. Τα λιοντάρια με μεγάλη ευκολία οικειοποιούνται τα θηράματα των στικτών υαινών: στο κρατήρα Νγκορονγκόρο, είναι σύνηθες τα λιοντάρια να βασίζονται κατά μεγάλο μέρος στην κλοπή της λείας από τις ύαινες, με αποτέλεσμα οι ύαινες να αυξάνουν τους ρυθμούς του κυνηγιού τους. Τα λιοντάρια ακολουθούν γρήγορα τις κραυγές-καλέσματα που βγάζουν οι ύαινες όταν υπάρχει λεία, γεγονός που αποδείχτηκε από τον Δρα. Χανς Κρούουκ, ο οποίος διαπίστωσε ότι τα λιοντάρια τον πλησίαζαν όταν έπαιζε μαγνητοφωνημένα καλέσματα για φαγητό υαινών.<ref name="Kruuk21">''Interactions between Hyenas and other Carnivorous Animals'' from Hans Kruuk’s ''The Spotted Hyena: A Study of Predation and Social Behaviour'' The University of Chicago Press, Chicago 60637, 1972</ref> Όταν έρχονται αντιμέτωπες με τα λιοντάρια για ένα θήραμα, οι στικτές ύαινες είτε φεύγουν είτε περιμένουν υπομονετικά σε απόσταση 30-100 μέτρων μέχρι να τελειώσουν τα λιοντάρια.<ref name="schaller">''Interactions with hyenas, jackals and vultures'' from ''The Serengeti lion: a study of predator-prey relations'' by George B. Schaller, University of Chicago Press, 1976</ref> Σε μερικές περιπτώσεις οι ύαινες είναι αρκετά τολμηρές ώστε να φάνε δίπλα στα λιοντάρια, και περιστασιακά μπορεί να τα αναγκάσουν να φύγουν από το θήραμα. Τα δύο είδη συνήθων αντιδρούν επιθετικά μεταξύ τους ακόμα και αν δεν υπάρχει λεία στη μέση. Τα λιοντάρια μπορεί να επιτεθούν σε ύαινες και να τις κατασπαράξουν χωρίς κάποιον εμφανή λόγο: ένα αρσενικό λιοντάρι έχει κινηματογραφηθεί να σκοτώνει δύο κυρίαρχες θηλυκές ύαινες σε διαφορετικές περιστάσεις χωρίς όμως να τις φάει,<ref name="enemies">Dereck and Beverley Joubert. (1992). ''Eternal Enemies: Lions and Hyenas''. [DVD]. [[National Geographic]].</ref> ενώ το 71% των θανάτων υαινών στην [[Ετόσα]] (''Etosha'') οφείλεται στα λιοντάρια. Οι ύαινες έχουν προσαρμοστεί σε αυτή την πίεση επιτιθέμενες πολλές μαζί σε λιοντάρια που εισέρχονται στην περιοχή τους.<ref>''Competitive interactions between spotted hyenas and lions in the Etosha National Park, Namibia'' by Trinkel, Martina; Kastberger, Gerald. ''African Journal of Ecology'', Volume 43, Number 3, September 2005, pp. 220-224(5), Blackwell Publishing</ref> Πειράματα σε αιχμάλωτες στικτές ύαινες έδειξαν ότι ζώα χωρίς προηγούμενη εμπειρία με λιοντάρια αντέδρασαν αδιάφορα στη θέα τους, αλλά με φόβο στη μυρωδιά του.<ref name="Kruuk21"/>
 
Τα λιοντάρια τείνουν να κυριαρχούν σε άλλα αιλουροειδή όπως τα [[τσιτάχ]] και οι [[λεοπάρδαλη|λεοπαρδάλεις]] στις περιοχές που συνυπάρχουν. Τους κλέβουν τα θηράματα και σκοτώνουν τα μικρά τους ή ακόμα και ενήλικα άτομα αν δοθεί ευκαιρία. Το τσιτάχ έχει 50 τοις εκατό πιθανότητα να του κλέψουν το θήραμα λιοντάρια ή άλλα αρπακτικά.<ref>O'Brien, S., D. Wildt, M. Bush (1986). "The Cheetah in Genetic Peril". Scientific American 254: 68–76.</ref> Το 90% των μικρών των τσιτάχ σκοτώνονται τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους από άλλα αρπακτικά, και κυρίως λιοντάρια. Τα τσιτάχ για να αποφύγουν τον ανταγωνισμό κυνηγούν διαφορετικές ώρες της ημέρας και κρύβουν τα μικρά τους σε πυκνούς θάμνους. Την ίδια τακτική χρησιμοποιούν και οι λεοπαρδάλεις, οι οποίες όμως έχουν το πλεονέκτημα ότι μπορούν να επιβιώνουν καλύτερα με μικρότερα θηράματα από ότι τα λιοντάρια και τα τσιτάχ. Επιπλέον έχουν την δυνατότητα να σκαρφαλώνουν σε δέντρα όπου φυλάνε τα μικρά τους και τα θηράματά τους μακρυά από τα λιοντάρια. Εντούτοις οι λέαινες περιστασιακά μπορούν να καταφέρουν να σκαρφαλώσουν σε δέντρα και να κλέψουν θηράματα της λεοπάρδαλης.<ref name="Schaller293">Schaller, p. 293</ref> Παρομοίως τα λιοντάρια κυριαρχούν και στους [[ΛυκάοναςΛυκάων (ζώοζωολογία)|λυκάονες]], όχι μόνο κλέβοντας τα θηράματά τους αλλά κυνηγώντας και τα ίδια, κυρίως νεαρά άτομα και σπανίως ενήλικα.<ref>[http://www.animalinfo.org/species/carnivor/lycapict.htm Animal Info - African Wild Dog<!-- Bot generated title -->]</ref>
 
Ο [[κροκόδειλος του Νείλου]] είναι το μόνο αρπακτικό (εκτός από τον άνθρωπο) που μπορεί να απειλήσει το λιοντάρι μόνο του. Αναλόγως με το μέγεθος του κροκοδείλου και του λιονταριού, καθένα από τα δύο μπορεί να κλέψει το θήραμα από το άλλο. Τα λιοντάρια έχει παρατηρηθεί ότι σκοτώνουν κροκόδειλους όταν βρίσκονται στη στεριά,<ref>[http://www.pbs.org/wgbh/nova/transcripts/2509crocs.html Crocodiles! - PBS Nova transcript<!-- Bot generated title -->]</ref> ενώ συμβαίνει το αντίθετο όταν λιοντάρια επιχειρούν να διασχίσουν όγκους νερού όπου υπάρχουν κροκόδειλοι, όπως αποδεικνύεται από νύχια λιονταριών που έχουν βρεθεί σε στομάχια κροκοδείλων<ref name="Guggisberg">{{cite book | author = Guggisberg, C.A.W. |url = | title = Crocodiles: Their Natural History, Folklore, and Conservation| year = 1972 | pages = 195 | isbn = 0715352725 | publisher = David & Charles | location = Newton Abbot}}</ref>