και η αρχή ατεκμηρίωτη είναι, σβησ' την. Μελέτησε κείμενα αποστατών θρησκευτικών και πολιτικών
(Ατεκμηρίωτο κείμενο) |
(και η αρχή ατεκμηρίωτη είναι, σβησ' την. Μελέτησε κείμενα αποστατών θρησκευτικών και πολιτικών) |
||
{{άλλεςχρήσεις4|αποστασία γενικότερα|την αποστασία του 1965|Αποστασία του 1965}}
{{επιμέλεια}}
Η '''αποστασία''' (προερχόμενη από τις λέξεις ''από'' και ''στάσις'', δηλαδή κατα λέξη, απομάκρυνση) είναι όρος που περιγράφει την αποκήρυξη εκ μέρους ενός ατόμου της [[Θρησκεία|θρησκείας]] του, ειδικά όταν θεωρείται ότι υποκινείται από ποταπά κίνητρα. Από τεχνικής άποψης, κατά τη χρήση του όρου στην [[Κοινωνιολογία]] χωρίς την υποτιμητική απόχρωση του όρου, ο όρος αναφέρεται στην αποκήρυξη ''και'' την άσκηση κριτικής ή εναντίωσης προς την θρησκεία στην οποία ανήκε προηγουμένως το άτομο. Το άτομο που διαπράττει την αποστασία ονομάζεται '''αποστάτης''', εκείνος ο οποίος '''αποστατεί'''. Στην παλιότερη [[Δυτικός κόσμος|Δυτική]] φιλολογία, ο όρος αναφερόταν τυπικά στους [[Βάφτισμα|βαφτισμένους]] [[Χριστιανισμός|Χριστιανούς]] οι οποίοι εγκατέλειψαν την πίστη τους. Οι όροι αποστάτες και αποστασία δεν αποτελούν συνήθως αυτοπροσδιορισμό: ελάχιστα πρώην μέλη κάποιας θρησκείας αποκαλούν τους εαυτούς τους αποστάτες και γενικά θεωρούν τους όρους αυτούς υποτιμητικούς.
Σύμφωνα με τον [[Θουκυδίδης|Θουκυδίδη]], ''αποστατεί'' κανείς όταν προηγουμένως βρίσκεται υπό καθεστώς βίας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση ''επαναστατεί''.<ref>"Τί ἄλλο οὗτοι ἢ ἐπεβούλευσάν τε καὶ ἐπανέστησαν μᾶλλον ἢ ἀπέστησαν (ἀπόστασις μέν γε τῶν βίαιόν τι πασχόντων ἐστίν)". (''Ιστορία'' [http://el.wikisource.org/wiki/%CE%98%CE%BF%CF%85%CE%BA%CF%85%CE%B4%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82/%CE%93 Γ' 39])</ref>
Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης όσον αφορά την αποκήρυξη των απόψεων κάποιου και σε άλλου τομείς εκτός της θρησκείας, και πιο συγκεκριμένα στην πολιτική.
==Κοινωνιολογικοί ορισμοί==
|